Δύο ημέρες μετά το
πολιτικό θρίλερ της 15ης Ιουνίου, η οργανωτική επιτροπή του
Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, ενός επιτυχημένου θεσμού που μπόρεσε να επιβιώσει και να ισχυροποιηθεί με συνεχή παρουσία
επί μια δεκαπενταετία, δημοσιοποίησε την εξής ανακοίνωση:
Οι πολιτικές εξελίξεις είναι πολύ
σημαντικές. Οι αντιδράσεις στα οικονομικά μέτρα και το κίνημα των πλατειών
κορυφώνονται σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση βρίσκεται σε αδιέξοδο και οι εξελίξεις
είναι απρόβλεπτες και μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε πτώση της κυβέρνησης.
Παρότι μέχρι πρόσφατα κινούμασταν
προς την κανονική διεξαγωγή του φεστιβάλ, σήμερα φαίνεται αδύνατο τόσο για
οργανωτικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει ο
ανασχηματισμός και η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος (Μνημόνιο 2). Αν οι
αντιδράσεις κορυφωθούν, το φεστιβάλ, λόγω του εθελοντικού του χαρακτήρα θα έχει
πρόβλημα και οργανωτικά, στο στήσιμο και τη λειτουργία του, αλλά και στη
συμμετοχή οργανώσεων και επισκεπτών. Επίσης, επειδή το φεστιβάλ δεν δέχεται
χορηγούς, το οικονομικό κόστος μιας αποτυχίας θα ήταν δεκάδες χιλιάδες ευρώ,
που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε.
Το φεστιβάλ αποτελεί έναν ετήσιο
θεσμό του αντιρατσιστικού και μεταναστευτικού κινήματος που συγκεντρώνει και
εκφράζει πολλές εκδοχές των κοινωνικών κινημάτων. Είμαστε για αυτό τμήμα του
μαζικού κινήματος των πλατειών για πραγματική δημοκρατία και αλλαγή της
πολιτικής του Μνημονίου και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οπωσδήποτε τα
γεγονότα της χρονιάς σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα, η άνοδος του
ρατσισμού, το ρατσιστικό πογκρόμ του περασμένου Μαΐου και η απεργία πείνας των
300 μεταναστών χρειάζονται χώρο για συλλογική συζήτηση και την αναζήτηση
απαντήσεων. Θέλουμε λοιπόν να μεταφέρουμε τη συζήτηση και τον προβληματισμό μας
στον κόσμο των πλατειών. Θα προτείνουμε στη γενική συνέλευση της Πλατείας Συντάγματος
να οργανώσουμε μια συζήτηση με θέμα την οικονομική κρίση και τη μετανάστευση
και ίσως άλλες εκδηλώσεις, με ομιλητές από το φεστιβάλ.
Όπως είπαμε και στη χτεσινή
συνέλευση, το κοινωνικό κίνημα που μεγαλώνει και τα αποτελέσματά του είναι πολύ
πιο σημαντικά για τις ζωές και το μέλλον όλων μας, ντόπιων και μεταναστών, από
το φετινό Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. Φέτος πρέπει να αγωνιστούμε όλοι και όλες
μαζί στο Σύνταγμα για να ακουστούν εκεί οι ιδέες μας για μια δίκαιη κοινωνία με
ίσα δικαιώματα για όλους και όλες.
Οι
μεταναστευτικές οργανώσεις, που ετοιμάζονταν πυρετωδώς για το Φεστιβάλ και
πολλές βασίζονταν στις δραστηριότητές του για ένα πενιχρό έσοδο που θα κάλυπτε
τρέχουσες ανάγκες τους, κεραυνοβολήθηκαν. Αν το πράγμα αποτελεί «ετήσιο
θεσμό του αντιρατσιστικού και μεταναστευτικού κινήματος», δεν θα έπρεπε το τόσο
σοβαρό ζήτημα της ματαίωσής του να συζητηθεί πρώτα πρώτα με τους ίδιους τους
εκπροσώπους των μεταναστών; Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης ερήμην τους, μ’ ένα
σκεπτικό που κατ’ ουσίαν λέει ότι ο κόσμος έχει αλλού το μυαλό του τώρα για ν’
ασχοληθεί με αυτό, ή ότι «εμείς» (η οργανωτική επιτροπή και το Δίκτυο) έχουμε
αυτή τη στιγμή άλλες προτεραιότητες, τραυματίζει βάναυσα τη στοιχειωδέστερη
(αμεσο- ή εμμεσο-)δημοκρατική δεοντολογία
και δημιουργεί σε πολλούς την ακόμη πιο αλγεινή εντύπωση ότι κάποιοι
χρησιμοποιούν τους μετανάστες σαν απλό εργαλείο για να κάνουν οι ίδιοι
πολιτική.
Ποια κίνηση
τώρα μπορεί ν’ αποσείσει τέτοιες υποψίες και να αποκαταστήσει τη δημοκρατική
αξιοπιστία εκείνου του κομματιού της αριστεράς που προβάλλει ως υποστηρικτής
των μεταναστών (η οποία θα έπρεπε μάλιστα να είναι πολύ πιο προσεκτική μετά τα
τραυματικά γεγονότα της Νομικής και της Υπατίας); Η πρόσκληση των μεταναστών να συμμετάσχουν στο
«κίνημα των πλατειών» μοιάζει σαν διαρθωτική κίνηση απέναντι σ’ ένα
οφθαλμοφανές ––και ήδη επισεσημασμένο–– πρόβλημα, το ότι μετανάστες και ξένοι ήταν
τραυματικά απόντες στη μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση η οποία δεν είχε χώρο γι’
αυτούς, και ίσως ακόμα δίνεται η εντύπωση ότι απαντά, με κάποιον τρόπο, στη
σύνδεση των δύο δραματικά αποκομμένων σκηνών τής Αθήνας που επιχείρησα να κάνω
στο παραπάνω άρθρο μου· απατηλά όμως… Διότι να πεις ότι «τα αποτελέσματα [του
κοινωνικού κινήματος που μεγαλώνει] είναι πολύ πιο σημαντικά για τις ζωές και
το μέλλον όλων μας» εγείρει το πιο ανησυχητικό ερώτημα: ποιος αξιολογεί τί
είναι το πιο σημαντικό, και για ποιον; Σε τελευταία ανάλυση: ποιος μιλάει και
ποιος αποφασίζει, κι εξ ονόματος τίνος;
Και ακολουθεί
βέβαια μια σειρά πρακτικών ερωτημάτων. Ας πούμε: τούτη τη στιγμή που το βίαιο πογκρόμ
εναντίον μεταναστών και ξένων είναι ακόμα νωπό, που οι περισσότεροι δεν τολμούν
να κυκλοφορήσουν στους δρόμους από τον φόβο της παρακρατικής βίας, η εξαφάνιση
ενός από τους ελάχιστους χώρους που ήταν γι’ αυτούς μια νησίδα αναπνοής, μια
μήτρα εν μέσω ενός περιβάλλοντος περισσότερο ή λιγότερο εχθρικού, στο πλαίσιο
της οποίας μπορούσαν να αναδιεκδικήσουν τη φιμωμένη τους έκφραση μ’ ένα υπολογίσιμο
αίσθημα ασφάλειας και, άρα, αυτοπεποίθησης και αξιοπρέπειας, δεν υπάρχει ο
κίνδυνος να εκληφθεί αυτό σαν μια νίκη των διωκτών τους; Σαν οπισθοχώρηση του
αντιρατσιστικού κινήματος υπό την πίεση της νεοφασιστικής βίας; Μπορεί η
σποραδική εμφάνιση κάποιων μεταναστών στις πλατείες να αναπληρώσει μια τέτοιαν
απώλεια; Στο κάτω κάτω, γιατί να μη γίνουν και τα δύο; Και προπαντός, εάν
υποθέσουμε ότι κάποιοι υπερνικήσουν τους δισταγμούς και την εύλογη δυσπιστία
και ανταποκριθούν στο κάλεσμα, ποιος θα εγγυηθεί την ασφάλειά τους; Η σύνθεση της
«πλατείας Συντάγματος» (ήδη, για να μην πάμε πιο περιφερειακά) δεν είναι
καθόλου καθησυχαστική απ’ αυτή την άποψη. Δεν θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί
διεργασίες, ούτως ή άλλως επείγουσες, στην κατεύθυνση αυτού το οποίο ας μου
επιτραπεί να ξαναπώ ––ελλείψει καλύτερου όρου–– αποκρυσταλλωμένων μορφών
αντεξουσίας;
Παρεμπιπτόντως, αυτή η βεβιασμένη ανακοίνωση
τείνει, ταυτόχρονα, να υποτιμάει και να υπερτιμάει τα όσα έγιναν στο Σύνταγμα.
Να πούμε «οι εξελίξεις […] μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε πτώση της
κυβέρνησης» σημαίνει ότι δεν έγινε αντιληπτό πως μία κυβέρνηση ήδη έπεσε. Εκείνο που στην πραγματικότητα συνέβη στις
15 Ιουνίου ήταν ότι η
«πλατεία Συντάγματος» έριξε μια κυβέρνηση – και μόνο επειδή δεν φάνηκε καμία
απολύτως συντεταγμένη πολιτική δύναμη να καταλάβει το κενό εξουσίας που
δημιουργήθηκε, οι προστάτες της στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τής χώρας την
ξανάστησαν όρθια με τεχνητά υποστυλώματα… Είναι μαρτυρία βεβαίως της δύναμης
που μπόρεσε να συγκεντρώσει, με τον όγκο και την επιμονή του, αυτό το
ετερόκλητο πλήθος το κινητοποιημένο από τη βουβή ανάγκη· αν ωστόσο τ’
αποτελέσματά της ξεπέρασαν τις ίδιες τις προσδοκίες του (πράγμα που αναρωτιέται
κανείς αν κατάλαβε), είναι όχι εξαιτίας αυτού που έκανε αλλά εξαιτίας εκείνου που φάνηκε ότι ήταν ικανό να κάνει: κυριολεκτικά, δηλαδή, με τη σκιά του… Αν αυτό γίνει κατανοητό στην πλήρη του
σημασία, όμως, δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για επιπόλαιους πανηγυρικούς. Το
«κίνημα των πλατειών» είναι πάρα πολύ σημαντικό, σαν υπόσχεση ή απειλή
(αναλόγως του από ποια σκοπιά το βλέπει κάποιος) – για κάτι, δηλαδή, που ακόμα δεν είναι. Και αυτό σημαίνει ότι,
κυριολεκτικά, κρέμεται από μια κλωστή:
η επίγνωση του χάσματος που το χωρίζει από την ίδια του τη δυνατότητα θα πρέπει να είναι το πρώτο του μέλημα· τώρα που είδε τί
μπορεί να κάνει, οφείλει να αναλογιστεί σοβαρά τί δεν είναι ακόμα ικανό να
κάνει. Η «άμεση δημοκρατία» είναι εύκολο σύνθημα και αρέσει σε όλους, αλλά το
κενό που ξανάστησε στα πόδια της μια κυβέρνηση κλινικώς νεκρή δείχνει ότι
κανένας δεν ξέρει πώς να ενεργήσει μετά από εκείνο που είναι μόνο η ελάχιστη,
αρνητική προϋπόθεσή της: μια γενικευμένη,
συντριπτική κρίση αντιπροσώπευσης. Και, αν μου επιτρέπεται να πω, το συμβάν με το
αντιρατσιστικό φεστιβάλ δείχνει πως η κρίση αντιπροσώπευσης δεν είναι πρόβλημα
μόνο της μείζονος πολιτικής, του υπάρχοντος και ραγδαία σηπόμενου κοινοβουλευτικού
συστήματος – αντανακλάται συμμετρικά και αναπαράγεται στο εσωτερικό τού
λεγόμενου ανταγωνιστικού κινήματος, στις μικροδομές εξουσίας των «αποκάτω».
Σημείωση: Το κείμενο είναι μια προσθήκη που έγινε "εν θερμώ" υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων στο άρθρο του Φώτη Τερζάκη Εγκληματικό κράτος, εγκληματική κοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου