Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Albert Camus - Η Πανούκλα (απόσπασμα)

"[...] Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ' αυτόν τον τρόπο επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: "Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο". Κι αναμφίβολα ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του. Απ' αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι που περνάνε και πρώτα πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες. Πως θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν δυστυχίες.

[...]
Κοιτόντας από το παράθυρο την πόλη που δεν είχε αλλάξει, μόλις τότε άρχισε ο γιατρός να αισθάνεται μέσα του τη γέννηση αυτής της ελαφριάς αηδίας μπροστά στο μέλλον, που ονομάζουμε ανησυχία."

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Fernando Pessoa - ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ

Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.

Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?

Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.

Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?

Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.

Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.

(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)

Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.

(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!

Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)

Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.

Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.

Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.

Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.

Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.

Alvaro de Campos ( Fernando Pessoa )

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

"Μέρες Δόξας, Ιθαγενείς" (ο ρόλος των Αράβων στον αντιφασιστικό αγώνα και πόλεμο)

13/08/2012
του Νασίμ Αλάτρας

Η ταινία "Μέρες Δόξας, Ιθαγενείς",  που  κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2006, είναι η μόνη που μιλάει για τη γενναιότητα και τη θυσία Αράβων (Αλγερινών, Μαροκινών, Τυνήσιων) και Αφρικανών (Σενεγαλέζων) στρατιωτών της γαλλικής αποικιοκρατίας στον αντιφασιστικό αγώνα...
Βέβαια μη περιμένετε να είναι Γάλλος ο σκηνοθέτης της ταινίας-που να τρέχει τώρα η Γαλλία να πληρώσει αποζημιώσεις και συντάξεις στους Άραβες στρατιώτες που πολέμησαν στο Γαλλικό στρατό για την απελευθέρωση της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών από τον γερμανικό φασισμό. Όχι μην ανησυχείται ο σκηνοθέτης είναι o Rachid Bouchareb Αλγερινός που γεννήθηκε στο Παρίσι και διέπρεψε εκεί ... Η ταινία του, ανατάραξε τα νερά της καθεστωτικής ιστορίας, γέννησε πολλά ερωτήματα και προβλήματα μέσα στη κοινωνία της Γαλλίας, που έζησε για δεκαετίες με μύθους και ψέματα. Οι δυνάμεις του σκοταδισμού και του ρατσισμού και οι νοσταλγοί του φασισμού ζητούσαν και άσκησαν πιέσεις για να απαγορευτεί η προβολή της ταινίας. Ο Ρασίντ Μπουσάρεμπ όμως δεν έκανε πίσω και η ταινία βγήκε και προβλήθηκε.

Εκεί πολλοί Γάλλοι είδαν τα πρόσωπα που μετείχαν στην επιχείρηση "Operation Dragoon"- στα Γαλλικά "Débarquement de Provence"-που συνέβαλε αποφαιστικά στην απελευθέωση της ίδιας της Γαλλίας από την γερμανική κατοχή. Μετά την προβολή της ταινίας η Γαλλική τότε ρωση της Γαλλίας το 1944. Είδαν τα πρόσωπα των 200,000 στρατιωτών που μετείχαν στην απόβαση, και των γνωστών Indigenous (Ιθαγενών), των Μαροκινών "Goumiers" και των Αλγερινών "Tirailleurs". Εκεί έμαθαν ότι μαζί με τους 500.000 Αμερικανούς στρατιώτες πολέμησαν και άλλοι 500.000 στρατιώτες που έφερε η Γαλλία από τις αποικίες της για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της ίδιας της Γαλλίας από την γερμανική κατοχή. Μετά την προβολή της ταινίας η Γαλλική τότε κυβέρνηση του Σιράκ αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πολιτική της ιστορία.
Το τρέιλερ της ταινίας μπορείτε να το δείτε στο παρακάτω λινκ:


Βέβαια οι Μαροκινοί "Goumiers" μετείχαν και στην απόβαση και απελευθέρωση της Σικελίας. Πήραν μέρος στην μεγάλη τότε στρατιωτική επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με το κωδικό όνομα "Επιχείρηση Χάσκι" (Operation Husky). Με την επιχείρηση αυτή οι συμμαχικές δυνάμεις απέσπασαν τη Σικελία από τις δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας και της Ναζιστικής Γερμανίας. Η επιχείρηση άρχισε τη νύκτα μεταξύ 9ης και 10ης Ιουλίου 1943 και στρατηγικά πέτυχε όλους τους στόχους όπως είχαν προσχεδιαστεί: Εκδιώχθηκαν όλες οι δυνάμεις του Άξονα από το νησί και τα γεγονότα προκάλεσαν την πτώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Η επιχείρηση έληξε στις 17 Αυγούστου και με την επιτυχία της άνοιξε το δρόμο για τη συμμαχική εισβολή στην Ιταλία. Συμμετείχαν επίσης στην απελευθέρωση της Κορσικής, και πολέμησαν σκληρά τους Γερμανούς φασίστες στα βουνά της της Μπαστιάς. Και στην απελευθέρωση του νησιού Έλβα, του μεγαλύτερου νησιού του Τοσκανικού Αρχιπελάγους.


Η απελευθέρωση της Γερμανίας 1945 και η συντριβή του φασισμού.

Στην απελευθέρωση της Γερμανίας από τον φασισμό μετείχαν η 1η, 2η, και 4η μονάδα των Μαροκινών. Πολέμησαν και στις τελικές φάσεις για την απόβαση στη νοτιοδυτική Γερμανία το 1945. Η 1η μάλιστα μονάδα των Αράβων Μαροκινών πολέμησε από 20 έως 25/3/1945, στη μεγάλη μάχη για την διάσπαση της γερμανικής "Γραμμής Ζίγκφριντ" που χτίστηκε ακριβώς παράλληλα με τη γαλλική συνοριακή γραμμή Μαζινό (ligne Maginot). Ποια είναι η "Γραμμή Siegfried"; Ήταν ένα γερμανικό αμυντικό σύστημα, που εκτείνεται σε πάνω από 630 χιλιόμετρα, και περιλάμβανε σήραγγες, που ένωναν τα 18.000 οχυρά, καταφύγια και αποθήκες όπλων και τροφίμων. Κατά μήκος της γραμμής οι Γερμανοί μηχανικοί και κατασκευαστές είχαν φτιάξει δεκάδες χιλιάδες αντιαρματικά εμπόδια, αντιαρματικές τάφρους. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ σχεδίασε την γραμμή αυτή από το 1936 και κατασκευάστηκε σε δυο χρόνια, άρχισε το 1938 και τελείωσε το 1940.


Τον Απρίλιο του 1945, οι μονάδες 1η και 4η πήραν μέρος στη μάχη απελευθέρωσης της Pforzheim, την Πφόρτσχαϊμ τη γερμανική πόλη που βρίσκεται στα δυτικά της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Κατά τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου, η 2η μονάδα των Αράβων Μαροκινών πολέμησε στο "Μέλας Δρυμός" ή Σκοτεινό Δρυμός, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Γερμανία στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης ανάμεσα στον ποταμό Ρήνο Δυτικά και του Δούναβη νότια. Οι Μαροκινοί συνέβαλαν ώστε να ωθηθούν οι Γερμανοί φασίστες προς νοτιοανατολικά σύνορα της Αυστρίας με τη Γερμανία. Κατά την ίδια περίοδο, η 1η και 4η προχώρησαν μαζί με άλλες γαλλικές δυνάμεις προς την Στουτγάρδη και την Tübingen, την Τύμπιγγεν ή Τυβίγγη, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Γερμανία, στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Το 1946, και οι τρεις αυτές μονάδες επαναπατρίστηκαν στο Μαρόκο.

Αυτή η συνοπτική ιστορική αναδρομή ίσως βοηθήσει ώστε να έρθει στο φως ο ρόλος των Αράβων στον αντιφασιστικό αγώνα και πόλεμο. Ρόλος που ήθελαν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές και το όργανο τους το εθνικιστικό σιωνιστικό κίνημα-που ούτε μια σφαίρα δεν έριξε στον πόλεμο κατά του φασισμού- όχι μόνο να θάψουν και να σβήσουν, αλλά περισσότερο να διαστρεβλώνουν και να παρουσιάζουν τους Άραβες ως συμμάχους των Γερμανών φασιστών, για να μπορούν έτσι εύκολα να δικαιολογήσουν στους δυτικούς πολίτες τα σχέδια τους για συνέχιση της κατοχής αραβικών χωρών και για εγκατάσταση ενός σιωνιστικού θρησκευτικού κράτους-προτεκτοράτου στη γη των Παλαιστινίων.

ΠΗΓΕΣ:
http://en.wikipedia.org/wiki/Allied_invasion_of_Sicily
http://fr.wikipedia.org/wiki/Tirailleurs_alg%C3%A9riens
http://en.wikipedia.org/wiki/Moroccan_Goumier
http://fr.wikipedia.org/wiki/D%C3%A9barquement_de_Provence

Δείτε ακόμα