Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Η δολοφονία Φραγκόπουλου ή αλλιώς "το δράμα της οδού Ανεξαρτησίας"

Στις 3 Νοεμβρίου 1896 ο σανδαλοποιός Δημήτρης Μάτσαλης, έχοντας μόλις παρακολουθήσει το θεατρικό έργο “Γουλιέλμος ο αχθοφόρος”, επιτέθηκε με μαχαίρι στην οδό Ανεξαρτησίας (σήμερα Γεροκωστοπούλου) κατά των Διονυσίου Φραγκόπουλου και Ανδρέα Κόλλα σκοτώνοντας τον πρώτο και τραυματίζοντας τον δεύτερο. Συνελήφθη αμέσως από τις αστυνομικές αρχές και οδηγήθηκε στα κρατητήρια προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι πρώτες ανακριτικές πράξεις. Εκεί δήλωσε: “Θα σκότωνα τον Κόλλα ή οποιονδήποτε άλλον. Δεν έχω τίποτα με τον ίδιο, όπως και δεν έχω τίποτα με τον Φραγκόπουλο. Εγώ κτυπώ την κοινωνία και όποιος βρισκόταν μπροστά μου θα πλήρωνε γι’αυτή”.

Το πρωτόγνωρο περιστατικό συγκλόνισε την κοινή γνώμη της Πάτρας ξεπερνώντας τα στενά τοπικά όρια. Αθηναϊκές εφημερίδες φιλοξενούσαν ανταποκρίσεις από την Πάτρα στα ημερήσια φύλλα τους ενώ η είδηση έκανε την εμφάνισή της σε εφημερίδες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Οι δημοσιογράφοι αποκάλεσαν το όλο περιστατικό ως “δράμα της Ανεξαρτησίας”, από το όνομα του δρόμου που συνέβη η δολοφονία. Πριν ασχοληθούμε αναλυτικά με την αντίδραση της κοινής γνώμης και του κράτους, τις προθέσεις του Μάτσαλη και το γενικότερο παρασκήνιο της δολοφονικής επίθεσης είναι αναγκαίο να περιγράψουμε την επικρατούσα ατμόσφαιρα της εποχής στην Πάτρα.

Σταφιδική κρίση και επικρατούσα ατμόσφαιρα


Ο χαρακτηρισμός της Πάτρας ως πρωτεύουσα της Σταφίδας φανερώνει την εξαρτησιακή σχέση της πόλης με το αγροτικό αυτό προϊόν ήδη από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης. Ο πλούτος που απέφερε στους σταφιδοκαλλιεργητές και εμπόρους δημιούργησαν, με μια υπερβολή προφανώς, έναν πυρετό αντίστοιχο με αυτόν του χρυσού στο Κλοντάϊκ. Και αν στο Κλοντάϊκ ο κίνδυνος ήταν η εξάντληση του χρυσού, στην περίπτωση της Πάτρας τα αίτια της κρίσης ήταν η υπερπαραγωγή σταφίδας και η χαμηλή ζήτησή της από τις ξένες αγορές, απότοκα της ανυπαρξίας σταφιδικής πολιτικής από την κεντρική κυβέρνηση.

Αν και ήδη από τα 1870 είχαν δοθεί τα πρώτα μηνύματα από την αγγλική αγορά, η καταστροφή των αμπελιών στην Γαλλία και το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς έδωσαν νέα πνοή στην καλλιέργεια της σταφίδας με αποτέλεσμα να διατεθούν ακόμα περισσότερα κεφάλαια. Ειδικά την περίοδο 1880 – 1882 μεγάλος μέρος του αγροτικού πληθυσμού επιδώθηκε[1] σε ξερίζωμα ελιών, συκιών κλπ για να φυτέψουν σταφιδάμπελους. Η καλλιέργεια σταφίδας απαιτούσε σημαντικό κεφάλαιο και απέδιδε μετά την πάροδο πέντε ετών. Οι τράπεζες, με προεξέχουσα την ΕΤΕ, είχαν ήδη αρχίσει να περιορίζουν τις πιστώσεις τους προβλέποντας ότι η ανεξέλεγκτη μονοκαλλιέργεια της σταφίδας βασιζόταν σε μια ευνοική συγκυρία με ημερομηνία λήξης. Σε όλη την περίοδο του σταφιδικού πυρετού χρηματοδότες του αγροτικού πληθυσμού παρέμειναν οι τοπικοί σταφιδέμποροι που είχαν επεκτείνει την δραστηριότητά τους και στον τραπεζικό (τοκογλυφικό) τομέα.

Όντως αυτή η ημερομηνία λήξεως ήλθε σταδιακά. Η ξαφνική κατάρρευση της τιμής της σταφίδας το 1889 αποτέλεσε την πρώτη προειδοποιήση. Από το 1890 άρχισε η σταθερή πτώση της τιμής και από το 1891 η συρρίκνωση των εξαγωγών. Αιτίες[2] για την μείωση των εξαγωγών ήταν η επανάκαμψη των γαλλικών αμπελιών, η σταφιδοκαλλιέργεια στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, καθώς και η χαμηλή ποιότητα της πατρινής σταφίδας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πόλεις όπως το Αίγιο και η Ζάκυνθος δεν επλήγησαν από την πτώση των τιμών. Το 1893 αποτέλεσε το αποκορύφωμα της σταφιδικής κρίσης καθώς η υπερπαραγωγή σε συνδυασμό με την χαμηλή ζήτηση άφησαν απούλητο μεγαλο μέρος της παραγωγής και έριξαν θεαματικά την τιμή.

Τα πρώτα θύματα της κρίσης ήταν οι σταφιδικοί οίκοι (Βουρλούμη κ.λπ.), οι οποίοι κήρυξαν πτώχευση. Τους πτωχευμένους οίκους ακολούθησαν[3] συνδεόμενες οικονομικά με αυτούς επιχειρήσεις. Τα μεγαλύτερα θύματα όμως ήταν οι αγροτικοί και εργατικοί πληθυσμοί της πόλης και των περιχώρων. Οι πρώτοι βρέθηκαν υπερχρεωμένοι σε τοκογλύφους χωρίς προοπτική οικονομικής ανόρθωσης ενώ οι δεύτεροι που πραγματοποιούσαν εργασίες σχετικά με τον καθαρισμό και την συσκευασία της σταφίδας, έχασαν[4] τις δουλειές τους λόγω των πτωχεύσεων. Αν και η σταφίδα δεν είναι προϊόν που απαιτεί ιδιαίτερη βιομηχανική παρασκευή, η Πάτρα είχε γεμίσει[5] με σταφιδεργοστάσια και σταφιδαποθήκες (φορτωτές, σημειωτές, μαουνιέρηδες).

Το ζήτημα βέβαια δεν ήταν τοπικής σημασίας αλλά αντίθετα απασχόλησε έντονα την ελληνική κυβέρνηση καθώς από το λιμάνι των Πατρών πραγματοποιείτο πάνω από το 50% των εξαγωγών σε πανελλήνιο επίπεδο. Η πτώση των εξαγωγών σήμαινε μειωμένη εισαγωγή συναλλάγματος και παράλληλη πτώση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Οι εφημερίδες, οι πολιτικοί και οι έμποροι ζούσαν στον ρυθμό της κρίσης επιχειρώντας να συντονιστούν για την αντιμετώπισή της δίχως όμως άμεσο αποτέλεσμα. Αντίθετα η ανεργία κάλπαζε και οι πτωχεύσεις συνεχίζονταν με συνέπεια να πραγματοποιούνται συνεχώς ανακατατάξεις στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Νεόπτωχοι, τοκογλύφοι, άνεργοι και αγρότες με απούλητη σοδειά συγκεντρώνονται στην πόλη επιβαρύνοντας το ήδη τεταμένο κλίμα. Την ίδια εποχή παρατηρείται[6] η εμφάνιση σοσιαλιστικών και αναρχικών ομάδων με σημαντική επιρροή στον αγροτικό κόσμο, εμφάνιση των οποίων δικαιολογείται λόγω της κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής της εποχής.

Δολοφονική επίθεση και ταυτότητα θυμάτων

 

Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης, ο Μάτσαλης επέλεξε να επιτεθεί σε δύο σημαντικούς εμποροτραπεζίτες της εποχής που είχαν επιβιώσει από την οικονομική κρίση. Στην διασταύρωση των οδών Γεροκωστόπουλου & Ρήγα Φεραίου συνάντησε τους δύο φίλους, Φραγκόπουλο και Κόλλα, που επέστρεφαν από τον εκκλησιασμό. Αφού μαχαίρωσε στην καρδιά τον Φραγκόπουλο, επιτέθηκε με όπλο στον Κόλλα, ο οποίος κατόρθωσε να αποφύγει τις επιθέσεις τραυματιζόμενος ελαφρά. Η φύση του περιστατικού αλλά και οι φωνές του τρομοκρατημένου Ανδρέα Κόλλα προσέλκυσαν κόσμο που περικύκλωσε την σκηνή του εγκλήματος. Το σώμα του Διονυσίου Φραγκόπουλου μεταφέρθηκε από τον κόσμο στο φαρμακείο του Μανιάτη, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Την ίδια ώρα ο Μάτσαλης παρέμεινε στο σημείο κρατώντας σε απόσταση τον κόσμο υπό την απειλή του όπλου και αναμένοντας τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες λίγο αργότερα τον συνέλαβαν οδηγώντας τον στα κρατητήρια προκειμένου να διενεργηθούν οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις. Εκεί πραγματοποίησε και την περίφημη δήλωση περί κοινωνίας που αναφέρουμε παραπάνω.

Η στόχευση των θυμάτων του, όπως ομολόγησε και ο ίδιος, ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Επρόκειτο για δύο «καταξιωμένα» τέκνα των Πατρών που είχαν αναπτύξει σημαντική εμπορική και τραπεζική δραστηριότητα. Και οι δύο είχαν να επιδείξουν εντονότατη κοινωνική ζωή, που αποτυπωνόταν σχεδόν καθημερινά στις στήλες των τοπικών εφημερίδων (παλαιότερα στον Φορολογούμενο, ύστερα στον Νεολόγο). Επιτυχημένοι στον επαγγελματικό στίβο, αναμιγμένοι σε κάθε εμπορική πρωτοβουλία (εμπορικός σύλλογος “Ερμής” κ.α.) και με αξιόλογη κοινωνική προσφορά (πλήθος δωρεών στον Δήμο και το Πτωχοκομείο) αποτελούσαν τα χαρακτηριστικότερα δείγματα χρηστών πολιτών. Ο Ανδρέας Κόλλας ήταν γιος του πλούσιου εμπόρου, χιώτη στην καταγωγή, Μιχαήλ Κόλλα, και επικεφαλής ενός εκ των ισχυρότερων εμπορικοτραπεζικών οίκων της Πάτρας. Ο Διονύσιος Φραγκόπουλος, φίλος με τον Κόλλα, ήταν και αυτός εμποροτραπεζίτης και μαζί με τον αδελφό του Αναστάση Φραγκόπουλο διατηρούσαν εμπορικό οίκο. Η οικία του, στην οδό Αγίου Ανδρέου, ήταν μια εκ των μεγαλοπρεπέστερων της Πάτρας και κατά καιρούς είχαν φιλοξενηθεί ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κ.α. Ακόμα όμως και με βάση αυτή την περιγραφή είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τον συμβολισμό των δύο αυτών μεγάλων ονομάτων στην πατραϊκή κοινωνία αν δεν εστιάσουμε επαρκώς στις τραπεζικές δραστηριότητες που ανέπτυσσαν. Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουμε τον τρόπο χρηματοδότησης της αγροτικής οικονομίας και συγκεκριμένα τον ρόλο των ιδιωτών τραπεζίτων της εποχής στην τοπική οικονομία.

Όπως αναφέραμε παραπάνω η σταφιδοκαλλιέργεια απαιτούσε σημαντικό κεφάλαιο που δεν δύνατο να συγκεντρώσουν οι αγρότες. Προέκυπτε δηλαδή ανάγκη χρηματοδότησης. Αν και στην Πάτρα υπήρχαν τράπεζες με έντονη παρουσία (Εθνική Τράπεζα, Ιονική κ.α.), αυτές περιορίζονταν στην δανειοδότηση μόνο του ηγετικού τμήματος της εμπορικής κοινότητας αποφεύγοντας να δανειοδοτήσουν τον φτωχό και αναξιόπιστο αγροτικό πληθυσμό. Οι έμποροι βέβαια με την σειρά τους δάνειζαν σε τοκογλύφους ή απευθείας στον αγροτικό πληθυσμό με τοκογλυφικούς όρους δημιουργώντας έναν αλυσιδωτό δανεισμό. Αυτό το σύστημα διευκόλυνε την ωρίμανση κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων[7] πολύ νωρίτερα από άλλες γειτονικές περιοχές. Σε τέτοιου είδους συμβόλαια ο τόκος κυμαινόταν γύρω στο 8 με 12%, σίγουρα όμως δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Εκτός αυτού οι έμποροι έθεταν δυσβάσταχτες ρήτρες στην περίπτωση μη αποπληρωμής, ρήτρες που σήμερα θα θεωρούντο καταχρηστικές. Αλλά ακόμα και έτσι ο φτωχός πληθυσμός είχε να αντιμετωπίσει την αμάθεια και την άγνοια περί των νομικών και γραφειοκρατικών υποθέσεων. Και είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ποσοστά[8] όσων δεν κατείχαν τον γραπτό λόγο στην ελληνική κοινωνία ήταν της τάξης του 82,2% το 1870 και 66,2% το 1907. Ώστε σε περίπτωση νομικής αντιπαράθεσης οι αγρότες ήταν εξ’αρχής χαμένοι καθώς ούτε το απαραίτητο μορφωτικό επίπεδο διέθεταν αλλά ούτε και τα χρήματα για να προσλάβουν ικανούς δικηγόρους. Η προτραπεζική αυτή φάση στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία ευννοούσε σημαντικούς ελληνικούς και ξένους σταφιδικούς οίκους καθώς εκμεταλλευόμενοι τον έλεγχο την αγροτικής πίστης της περιοχής συγκέντρωναν[9] το σταφιδεμπόριο της πόλης. Σε αυτούς τους οίκους συγκαταλέγονταν οι Φραγκόπουλος και Κόλλας. Και οι δύο καταγράφονται από τους οδηγούς της πόλης να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα. Στα τέλη δε του 19ου αιώνα το κράτος μπροστά στην σταφιδική κρίση τους χορήγησε[10] τα πλεονεκτήματα των τραπεζών που έχουν σχέση με την εκποίηση του ενεχύρου, των προϊόντων της γης, των ασωμάτων πραγμάτων κ.λπ. Από την κρίση του 1893 κανένας από τους δύο οίκους δεν επλήγη γι’αυτό και τα χαρτιά τους θεωρούντο πρωτίστης τάξεως.

Την επομένη της δολοφονίας πραγματοποιήθηκε η κηδεία του Διονύσιου Φραγκόπουλου, η οποία περιγράφεται[11] από τον τύπο της εποχής ως εκ των μεγαλοπρεπέστατων θεαμάτων. Την πολυτελή οικία του στην οδό Αγίου Ανδρέου επισκέφθηκε πλήθος κόσμου ενώ παρεβρέθηκε και λόχος στρατιωτών για να αποδώσουν τις απαραίτητες τιμές προς τον τιμηθέντα με τον Σταυρό του Σωτήρος. Εντύπωση επίσης προκάλεσε η μαζική και οργανωμένη προσέλευση πενήντα εμπόρων – μελών του Εμπορικού Συλλόγου “Ερμής” υπό την αρχηγία του προέδρου, Άμβουργερ. Την πομπή συνόδευσε πλήθος κόσμου προς την Μητρόπολη, το δε φέρετρο κρατούσαν οι Μανιάτης, Φραγκίστας, νομάρχης, Αναγνωστόπουλος, Άμβουργερ, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου “Ερμής”, Τσερτίδης, πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, και Ανδρέας Σωτηρόπουλος, πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου. Μετά την ακολουθία ο Χρήστος Κορύλλος, γιατρός και πολιτικός, εκφώνησε την καθιερωμένη νεκρολογία παρουσιάζοντάς τον ως επιεικέστατο ως προς τις οικονομικές του συναλλαγές και γενικά ως χρηστό πολίτη που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό της πόλης. Έναν χρόνο αργότερα, κατά την επέτειο της δολοφονίας του Φραγκόπουλου, η εφημερίδα “Πελοπόννησος”, που απηχούσε σε μεγαλύτερο βαθμό τις απόψεις του λαού, δημοσίευσε άρθρο[12] με αφορμή άρθρο–αγιογραφία της εφημερίδας Νεολόγος για την προσωπικότητα του Φραγκόπουλου. Στο ανυπόγραφο άρθρο της Πελοποννήσου, το οποίο ξαφνιάζει για την σφοδρότητα της κριτικής του, ο Φραγκόπουλος παρουσιάζεται ως εμπορική και κερδοσκοπική μεγαλοφυϊα που χρησιμοποιούσε τα πλεονεκτήματά του αποκλειστικά γι’αυτόν. Υπήρξε, κατά τον συντάκτη του άρθρου, μια διαρκής αντίδραση για οτιδήποτε προοδευτικό, επωφελείτο από τη διαρκή δυστυχία του τόπου ενώ ενέτασσε το φιλανθρωπικό του έργο στα στενά συμφέροντά του. Η κριτική αυτή, αν και σφροδρή, φαίνεται να είναι η μοναδική που παρουσιάζει την πραγματική εικόνα των δραστηριοτήτων του Φραγκόπουλου και σίγουρα αποτελεί έκπληξη η δημοσίευσή της εκείνη την εποχή. Κατά τον Στάθη Κουτρουβίδη αρθρογράφος της πρέπει να ήταν ο Μιχαήλ Σακελλαρίου, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο από τις στήλες του Νεολόγου είχε δημοσιέυσει ένα από τα λίγα κείμενα της εποχής που αναζητούσαν πραγματικά τα αίτια της πράξης του Μάτσαλη.

 Ανάκριση & Αυτοκτονία


Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Μάτσαλης δήλωσε αναρχικός και τόνισε κατηγορηματικά πως δεν έχει διασυνδέσεις με κανένα, ισχυρισμό που η αστυνομία δεν δέχθηκε. Δύο ημέρες αργότερα, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Νεολόγος” ανέφερε ότι “προς τα πρόσωπα εκείνα δεν είχε καμία αφορμήν” και ότι “λυπόταν διότι αυτοί έτυχε να είναι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου”. Στις 6 Νοεμβρίου μεταφέρθηκε στις φυλακές του Κάστρου και την επομένη, για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί οδηγήθηκε στην απομόνωση. Μετά από λίγα λεπτά παραμονής του στο κελί ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος. Από τις μαρτυρίες και τις έρευνες που ακολούθησαν ο Μάτσαλης φέρεται να άναψε ένα φυτίλι πυρίτιδας και να αυτοκτόνησε. Το πτώμα του βρέθηκε αποκεφαλισμένο, δεν έγινε όμως γνωστό που βρήκε την πυρίτιδα.

Από τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία φαίνεται να ήταν όντως μέλος αναρχοσοσιαλιστικής ομάδας, με αδιευκρίνιστο ιδεολογικό χαρακτήρα, που είχε συσπειρωθεί[13] γύρω από την εφημερίδα “επί τα Πρόσω”. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο ιστορικός Βασίλης Λάζαρης, αν και δεν  ο διευκρινίζει ποια ήταν. Κατά τον τελευταίο το ενδεχόμενο ο Μάτσαλης να ήταν μέλος σε κάποια τεροριστική ομάδα πιθανολογείται, με αρκετή όμως βεβαιότητα, από το ίδιο περιστατικό του θανάτου του, δηλαδή από τον τρόπο που βρήκε την πυρίτιδα, καθώς και από μια έκθεση του Αναρχικού Εργατικού Συνδέσμου στο Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο του Παρισιού (1900) όπου ο Μάτσαλης αναφέρεται ως σύντροφος. Η σύνδεση πάντως αυτή, του Μάτσαλη με τον σοσιαλιστικό και αναρχικό χώρο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει πογκρομ κατά των οπαδών αυτού του χώρου σε μια εποχή που αυτές οι ιδέες έβρισκαν ευήκοα ώτα. Ήδη από τα 1893 λειτουργούσε στην Πάτρα η “Σοσιαλιστική Αδελφότης” με πρόεδρο τον δικηγόρο Βασίλη Δουδούμη. Η ομάδα αυτή υποστήριζε την σοσιαλιστική μεταρρύθμιση και αποτελούσε ένα κράμα διαφόρων υπο-ομάδων με συγκεχυμένο ιδεολογικό χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της κατόρθωσε να ξεπεράσει τα 500 μέλη και να οργανώσει το εργατικό κίνημα συστήνωντας συνδικαλιστικές οργανώσεις (σωματεία σταφιδοκιβωτοποιών κ.α.) που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο[14] σε μελλοντικές απεργίες. Το 1895 διαλύθηκε και διασπάστηκε σε μικρότερες ομάδες εκ των οποίων η μια ήταν η χριστιανοσοσιαλιστική ομάδα του Αρνέλλου. Συμπερασματικά η ύπαρξη πολιτικών φορέων τέτοιου χαρακτήρα αποδεικνύει τις ζυμώσεις που πραγματοποιούντο εκείνη την εποχή με φόντο την οικονομική κρίση που μάστιζε τον πατραϊκό λαό.

Αυτές οι ομάδες βρέθηκαν αμέσως στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών, οι οποίες και προχώρησαν σε αθρόες συλλήψεις μελών σοσιαλιστικών οργανώσεων αλλά και παντελώς ασχέτων ανθρώπων με το συγκεκριμένο περιστατικό. Υπολογίζεται ότι συνολικά συνελήφθησαν[15] τριάντα άτομα. Αναμεσά τους ήταν ο διευθυντής της αναρχικής εφημερίδας “Επί τα πρόσω”, Μαγκανάρας, ο δικηγόρος και πρόεδρος των σοσιαλιστών, Β. Δουδούμης, ο Αρνέλλος, ο πυργιώτης Π. Κοτζιάς κ.α. Παράλληλα διακόπηκε η λειτουργία της εφημερίδας “Επί τα Πρόσω” και κατασχέθηκε το αρχείο της. Συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν σε όλη την Δυτική Πελοπόννησο, την Αθήνα και τον Πειραιά. Στον περιοδικό τύπο υπήρξαν δημοσιεύματα σχετικά με διασύνδεση του Μάτσαλη και των λοιπών αναρχικών οργανώσεων με Ιταλούς διαννοούμενους που είχαν καταφύγει στην Πάτρα το 1849, πληροφορίες που δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται[16] με την πραγματικότητα.

Ενάντια στην πρακτική της αστυνομίας στάθηκε ο εισαγγελέας Στυλιανός Οικονόμου, πρώην συντάκτης της εφημερίδας “Ακρόπολις” και μεταφραστής του βιβλίου “Γυνή και Κοινωνισμός” του Μπέμπελ. Ο Οικονόμου, ο οποίος έβλεπε μάλλον με συμπάθεια τους σοσιαλιστές, κατόρθωσε[17][18] να περιορίσει τις συλλήψεις των σοσιαλιστών. Δεν διέφυγε πάντως της κριτικής των εφημερίδων για τους χειρισμούς του καθώς εφημερίδα των Αθηνών απαίτησε[19] την σύλληψη του επειδή είχε μεταφράσει το παραπάνω σοσιαλιστικό έργο.

Αντιδράσεις εφημερίδων και τρομοκρατία

 

Μετά την δολοφονία Φραγκόπουλου επικράτησε από τις εφημερίδες της εποχής ένα γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας σχετικά με τις ιδέες του αναρχισμού και του σοσιαλισμού. Οι διευθύνσεις των εφημερίδων είχαν δώσει εντολή[20] στους ανταποκριτές τους να στέλνουν κάθε λεπτομέρεια σχετικά με το συμβάν. Ήδη από τις πρώτες ημέρες οι στήλες των εφημερίδων άρχισαν να γεμίζουν με πληροφορίες για τις δράσεις αναρχικών. Στον αθηναϊκό και πατραϊκό τύπο διαφαίνεται ένα έντονο αρνητικό κλίμα όχι μόνο προς τον Μάτσαλη, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά και προς όλες τις προοδευτικές ή ανατρεπτικές ιδέες, που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με πομπώδεις φράσεις και αφορισμούς. Λίγοι είναι αυτοί που θα αναζητήσουν ειλικρινώς τα πραγματικά αίτια των πράξεων του Μάτσαλη χωρίς να σταθούν σε ιστορίες και πληροφορίες αμφιβόλου αξιοπιστίας και προελεύσεως. Ιστορίες βέβαια με τις οποίες διανθίζονταν καθημερινά τα ημερήσια φύλλα του τύπου ιντριγκάροντας την κοινή γνώμη και εκτοξεύοντας τις ημερήσιες κυκλοφορίες. Για τον Μάτσαλη άλλωστε επιστρατεύεται ο Λομπρόζο και κάθε είδους εγκληματολογική θεωρία που να περιγράφει το προφιλ του κακοποιού στοιχείου.

Και αν στις περιπτώσεις των κομμουνιστών που συνελλήφθησαν στην Πάτρα το 1877, ο Κωνσταντίνος Φιλόπουλος, εκδότης της εφημερίδας “Φορολογούμενος”, αναρωτιόταν[21] πως το πνεύμα των νέων διεστράφη σε τέτοιον βαθμόν αν και οι νέοι αυτοί ανήκουσιν εις οικογένειας χρηστάς διακριθείσας πάντοτε επί φρονήμασε συντηρητικοίς, στην περίπτωση του Μάτσαλη είτε δεν τέθηκε το ερώτημα λόγω της ταπεινής του καταγωγής είτε εφευρεύθηκαν μυθεύματα που να εξηγούν την επαφή του με τον αναρχισμό λόγω της πρότερης εγκληματικής του φύσης. Για παράδειγμα η εφημερίδα ΑΣΤΥ πληροφορεί το αναγνωστικό της κοινό πως ο Μάτσαλης είχε καταδικαστεί σε πενταετή ειρκτή για έγκλημα ακατανόμαστο, ήταν δε στη φυλακή όταν ανέπτυξε ανατρεπτικές ιδέές. Από την επομένη της δολοφονίας πολλές ιστορίες θα κυκλοφορήσουν για την προσωπικότητα και τις τελευταίες κινήσεις του Μάτσαλη πριν την δολοφονία. Ανέγίνωσκε περιγραφάς της δολοφονίας του Καρνώ, καταφέρετο απροκάλυπτα εναντίον των πλουσίων και άλλα πολλά του αποδόθηκαν από τον τύπο της εποχής.

Κριτική Πελοποννήσου σε Φραγκόπουλο


Στο ίδιο φύλλο δεν ήταν σπάνιο να δημοσιεύονταν αντιφατικές πληροφορίες μεταξύ τους που πολλές φορές αναιρούσαν μέρος της κεντρικής ιδέας του άρθρου. Για παράδειγμα διαβάζουμε στο ίδιο άρθρο ότι ο Μάτσαλης ήταν κακούργος, ήθελε να φονεύσει άλλους τέσσερεις, είχε διαπράξει έγκλημα ακατονόμαστο (και άλλα τέτοια) αλλά εξαιρουμένου του κατά των πλουσίων πάθους του, ήταν κατά τα λοιπά φιλησυχώτατος χωρίς να έχει δυσαρεστήσει ποτέ κανέναν. Η τελευταία πληροφορία βέβαια στερείται της σημασίας της καταλαμβάνοντας δυσανάλογα μικρή έκταση σε σχέση με τις υπόλοιπες αρνητικές πληροφορίες.

Το μεγαλύτερο βέβαια θύμα της όλης ιστορίας, αν δεν είναι ο Μάτσαλης, είναι ο ίδιος ο σοσιαλισμός και οι λοιπές περιθωριακές ιδέες της εποχής. Και παρά τις διαβεβαιώσεις που δίνουν κατά καιρό οι δημοσιογράφοι της εποχής (είναι άδικο να καταγγέλουμε τον σοσιαλισμό, διοτι δολοφονοι προσπαθούν να διπλωθούν εις την λευκήν σημαίαν του), ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν τις συλλήψεις από τις αστυνομικές αρχές των διαννοουμένων και των οπαδών του σοσιαλισμού αποτελεί τρανταχτή διάψευση της αγνότητας των προθέσεών τους. Το σκηνικό τρομοκρατίας κατασκευάζεται σε δύο στάδια που διεξάγονται παράλληλα: το πρώτο στάδιο είναι η αποδόμηση του σοσιαλισμού και των λοιπών ιδεών και το δεύτερο η δημοσίευση ειδήσεων σχετικά με κακοποιά στοιχεία που σχετίζονται με τις ανατρεπτικές ιδέες. Στην τακτική της συκοφάντησης αυτών των ιδεών που κατά κανόνα φαίνεται να ακολούθησαν οι εφημερίδες της εποχής υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν περισσότερο με τον δημοσιογράφο ή τον συνεντευξιαζόμενο και λιγότερο με την πολιτική της εφημερίδας.

Για την αποδόμηση των ιδεών αυτών καλούνται και προσωπικότητες της εποχής όπως ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Στρέιτ, πατρινός στην καταγωγή. Ο τελευταίος, αφού εκφράζει αρνητικές απόψεις για τον σοσιαλισμό, αποφαίνεται πως δεν δύναται να υπάρξει καμία σύγκριση του Έλληνα εργάτη, “του τρώγοντος τας περισσοτέρας ημέρας της εβδομάδας κρέας και μη πιεζόμενου, με του Άγγλου ή του Γερμανού, του ριγούντος υπό το δριμύ κλίμα της πατρίδος του” καθώς οι εργάτες είναι στην Ελλάδα “κατά το μάλλον ή ήττον πάντε οικονομούντες”. Στην δε τελευταία ερώτηση του δημοσιογράφου για τον αν θεωρεί πως πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί η εργατική τάξη, ο δημοσιογράφος εισπράττει την εξής γλαφυρή απάντηση: “Αυτό δεν θα ήτο άσχημον, αλλά δεν είνε και απαραίτητον. Οι εργάται μας εν συγκρίσει προς τους συναδέλφους των της δυτικής Ευρώπης είνε ευτυχείς”.

Ο δημοσιογράφος του Νεολόγου, Μιχαήλ Σακελλαρίου, επιχείρησε να προχωρήσει σε μια πιο βαθειά ανάλυση αναζητώντας τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν τον Μάτσαλη σε αυτή την πράξη. Σημειώνω μεταξύ άλλων: 
 “η εμφάνισις του Μάτσαλη δεν ημπορεί να αποδοθή σοβαρώς εις θεωρητικήν τινα ώθησιν και εξέγερσιν. Πρέπει εις τα βάθη της κοινωνίας να ενυπάρχη κάτι τι φυσικόν, πραγματικόν, αληθές, πρέπει να υφίσταται ισχυρά τις ανισορροπία, δια να προσδώση εις τας θεωρητικάς διδασκαλίας το κύρος και την αυθεντίαν. Παράβολους δράστας δεν δημιουργούν αι ψιλαί θεωρίαι εξημμένων τινων κεφαλών, ως πιστεύουσι τίνες, είναι το εξαγόμενον σφοδρών ψυχικών παθήσεων και οικονομικών δυστυχημάτων”
Σε μια ανάλυση[22] που βρίθει όρων και λέξεων προερχόμενων από την εκκλησιαστική παράδοση και την ελληνική μυθολογία ο Σακελλαρίου εκφράζει μέσα από το περιστατικό την βαθύτερη ανησυχία του για την οικονομική και δημοσιονομική πορεία της χώρας, η συνέχιση της οποίας δύνατο να οδηγήσει σε παρόμοια περιστατικά, ενώ παράλληλα αποζητά την εμφάνιση μιας νέας ηγετικής μορφής παρομοιάζοντάς την με τον Ηρακλή που θα βγάλει την χώρα από το τέλμα οδηγώντας της στην ακμή.

Η αθηναϊκή εφημερίδα ΑΣΤΥ την επομένη της δολοφονίας κυκλοφορεί με τον τίτλο “Όχι σοσιαλιστικής αλλά κοινός κακούργος”.  Αρνούμενη να τον θεωρήσει φορέα κοινωνιστικών ιδεών, τον χαρακτηρίζει παράφρωνα που απλά παρερμήνευσε τις κοινωνιστικές θεωρίες. Κατά τον ίδιο δημοσιογράφο αυτές δεν δύνανται να εφαρμοστούν στην Ελλάδα καθώς απουσιάζουν οι βασικοί όροι της αναπτύξεως αυτών. “Παρ’ημιν αι εργατικαί τάξεις δεν πένονται, ουδ’εδοκίμασαν ποτε τα δεινά της πείνης και της ελλείψεως στέγης, ως συμβαίνει αλλαχού κατ’αριθμόν ετησίως αυξάνοντα και διασείοντα τας βάσεις της κοινωνίας και της πολιτείας”. Φτάνει δε στο σημείο να αποφανθεί πως  
“ο εργατικός πληθυσμός εν Ελλάδι διάγει βίον σχετικώς άνετον και μη επαπειλούμενον υπό κρίσεως οιασδήποτε”.

Στην περίπτωση της συνέντευξης του Γουναράκη, καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, τα πράγματα είναι διαφορετικά και μάλλον πιο ρεαλιστικά. Αφού καταδικάζει το έγκλημα, εφιστά την προσοχή του στην οικονομική κρίση που πλήττει την Πάτρα και συγκεκριμένα τους εμπόρους, τους εργάτες και τους αγρότες. “Ο πλούτος των σταφιδοπαραγωγών, των γεωργών δια των κρίσεων μειούται, εκλείπει και συνεκλείπει και ο πλούτος του εμπορίου και της βιομηχανίας δια των εμπορικών και βιομηχανικών κρίσεων, αλλ’ακριβώς τότε, όταν ο πλούτος των πλουσίων τών μειούται και ελείπη, όταν συνεπεία της μειώσεως ταύτης του κεφαλαίου μειούται και το ημερομίσθιον και εκζητήται υπό των εργατών η εργασία, τότε ο πλούτος των τραπεζιτών, όχι μόνον δεν μειούται, δεν συνυποφέρει μετά της γενικής καχεξίας, αλλ’απ’εναντίας αναλμβάνει ευεκτώς, αυξάνεται αλματικώς, απιστεύτως πολλαπλασιάζεται”. Και καταλήγει: 
“διότι εν τοιαύτη περιστάσει λαμβάνει το χρήμα μεγίστην αξίαν, διότι αποβάλλουσιν από της αξίας των τα αγροτικά, τα αστικά κτήματα και η λοιπή κινητή και ακίνητος ιδιοκτησία. Ο ατυχής Φραγκόπουλος ήτο τραπεζίτης και ηγόραζεν αστικάς ιδιοκτησίας εν Πάτραις κατά τους ατυχείς αυτούς χρόνους”.

Επίλογος


Στα τέλη του 19ου αιώνα η πατραϊκή κοινωνία υπέστη απότομες κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Η ταχεία ανάπτυξη της καλλιέργειας της σταφίδας έβγαλε τις γυναίκες από το σπίτι και τις ενέταξε στον εργατικό ιστό ενισχύοντας το οικογενειακό εισόδημα. Ο πλούτος των εμπόρων και των τραπεζιτών της εποχής, αλλά και οι συνήθειες των ξένων, δημιούργησαν μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να ανταποκρινόταν στην καθημερινή ζωή των εργατών και των αγροτών. Οι τελευταίοι παρασυρμένοι από τον πυρετό της σταφίδας προχώρησαν σε ασύμφορους δανεισμούς. Όταν η τιμή της σταφίδας κατέρρευσε και η κρίση ξέσπασε οι συνέπειες στην πατραϊκή οικονομία ήταν τραγικές. Η belle epoque υπήρξε πραγματικότητα για έναν περιορισμένο κύκλο ανθρώπων, όχι όμως και για τους κατοίκους των φτωχών συνοικιών της πόλης.
Μια πόλη – λιμάνι σαν την Πάτρα δεν θα ήταν δυνατό να μην έχει την ανάλογη πολιτική κίνηση. Η εποχή ευννόησε, λόγω της κρίσης, την εμφάνιση νέων τάσεων που ρύθμιζαν τελείως διαφορετικά τις κοινωνικές σχέσεις. Ο Μάτσαλης ήταν άνθρωπος της εποχής του και η πράξη του γεννήθηκε μέσα από τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Η ανικανότητα του κράτους να συντονίσει την καλλιέργεια της σταφίδας και να αποτρέψει το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού της περιοχής να στραφεί σε αυτή αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που ώθησαν μερίδα των πολιτών να ασπαστούν τέτοιες θεωρίες. Την κρίσιμη στιγμή “οι αμπελουργοί αποδείχτηκαν ένα σύνολο ασταθές, άναρχο και βίαο στις εκδηλώσεις της δυσφορίας του και στις αντιδράσεις του, έτοιμο να διαλυθεί με την ίδια ευκολία που δημιουργήθηκε”[23].  Η τοπική ηγετική τάξη, αν και ήταν από τις πρώτες που αντιλήφθηκε το νόημα ύπαρξης ενός εμπορικού συλλόγου (Εμπορικός σύλλογος Ερμής), λίγα έπραξε για να ταρακουνήσει το κράτος. Η ισχύς που είχε συγκεντρωθεί από μερικούς εξαγωγικούς οίκους αλλά και η ταύτιση των διευθυντών αυτών με την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση του αγροτικού πληθυσμού ίσως αποτέλεσε έναν από τους πολλούς λόγους αυτής της απραξίας. Σίγουρα πάντως υπήρξε ένας από τους βασικούς λόγους που ο Μάτσαλης επέλεξε να δολοφονήσει τον Φραγκόπουλο. Στο ιστορικό μυθιστόρημα “Πριμαρόλια” της Αθηνάς Κακούρη περιγράφεται η δολοφονία του Φραγκόπουλου με κάποιες βέβαια μυθιστορηματικές διαφοροποιήσεις (π.χ. στη θέση του Φραγκόπουλου είναι ο Παντελής Σκούρκος). Στην κορύφωση του δράματος, εκεί δηλαδή που δολοφονείται ο Σκούρκος από έναν μπαλωματή, η Κακούρη περιγράφει[24] την σκηνή που ο Σκούρκος αντιλαμβάνεται από μακριά την παρουσία του μπαλωματή και αναλύει κάποιες σκέψεις περί ελευθερίας (του εμπορίου) από τη δικιά του οπτική:
    “Είδε από μακριά τον Πέτρο τον μπαλωματή να κάθεται στο μαρμάρινο χείλος της μεγάλης γούρνας. Τον κοίταξε χωρίς να του δώσει σημασία – ελεύθερος ήταν ο καθένας να τεμπελιάζει όσο ήθελε και ελεύθερος ήταν να κλαίει κατόπιν την φτώχεια του, φθάνει να μην εμπόδιζε και την ελευθερία του κυρίου Παντελή να εμπορεύεται και να ενεργεί κατά το δοκούν. Η ελευθερία ήταν για τον Σκούρκο ιερό δικαίωμα, που δεν επιδεχόταν κανέναν περιορισμό, όσο την εξασκούσε ο ίδιος. Αδέσμευτη λάτρευε την δική του ελευθερία ο κύριος Παντελής. Αδέσμευτη λάτρευε και ο Παντελής ο μπαλωματής τη δική του δικαιοσύνη.”


    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
   
[1] Μούλιας Χρήστος, Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, εκδόσεις περί τεχνών, Πάτρα 2000, σελ. 245
[2] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, σελ. 254 - 255
[3] Καλαφάτης Θ., Πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στην Δυτική Πελοπόνησσο, εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, τόμος γ΄, σελ.189 - 190
[4] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, σελ. 259
[5] Σωτηρόπουλος Λεωνίδας, Η Πάτρα τον 19ο και 20ο αιώνα, στο συλλογικό έργο Η πολιτιστική φυσιογνωμία της Πάτρας, εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1997, σελ.184
[6] Μπακουνάκης Νίκος, Πρωτεύουσα της Σταφίδας, ένθετο “Επτά Ημέρες” εφημερίδας “Η Καθημερινή”, Αθήνα 1999, σελ. 13
[7] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, σελ. 442
[8] Βαξεβάνογλου Αλίκη, Οι έλληνες κεφαλαιούχοι (1900 – 1940), εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1994, σελ. 131
[9] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, σελ. 452
[10] Μπακουνάκης Νίκος, Πάτρα 1828 - 1860, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 132
[11] Καΐκα – Μαντανίκα Γιώτα, Το πτερόν εις τον πίλον, εκδόσεις Πικραμένος, Πάτρα 2009, σελ. 251
[12] εφημερίδα Πελοπόννησος, 4 Νοεμβρίου 1897, φύλλο 1997, σελ.1
[13] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 – 1900, σελ. 160
[14] Το Λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828 - 1900, σελ. 160
[15] Μαρασλής Αλέκος, ιστορία της Πάτρας, Πάτρα 1983, σελ. 201
[16] Μούλιας Χρήστος, Ιστορικά Σημειώματα 1, εκδόσεις περί τεχνών, Πάτρα 2008, σελ.62
[17] Μαρασλής Αλέκος, σελ. 201
[18] Λάζαρης Βασίλης, Πολιτική ιστορία της Πάτρας, αχαϊκές εκδόσεις, τόμος Β΄, σελ.313. Στο βιβλίο του Λάζαρη μπορεί να διαβάσεις κανείς αρκετά αναλυτικά τα γεγονότα της δολοφονίας του Φραγκόπουλου από τον Μάτσαλη στις σελίδες 309 με 318.
[19] Μαρασλής Αλέκος, σελ. 201
[20] Λάζαρης Βασίλης, σελ.314
[21] εφημερίδα Φορολογούμενος, 20 Μαΐου 1872, φύλλο 142, άρθρο του Κωνσταντίνου Φιλόπουλου
[22] εφημερίδα Νεολόγος Πατρών, 5 Νοεμβρίου 1898, φύλλο 808, σελ. 1
[23]  Μπακουνάκης Νίκος, Η Πάτρα τον 19ο αιώνα, από το συλλογικό έργο Πάτρα, από την αρχαιότητα έως σήμερα, εκδόσεις Κότινος, Πάτρα 2005, σελ. 281
[24] Κακούρη Αθηνά, Πριμαρόλια, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 680

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε ακόμα