Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Επίκαιροι αμίλητοι



 http://camerastyloartgallery.files.wordpress.com/2010/01/image2.png



Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης, ανάμεσά
μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα
τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί, περίεργα θα ’λεγες είναι
φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.


Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Πολυτεχνείο 95 - Βασίλης Διαμαντόπουλος & Γιώργος Ρούσσης

 

Την καλύτερη απάντηση σε όσα συνεχίζουν να ακούγονται από πολιτικούς αναλυτές για τους «γνωστούς αγνώστους», τη «βία της νεολαίας» και την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου είχε δώσει, και μάλιστα από την τηλεόραση, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος το Νοέμβριο του 1995.

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το θάνατο του ξεχωριστού ηθοποιού. Αξίζει τον κόπο να ξανακούσει κανείς όσα επιχειρούσε από τότε να πει ο Διαμαντόπουλος.

Μόνος του αποφάσισε να βγει τότε στην τηλεόραση. Πήρε τηλέφωνο τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο και του ζήτησε να παρέμβει στην εκπομπή του, στον ΣΚΑΪ, στις 19 Νοεμβρίου 1995. Ηταν δύο μέρες μετά την έγκριση της πρυτανείας του ΕΜΠ να καταλυθεί το άσυλο και να εισβάλουν τα ΜΑΤ. Συνέβη τότε το πρωτοφανές, να συλληφθούν όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο Πολυτεχνείο (πάνω από 500), να καταγραφούν και να παραπεμφθούν σε μαζικές δίκες. Θεωρήθηκε τότε ότι συνελήφθησαν και επομένως εξουδετερώθηκαν μια για πάντα οι «γνωστοί άγνωστοι».

Προηγήθηκε μια βραδιά με εκτεταμένα επεισόδια και ασφυκτική πολιορκία του Πολυτεχνείου. Τα κανάλια ανέδειξαν δύο ξεχωριστές στιγμές: το συμβολικό κάψιμο μιας σημαίας και τον άγριο ξυλοδαρμό ενός νεαρού μετά τη σύλληψή του από άνδρες των ΜΑΤ. Φυσικά στο φόντο των περιγραφών υπήρχαν καταστροφές στο χώρο του ιδρύματος.

Ο Διαμαντόπουλος φιλοξενήθηκε τελικά στην εκπομπή «Κίτρινος Τύπος», μαζί με τον καθηγητή του Παντείου Γιώργο Ρούση (τον μόνο με τον οποίο μπόρεσε να συνεννοηθεί στην πορεία της συζήτησης), τον τότε πρύτανη του ΕΜΠ Νίκο Μαρκάτο, δύο γονείς νέων που είχαν συλληφθεί και δύο «αγανακτισμένους» πολίτες.

Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι ο Διαμαντόπουλος ένιωθε ένα βαρύ φορτίο. Ηθελε να πει κάτι εντελώς διαφορετικό απ' αυτά που λέγονταν εκείνες τις μέρες κατά κόρον για τους «γνωστούς αγνώστους», για τα «παραστρατημένα παιδιά», για τη «βία της νεολαίας». Από όσα είπε, εκείνο που προκάλεσε τη μεγαλύτερη συζήτηση, πραγματικό σκάνδαλο, ήταν ότι δικαιολόγησε το κάψιμο της σημαίας. Αλλά μόνο αν δει κανείς όλο τον ειρμό της σκέψης του μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς έλεγε ο Διαμαντόπουλος. Συνοψίζουμε τα βασικότερα σημεία των παρεμβάσεών του:

- Γιατί βγήκε στην τηλεόραση:

«Αισθάνθηκα μια ενοχή, αν δεν μιλήσω μπροστά σ' αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα που για μένα αποτελούν ιστορική στιγμή. Ενα κανάλι έδειξε παρόμοια σκηνή με το ξυλοκόπημα ενός φοιτητή επί χούντας. Αυτό το γεγονός είναι πράγματι συγκλονιστικό».

- Οι γνωστοί άγνωστοι:

«Πιπιλάμε την καραμέλα όλοι μας -και σ' αυτό βοηθήσανε κι οι δημοσιογράφοι οφείλω να πω- περί γνωστών αγνώστων. Για μένα είναι ένα σημείο, όπου αρχίζει ο συμβιβασμός. Αρχίζει, δηλαδή το παζάρι. Ποιοι είναι οι γνωστοί άγνωστοι και ποια είναι τα παιδιά, τα οποία αυθόρμητα βγάζουν την κραυγή, γιατί δεν μπορούν αλλιώς. Οσο μεγάλοι κι αν είναι, δεκαοκτάχρονοι, εικοσάχρονοι, δεν έχουν συνειδητοποιηθεί πολιτικά, ούτως ώστε να οργανωθούν και να δώσουν τη μάχη τους οργανωμένα, σωστά και αποτελεσματικά. Και το δωδεκάχρονο ακόμα εισπνέει, εισπράττει ένα σμπαραλιασμένο κράτος που δεν πιστεύει πουθενά. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που πιθανόν υπάρχουν, όλο το πολιτικό φάσμα είναι σμπαραλιασμένο, είναι ψευδές. Ψεύδεται. Ψεύδεται απέναντι στο λαό κι εγώ το θεωρώ προδοσία. Αυτά λοιπόν τα παιδιά εισπράττουν αυτό το μπλοκάρισμα και δεν ξέρουν πώς να το εκφράσουν. Το εκφράζουν έτσι. Χτυπώντας, καταστρέφοντας, κάνοντας αυτές τις πράξεις τις καταδικαστέες όπως λέμε όλοι -που για μένα δεν είναι καταδικαστέες. Γι' αυτά τα παιδιά, αυτό ήταν μια κραυγή. Οταν πετάγαν το σκαμνί, πετάγανε το κράτος, πετάγανε αυτή τη γελοιότητα. Δεν ήταν λοιπόν η καταστροφή. Η καταστροφή ήταν μία κραυγή, ήταν μια θέση, μια στάση. Ετσι πρέπει να το δούμε. Εμένα με συγκινεί αυτή η στάση. Συγχωρέστε με».

- Η σημασία του ασύλου:

«Ποια είναι η διαφορά των τανκς της χούντας με τα ΜΑΤ που μπήκαν στο Πολυτεχνείο; Θα 'θελα να ξέρω ποια είναι η διαφορά. Αυτοί μπήκανε με τα τανκς και εμείς μπήκαμε οπλοφόροι και με τις μάσκες. Με τα ΜΑΤ. Θα 'θελα να ξέρω ποια είναι η ουσιαστική διαφορά. Διότι αν μιλάμε περί ασύλου, όπως οι χριστιανοί πιστεύουν ότι η εκκλησία είναι ένα άσυλο, έτσι κι εμείς πιστεύουμε ότι το πανεπιστήμιο είναι ένα άσυλο».

- Για τα όργανα του ΕΜΠ που

τα έσπασαν:

«Το όργανο αυτό για ένα παιδί, ανήλικο ή ενήλικο, αποτελεί εκείνη την ώρα ένα φραγμό στη δικιά του την ελευθερία. Κι όταν το σπάει αυτό το όργανο είναι η έκφραση μιας κραυγής. Δεν το σπάει για να καταστρέψει».

- Για την ανθρώπινη ζωή:

«Αυτό που λέει ο κ. Μαρκάτος για το σεβασμό και την έγνοια μας για την ανθρώπινη ζωή είναι μια κουβέντα. Ποια ζωή; Ποια ζωή πάμε να κληροδοτήσουμε σ' αυτά τα παιδιά; Ποια ζωή θα τους μεταφέρουμε; Είμαστε περήφανοι γι' αυτή τη ζωή; Βεβαίως κάθε ζωή είναι σεβαστή. Τρέμουμε όλοι μην πάθει τίποτα το παιδί μας, μην πάθει τίποτα ο αδελφός μας. Αλλά ποια ζωή; Το πρόβλημα είναι πριν».

- Για την αστυνόμευση:

«Κάποτε με κάλεσαν σε ένα δικαστήριο για μια θεατρική παράσταση, η οποία ήταν πράγματι φοβερή, φρικτή. Αισχρολογούσαν. Ηταν φοβερά τολμηρή και σε σοκάριζε. Το ζήτημα στο δικαστήριο ήταν αν έπρεπε να επέμβει ο εισαγγελέας για να σταματήσει η παράσταση. Ημουν τελείως αντίθετος, διότι επρόκειτο περί λογοκρισίας. Η λογοκρισία είναι ταυτόσημη μ' αυτό που ονομάζουμε επέμβαση των ΜΑΤ. Θα 'θελα να αυτοκτονήσω αν μπορούσα να δεχτώ ποτέ, να ευλογήσω την επέμβαση των ΜΑΤ. Σε καμία περίπτωση! Ακόμα και στην περίπτωση που θα έπεφταν νεκροί. Θα προτιμούσα αυτό, παρά μία επέμβαση. Δηλαδή πιστεύω ότι σήμερα το καθεστώς είναι μία χούντα με άλλοθι τη δημοκρατία».

- Για το ρόλο των νέων:

«Ημουνα κάποτε σε μία σύναξη στο Λονδίνο, που ήμαστε όλοι οι αντιχουντικοί μαζεμένοι. Δεν θέλω να πω ονόματα τώρα. Πολύ γνωστά ονόματα. Λέει ένας σε κάποιον πολύ μικρότερο: Μη μιλάς εσύ, είσαι μικρός, δεν ξέρεις. Κι εκείνος απαντά: Εγώ δεν ξέρω, αλλά δεν έχω σαπίσει σαν κι εσένα».

- Για τη Δικαιοσύνη:

«Είδαμε όλοι, και το είδε όλη η Ελλάδα και η Αστυνομία βέβαια, πώς ξυλοκοπήθηκε αυτό το παιδάκι που του αλλάξανε τα φώτα. Εχουμε δει αυτεπάγγελτες κατηγορίες εισαγγελέων για ένα εκατομμύριο πράγματα. Εδώ τι έκανε η Δικαιοσύνη; Τι έχει κάνει μέχρι στιγμής η Δικαιοσύνη; Τίποτα. Εκώφευσε».

- Για το κάψιμο της σημαίας:

«(Η σημαία) είναι ένα πανί που το δώσαν σε έναν ράφτη και που το 'ραψε καταλλήλως και δεν έχει καμία παραπέρα σημασία. Αφήστε με να τελειώσω. Δικαίωμά σου είναι να διαφωνείς. Αυτό που έχει τεράστια σημασία είναι αυτό που υπάρχει πίσω από αυτό το σύμβολο. Συμβολίζει μία κοινωνία πολιτισμένη που ξέρει τους στόχους της, μια κοινωνία αποφασισμένη να ορμήσει, να αγωνιστεί. Αυτό, ναι. Το σέβομαι και το προσκυνώ. Αλλά αυτό το πανί που κάψανε, καλά κάνανε και το κάψανε. Γιατί αυτό το πανί αντιπροσωπεύει μια σαπίλα σήμερα. Να διώξουμε τη σαπίλα πρώτα».

- Η διαφορά από τη χούντα:

«Η διαφορά μας από τη χούντα είναι τούτη: ότι η χούντα ήταν ένας ξεκάθαρος εχθρός, γι' αυτό και σχεδόν ολόκληρος ο λαός συμμετείχε (στην αντίσταση) ενάντιά της. Σήμερα, υπάρχει μία χούντα -επιτρέψτε μου να πω και έχω συνείδηση αυτού που λέω- η οποία καλύπτεται απ' το άλλοθι της δημοκρατίας. Οταν λοιπόν γίνονται αυτά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, με τους βανδαλισμούς -σε εισαγωγικά, διότι εγώ δεν τους κρίνω βανδαλισμούς, είναι μια έκφραση κραυγής- και όλα τα δημόσια πρόσωπα, όλοι οι υπεύθυνοι του κράτους αυτού δεν έχουν συγκινηθεί, δεν έχουν ανατριχιάσει γι' αυτά τα γεγονότα καθόλου, από κει και πέρα καταλήγω στο συμπέρασμα -το φρικτό συμπέρασμα αν θέλετε- ότι οι πράξεις αυτές ήταν λίγες. Αφού δεν ξύπνησαν κανένα. Και ίσως πρέπει να πολλαπλασιαστούν για να ξυπνήσουμε κάποτε».






Δείτε ακόμα