Την
ώρα που στην πλατεία Συντάγματος ένα εντυπωσιακό πλήθος ρίχνει τη σκιά του στο
απέναντι κτήριο της Βουλής ζητώντας τρόπους να αρθρώσει την αγωνία και την οργή
του, στις γειτονιές της πόλης κλιμακώνεται ένα αποτρόπαιο έγκλημα εναντίον
μεταναστών και ξένων. Φασιστικές συμμορίες επιτίθενται με βιαιότητα που μπροστά
της ωχριά κάθε προηγούμενο, καταδιώκουν και τρομοκρατούν ανθρώπους στον δρόμο,
πυρπολούν αυτοσχέδια τζαμιά, αδειάζουν νυχτερινούς συρμούς του ηλεκτρικού από τους ξένους και τους
ξυλοκοπούν στις αποβάθρες, σκοτώνουν: ο μαχαιρωμένος μπαγκλαντεσιανός στον κάδο
των σκουπιδιών (δεν θα μάθουμε ποτέ τ’ όνομά του – ποιος σκοτίζεται καν για την
αθωότητά του;) είναι μόνο η κορυφή της φρικωδίας που ξαναπαίζει στους δρόμους
τής Αθήνας του 2011 σκηνές τής Βαϊμάρης του 1931.
Θα ήταν αφέλεια να περιμένουμε από
τις δυνάμεις καταστολής να εμποδίσουν την ανερχόμενη νεοναζιστική βία – είναι
γνωστές, και παροιμιώδεις, οι σχέσεις τους με τα ακροδεξιά φυτώρια του
εγκλήματος, που ήταν πάντοτε στην Ελλάδα συγκοινωνούντα δοχεία… Το πράγμα
βεβαίως ξεκινάει από ψηλότερα, την «αδυναμία» και την «παθητικότητα» της
κυβέρνησης, όπως λένε – που αποδεικνύεται πολύ πιο ενεργητική απ’ όσο εκ πρώτης
όψεως φαίνεται… Εκείνο όμως που γίνεται κρίσιμος καταλύτης γι’ αυτή την
παροξυσμική κλιμάκωση της ακροδεξιάς δολοφονικότητας είναι το ότι τα
ανακλαστικά του πλήθους, του λεγόμενου «μέσου πολίτη», έχουν γίνει καλός αγωγός
γι’ αυτήν· το ότι το μίσος και τυφλότητα έχουν γίνει δεύτερη φύση του περιπτερά,
του ταξιτζή, του μαγαζάτορα, του απολυμένου, αυτών των αιωνίως αθώων και
ξεγελασμένων που πάντα η ιστορία παίζεται πίσω από την πλάτη τους, επειδή
ακριβώς δεν θέλουν ποτέ να την ξέρουν.
Η αφορμή για τούτο το νέο,
αποφασιστικό βήμα προς την άβυσσο στάθηκε η δολοφονία ––στυγερή, αναμφίβολα––
ενός νέου άνδρα νωρίς το πρωί σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, τη στιγμή που
ετοιμαζόταν να πάει την ετοιμόγεννη γυναίκα του στην κλινική, από τρεις
αγνώστους αλλοδαπούς για να του κλέψουν μια βιντεοκάμερα. Οι πραγματολογικές
λεπτομέρειες φορτίζουν με ασυνήθιστο συναισθηματικό φορτίο το γεγονός, που
συσκοτίζει ακόμα περισσότερο την κρίση. Σε αντίθεση με τον ανώνυμο
μπαγκλαντεσιανό, αυτός έχει όνομα, το ακούσαμε από την πρώτη στιγμή: και μέσα
στον νωθρό κι εμβρυώδη εγκέφαλο του πλήθους σχηματίζεται η θανατηφόρα εξίσωση
που ζητάει αίμα, όσο το δυνατόν περισσότερο αίμα, εγχρώμων.
Οι άνθρωποι φοβούνται, μόνο που δεν
ξέρουν τί ακριβώς… Όποιος απλώς φοβάται σπανίως είναι σε θέση να υποδείξει ποιο
είναι το αντικείμενο του φόβου του, ούτε καν αν υπάρχει τέτοιο αντικείμενο·
όποτε ο φόβος υπαγορεύει πολιτική, ένας φύρερ καραδοκεί στο τέλος του δρόμου.
Οι δείκτες της εγκληματικότητας (όπως και των αυτοκτονιών άλλωστε) ανεβαίνουν
δραματικά τα χρόνια που ζούμε, είναι αλήθεια, στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη
Ευρώπη. Ποιος είναι όμως υπεύθυνος γι’ αυτό; Οι μετανάστες μήπως; Ειδεχθή
εγκλήματα γίνονται πάντα από καιρού εις καιρόν, το να προβληθούν όμως οι
ευθύνες του ατομικού εγκλήματος σε μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων συνιστά άγρια
παράνοια, της οποία τα τελευταίας μαζικά δείγματα είδαμε ακριβώς στην
αντισημιτική λύσσα της Ευρώπης που οδήγησε στα στρατόπεδα θανάτου. Ακόμη κι αν
η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί ανησυχητικά, όλες οι διαθέσιμες στατιστικές που
κατά καιρούς έρχονται στο φως δεν μαρτυρούν υψηλότερη συμμετοχή αλλοδαπών από
το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό. Άρα; Άρα ο τρομοκρατημένος πληθυσμός
διαλέγει να προβάλει σ’ αυτούς τούς πιο ανορθολογικούς φόβους του, μόνο και
μόνο επειδή είναι διαφορετικοί, λιγότερο ικανοί ν’ αντιδράσουν, πιο εύκολα
θύματα. Το ανορθολογικό μίσος για τη
διαφορετικότητα (φυλετική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική) είναι το
καθαρό περίσσευμα σε αυτή τη θανατηφόρα εξίσωση, το τυφλό ανακλαστικό τού
«εάν υποφέρω κάποιος πρέπει να πληρώσει, και θα πληρώσει αυτός που είναι του
χεριού μου!».
Αλλά είναι βέβαια και φτωχός. Αν οι
πλέον φτωχοί και οι πλέον εξαθλιωμένοι ανάμεσα στους μετανάστες είναι το
συχνότερο φαντασιωσικό αντικείμενο των φόβων, και συχνότερος αποδέκτης των
παρανοϊκών αντιποίνων, είναι όχι τόσο βάσει της εύλογης εκτίμησης πως η φτώχια
κι η εξαθλίωση αυξάνει τις πιθανότητες παραβατικής συμπεριφοράς ––αυτό θα ήταν
μία βαθμίδα ορθολογικότερο–– όσο επειδή ενσαρκώνουν στα μάτια των ανθρώπων
εκείνο που πράγματι τρέμουν πιο πολύ: το ενδεχόμενο να γίνουν οι ίδιοι σαν
εκείνους, μια δυνητική εικόνα του εαυτού τους που πασχίζουν να εξορκίσουν. Ένας
πρωτόγονος τρόπος να εξορκίσεις την απειλή της κοινωνικής εξαθλίωσης, είναι να
εξοντώνεις τους εξαθλιωμένους που στην θυμίζουν.
Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω εδώ ότι
δεν είναι όλοι οι μετανάστες εξαθλιωμένοι, ότι υπάρχει τεράστιος αριθμός απ’
αυτούς που είναι κανονικότατα ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία ––η οποία ποτέ
ωστόσο δεν τους παραχώρησε αυτό που οιαδήποτε τυπικά δημοκρατική κοινωνία θα
όφειλε–– και ότι απειλούνται εξίσου, αν όχι περισσότερο, από το φάσμα της
μαζικής εξαθλίωσης και από την αυξανόμενη εγκληματικότητα κάθε είδους… Διότι
από το πόσο θα καταλάβουμε ποια είναι η πραγματική απειλή, εξαρτάται η απάντηση
στο ερώτημα «ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό». Ποιος λοιπόν καταδικάζει ένα όλο
και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού που τυχαίνει να ζει στην ελληνική
επικράτεια στη βιοτική ανασφάλεια και στη φτώχεια, στην κατακόρυφα αυξανόμενη
ανεργία, στην περιθωριοποίηση και τον διερυνόμενο αποκλεισμό; Ποιος λεηλατεί
την κοινωνία από τ’ αναγκαία για μιαν αξιοπρεπή διαβίωση προκειμένου να
υποβοηθήσει την ανελέητη συσσώρευση του πλούτου, οδηγώντας την με μαθηματική
ακρίβεια σε εμφύλιο πόλεμο; Η απάντηση είναι ήδη προφανής: το ελληνικό κράτος. Το ελληνικό κράτος είναι ο αυτουργός όλων
των ειδεχθών εγκλημάτων που τραυματίζουν το σώμα της κοινωνίας, καθώς και του
παραλυτικού φόβου που επισπεύδει τα διάλυση του κοινωνικού ιστού – και όχι
μόνον αρνητικά, επειδή δεν έκανε ό,τι θα χρειαζόταν για να τα αποτρέψει, αλλά
προπαντός θετικά, επειδή κάνει όλα όσα χρειάζονται για να βυθίσουν την κοινωνία
στο είδος της απελπισίας και του ανορθολογισμού που είναι κανονικά προϊόντα των
οικονομικών κρίσεων και της βαθιάς βιοτικής ανασφάλειας που αυτές γεννούν.
|
Μπαρούχ Σπινόζα |
Πριν από τρισήμισυ περίπου αιώνες ο
Σπινόζα, με τη θαυμαστή του διαύγεια που επιφυλάσσει ακόμα διδάγματα για μας,
έγραφε:
Πράγματι,
είναι βέβαιον ότι οι στάσεις, οι πόλεμοι η περιφρόνηση ή η παραβίαση των νόμων
πρέπει να καταλογίζονται όχι τόσο στην κακία των υπηκόων όσο στο κακό καθεστώς
του κράτους. Διότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πολίτες, αλλά γίνονται. Εξάλλου,
τα φυσικά πάθη των ανθρώπων είναι παντού τα ίδια· συνεπώς, αν σε ένα πολιτικό
σώμα η ανθρώπινη κακία κυριαρχεί ευκολότερα απ’ ό,τι σε ένα άλλο και εκεί
διαπράττονται περισσότερα εγκλήματα, αυτό σίγουρα οφείλεται στο γεγονός ότι ένα
τέτοιο πολιτικό σώμα δεν προνόησε αρκετά για την ομόνοια, δεν νομοθέτησε με
αρκετή σύνεση και, κατά συνέπεια, δεν απέκτησε το απόλυτο δίκαιο που έχει ένα
πολιτικό σώμα. Γιατί μια πολιτική κοινωνία η οποία δεν έχει εξαλείψει τις
αιτίες των στάσεων, στην οποία ένας πόλεμος είναι πάντα επίφοβος και στην
οποία, τέλος, οι νόμοι συχνά παραβιάζονται, δεν διαφέρει πολύ από τη φυσική
κατάσταση όπου καθένας ζει σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του αλλά με μεγαλύτερο
κίνδυνο της ζωής του (Πολιτική πραγματεία
V,
2).
Η εγκληματικότητα είναι, πράγματι,
πρόβλημα πολιτικό. Δεν είναι ούτε με την τεχνική έννοια του όρου ποινικό ούτε
γενικώς και αορίστως ηθικό, διότι η ανθρώπινη φύση είναι παντού ίδια, κανείς
δεν γεννιέται εγκληματίας ούτε άγιος, και ––εκτός ελαχίστων ατομικών
εξαιρέσεων, που έχουν βεβαίως την περιορισμένη σημασία τους–– όμοιες συνθήκες
τείνουν να ωθούν τους ανθρώπους σε αντίστοιχες συμπεριφορές. Ένα υγιές πολιτικό
σώμα είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να προστατέψει τα μέλη που το απαρτίζουν
εν πρώτοις από συνθήκες στέρησης και υποβιβαστικής ένδειας, εν συνεχεία από
εξωτερικές απειλές και τέλος από στοιχεία διχόνοιας που απειλούν να το
κερματίσουν εις τα εξ ων συνετέθη. Έτσι τουλάχιστον υπαγορεύει η πολιτική σοφία
των απαρχών της νεωτερικότητας, που είναι ακόμα κωδικοποιημένη στα πολιτειακά
μας μορφώματα, και αυτός είναι ο όρος τής
νομιμότητάς τους. Ειδάλλως, τον λόγο έχει το δίκαιο της εξέγερσης…
Οι διαχειριστές τού ελληνικού
κράτους, ένας συμπαγές μπλοκ συμφερόντων που κυριαρχεί στη χώρα από τον καιρό
της Μεταπολίτευσης τουλάχιστον και ανεξαρτήτως κομματικών εναλλαγών στην
εξουσία, δεν έκρυψαν ποτέ τις επιλογές τους: ευπειθή όργανα της Δύσης, του
Ατλαντικού άξονα και της διεθνούς κεφαλαιοκρατικής ελίτ, παραδίδουν εσχάτως
σιδηροδέσμια τον πληθυσμό και το έδαφος τής χώρας στο πιο επιθετικό κομμάτι της
τελευταίας, τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα πολιτικά όργανά τους,
για την έσχατη λεηλασία. Γνωρίζουν καλύτερα από τα θύματά τους ότι είναι οι
κύριοι εχθροί τού λαού τους, και η πολιτική τους επιβίωση εξαρτάται από τη με
κάθε μέσο συσκότιση αυτής της απλής αλήθειας. Χρειάζονται τρόπους συγκάλυψης
του προφανούς, διόδους εκτροπής τής οργής των εξαπατημένων σε ανώδυνους για
τους ίδιους διαύλους· και το προσφορότερο μέσον είναι η παλαιά, δοκιμασμένη
στρατηγική όλων των κυριάρχων, το αποικιακό αξίωμα του διαίρει και βασίλευε. Χρειάζεται οι κοινωνικές ομάδες να στραφούν η
μία εναντίον της άλλης, πρέπει να δουν σαν πραγματικό τους εχθρό τούς
συντρόφους τους στην εξαθλίωση, να αναλώσουν το δίκαιο μίσος τους για τους
κυριάρχους σε πράξεις τυφλής αυτοκαταστροφής, ώστε οι ίδιοι αυτοί κυρίαρχοι να
επανεμφανιστούν ως διαιτητές, νομιμοποιημένοι μόνο και μόνο από την καταστροφή
που προκάλεσαν και στο όνομα της οποίας καλούνται να ενσκήψουν και πάλι
κραταιοί με το φωτοστέφανο του σωτήρα.
Ιδού, λοιπόν, γιατί η βία κατά των
μεταναστών και των ξένων δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να ανακοπεί… Ιδού γιατί,
ακόμη περισσότερο, οι άνθρωποι που για οιουσδήποτε λόγους συνέρρευσαν κάποτε σε
αυτή τη χώρα, που μιλούν τη γλώσσα της κι έχουν γίνει οργανικό κομμάτι της
παραγωγικής της ζωής, δεν πρέπει ποτέ να γίνουν κανονικοί πολίτες με πλήρη
δικαιώματα, πρέπει να κρατιούνται δέσμιοι
σ’ εκείνο το είδος περίβλεπτης διαφορετικότητας που μπορεί ανά πάσα
στιγμή να χρησιμεύει ως κυματοθραύστης του λαϊκού μίσους· κι εκείνοι που
έρχονται σωρηδόν από τις οδούς τής απελπισίας να αιχμαλωτίζονται στον μη-τόπο
των ευρωπαϊκών συνοριοφυλακών, ένα άμορφο, ζυμωμένο με δάκρυα και λάσπη
ανθρώπινο απόθεμα το οποίο, τώρα που οι ειρκτές της αποκτηνωτικής μισθωτής
σκλαβιάς έχουν πιθανότατα κορεστεί, χρησιμεύει κυρίως ως υλικό για
περιστασιακές, τελετουργικές θυσίες.
|
Νύχτα των Κρυστάλλων |
Η
μνήμη της Βαϊμάρης ας γίνει ακόμα μία φορά οδηγός μας. Όλ’ αυτά τα έχουμε
ξαναδεί. Όποτε ο καπιταλισμός περνάει δομική κρίση ο ολοκληρωτισμός
αναγγέλλεται επί θύραις – ο ολοκληρωτισμός, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο
τον καπιταλισμό στην ωμότερη, στην πιο μανιασμένη και απροκάλυπτη μορφή του·
και όποτε οι ενδοτικές και διεφθαρμένες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις αφήνουν,
από αδυναμία ή από καιροσκοπική υστεροβουλία, κενά εξουσίας, οι πρώτοι που
σπεύδουν να τα αναπληρώσουν είναι οι μελανοχίτωνες και τα Τάγματα Εφόδου. Αυτή
είναι η ταυτότητα της ιστορικής στιγμής που διανύουμε, στην Ευρώπη, στην
Ελλάδα, στην Αθήνα – ας μην έχει κανείς επ’ αυτού αμφιβολία… Αυτό είναι που
υπαγορεύει και τα καθήκοντα δράσης ενός συνειδητοποιημένου λαϊκού σώματος,
όμως, αν υπάρχει τέτοιο. Υπό τέτοιας μορφής έκτακτες συνθήκες, η μόνη ελπίδα για την αυτοσυντήρηση της
κοινωνίας είναι η ανάπτυξη λαϊκών δομών αντεξουσίας στο ίδιο αυτό κενό όπου
βηματίζουν ανεμπόδιστα οι οργανωμένοι παρακρατικοί εγκληματίες. Αυτές οι
μάζες που έκαναν με τόσο επιβλητικό τρόπο αισθητή την παρουσία τους στο
Σύνταγμα, αναρωτιέμαι, θα μπορούσαν να διοχετεύσουν ένα κλάσμα της δύναμής του
για την περιφρούρηση των συνοικιών της Αθήνας από τις παρακρατικές συμμορίες,
για την προστασία των μεταναστών και των πιο ευάλωτων ομάδων από τα φασιστικά
καρκινώματα και τους νόμιμους προστάτες τους, για την προστασία της κοινωνίας
από το θανατηφόρο δηλητήριο που την οδηγεί αργά ή γρήγορα να καταβροχθίσει τα
ίδια της τα σπλάχνα;