Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Βλάσης Γ. Ρασσιάς - "ΜΙΑ... ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ"

«Ο καλός χριστιανός δεν κάνει διάλογο με τον άπιστο αλλά καρφώνει το ξίφος στην κοιλιά όσο πιο βαθιά μπορεί» (Bernard Gui, ιεροεξεταστής).

Για το πώς επεκράτησε στην ανθρωπότητα ο Χριστιανισμός, ο μέσος άνθρωπος πιστεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι μία φορά κι έναν καιρό ήσαν κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν στα… «σκοτάδια της ειδωλολατρίας» και κάποτε εμφανίσθηκε κάποιος κύριος μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και ένα χαμόγελο στα χείλη και τους είπε κάτι ωραία λόγια και μετά εκείνοι… «εφωτίσθησαν» και έγιναν αυτομάτως χριστιανοί (κάποιοι μάλιστα θύμωσαν κιόλας που τόσες χιλιάδες χρόνια λάτρευαν «είδωλα» και τα έσπασαν μόνοι τους).

Πολύ καλό για να’ ναι αληθινό, να όμως που δισεκατομμύρια άνθρωποι μοιάζει να το πιστεύουν. Άλλωστε, στα πιστευόμενα αυτών των ανθρώπων ενυπάρχουν ακόμη πιο παράλογα πράγματα, ώστε αυτή η αφελέστατη αφήγηση να μοιάζει η πλέον πραγματική. Η αληθινή, δηλαδή η ανεξίθρησκη και μη ιδεολογικοποιημένη Ιστορία, λέει ωστόσο εντελώς διαφορετικά πράγματα: εκείνοι οι υποτιθέμενοι «ανόητοι» που ζούσαν στα υποτιθέμενα… «σκοτάδια» αρνήθηκαν να τα εγκαταλείψουν και χρειάσθηκε εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα βίας για να το κάνουν. Και επειδή επίσης οι περισσότεροι απλώς δεν το έκαναν ποτέ, εξαφανίσθησαν από προσώπου γής, γιατί η «νέα αλήθεια» δεν ανεχόταν ετεροδοξίες και άλλα συναφή, ή φαίνεται, συν τοις άλλοις, πως εκτιμούσε ότι έπρεπε να ξεπλύνει το αίμα κάποιων ελαχίστων, χιλιάδων «μαρτύρων» της με την επί αιώνες κατασφαγή δισεκατομμυρίων «γκογίμ» δηλαδή, κατά τους ευαγγελιστές της «αβαπτίστων κτηνανθρώπων». Μόνο «ένας Θεός» ώφειλε να υπάρχει στους ουρανούς και μόνο «ένα είδος» ανθρώπου επάνω στη γή.

Αυτή η αφύσικη και παράφρων απαίτηση, αυτή η διαστροφή του ανθρωπίνου νοός και ψυχισμού, σήμερα δεν ακούγεται φυσικά ως τέτοια. Είναι άλλωστε το εκάστοτε αυτί εκείνο που εκτιμά και χαρακτηρίζει τον κάθε λόγο. Και όταν υπάρχει μία ανθρωπότητα ήδη προγραμματισμένη στο να θεωρεί φυσιολογική την πιο πάνω απαίτηση, θα ήμασταν εμείς αντιθέτως εξαιρετικά παράλογοι να περιμέναμε εσωτερικά ερωτήματα και ευαισθησίες υπέρ της πολυμορφίας ή υπέρ της ελευθερίας του διαφέρειν. Απλώς υπάρχουν πάνοτε κάποιοι λίγοι διαφορετικοί, που τολμούν πού και πού να φωνάξουν, με πολύ υψηλό συνήθως κόστος, το ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» (και, κυρίως, εξαιρετικά ακάθαρτος). 

Ένας από αυτούς τους λίγους τομηρούς ανθρώπους, η συγγραφέας Helen Ellerbe, έγραψε: «Η σκοτεινή πλευρά της Χριστιανικής Ιστορίας δεν ήταν ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανθρωπίνης φύσεως. Ήταν αντιθέτως, το αποτέλεσμα μίας πολύ συγκεκριμένης ιδεολογίας και θρησκευτικής πίστεως. Όπως έχει αγνοηθεί επιμελώς ο τρόμος της Χριστιανικής Ιστορίας, έχει επίσης αγνοηθεί και η καταγγελία των χριστιανικών αντιλήψεων και της επιβιώσεώς τους στον σύγχρονο, φαινομενικά μόνον θρησκευτικά αδιάφορο, κόσμο μας…» Λίγα θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε αυτά τα σύντομα αλλά μεστά λόγια. Θα πω απλώς ότι ο χρονολογικός ιστορικός κατάλογος των βημάτων του Χριστιανισμού έως την (φαινομενικά) «τελική» επικράτησή του, που ακολουθεί, δεν είναι επ’ ουδενί εξαντλητικός. Απλώς… ο συγγραφέας κάπου εξαντλήθηκε. Αυτά που παρατίθενται είναι τελικά τα όσα (ελάχιστα) βρήκε μετά από (σχετικά σύντομη) έρευνα πέντε περίπου ετών συν άλλων τεσσάρων για την παρούσα επαυξημένη έκδοση και πάντοτε μόνο μέσα από εκείνα τα ολίγα που έχουν επιβιώσει, μέσα από τις χρονογραφίες κυρίως των νικητών. 

Θα σημειώσω ως παρένθεση εδώ, ότι αν γινόταν να έγραφαν και οι νικημένοι, τότε το ανά χείρας έργο προσφανώς θα ήταν… εκατοντάτομο. Εκτός του μεγέθους όμως, θα είχε επίσης και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, υπό την έννοια που το έθεσε κάποτε ο Ε. Rauter, δηλαδή ότι μεγαλύτερη σημασία θα είχε να γράψει την Ιστορία της κατακτήσεως του Μεξικού ένας Αζτέκος. Πράγμα που όμως δεν είναι εφικτό, γιατί απλώς κάποιοι μάρτυρες… εμαρτύρησαν και ως εκ τούτου εξέλειψαν διαπαντός. Εκείνο που μπορεί να υποσχεθεί τουλάχιστον ο γράφων, είναι ότι συνειδητά και προ πολλού έχοντας καθαρίσει τα μάτια του από την αχλύ της κυρίαρχης πίστεως και ανωμαλίας, μπορεί να εγγυηθεί μία δικαιότερη παρουσίαση των ηττημένων. Των δολοφονημένων. Των κατακρεουργηθέντων. Των πυρποληθέντων. Εκείνων τέλος πάντων που κατεσπάραξε το κυρίαρχο κτήνος, υπό άπειρες «θεόσταλτες» εμπνεύσεις «αγίων» εκπροσώπων τού «Ενός Θεού», όπως λ.χ. το ανατριχιαστικό εκείνο «καταραμένος να είναι εκείνος που αποφεύγει να βάψει με αίμα το σπαθί του» του Πάπα Γρηγορίου του Ζ, για να μπορεί να άρχει σήμερα επάνω σε τούτον τον υπόδουλο πλανήτη (οδηγώντας μάλιστα το οικοσύστημά του με μαθηματική ακρίβεια στον φυσικό όλεθρο). 

Έκανα πιο πάνω λόγο για διαστροφή και ανωμαλία. Γνωρίζω καλά τι λέω και τι γράφω και κλείνω συνεπώς το προλόγισμα αυτό με ένα απόσπασμα του Ευσεβίου Καισαρείας Παμφίλου (από τον «Τριαντακονταετηρικό εις Κωνσταντίνον τον Βασιλέα», κεφ. 16), που έκλαμπρα καταδεικνύει την ολοκληρωτική αντίληψη για την ανθρωπότητα που γέννησε μοιραία τον πρωταρχικό φασισμό που απλώς εμπειέχει όλους του όποιους επιμέρους «φασισμούς» της Ιστορίας. Είναι η πεποίθηση ότι οφείλουμε στο όνομα μίας απραγματοποίητης, φανταστικής και αφύσικης ομογενοποιήσεως ΟΛΩΝ των ανθρώπων, να τους φέρουμε, θέλουν δεν θέλουν αυτοί, στα δικά μας μέτρα. Είναι δηλαδή η αφετηρία της αναδείξεως του μίσους για τον μη όμοιο, από ωμό πρωτόγονο συναίσθημα σε κοινωνικό πλέον θεσμό: 

«Όλα τα έθνη της γής, από τα παλαιά χρόνια, ήσαν χωρισμένα και η ανθρωπότητα ολόκληρη ήταν κομματιασμένη. Η αιτία αυτών των κακών δεν έπεφτες έξω αν έλεγες ότι οφείλεται στην πλάνη της πολυθεϊας. Όταν όμως το μέσο της σωτηρίας -εννοώ το πανάγιο σώμα του Χριστού- που αποδείχθηκε ανώτερο από κάθε δαιμονική ενέργεια και πλάνη, άρχισε να υψώνεται σαν τρόπαιο που συνέτριβε τους δαίμονες και ξόρκιζε όλα τα κακά, άρχισαν να διαλύονται όλα τα έργα των δαιμόνων και δεν υπήρχαν πια πολυαρχίες και δημοκρατίες… αλλά κηρυσσόταν ένας μόνον Θεός για όλους τους ανθρώπους, και από την άλλη επικρατούσε μόνον μία βασιλεία για όλους, η ρωμαϊκή και έσβυνε με μιας η προαιώνια ανειρήνευτη και ασυμβίβαστη έχθρα των λαών…» 

Οι αμέτρητοι ομοϊδεάτες τού παραληρούντος εδώ Ευσεβίου Καισαρείας Παμφιλίου, δεν κατόρθωσαν ωστόσο να εξαλείψουν ούτε τους πολέμους, ούτε την δουλεία (ο Ratherius μάλιστα, επίσκοπος της Βερόνα, διεκήρυσε τον 10ο αιώνα ότι «η ευσπλαχνία του Θεού μας απαιτεί να γίνονται δούλοι εκείνοι που δεν τους ταιριάζει να ζούν ελεύθεροι και κάτω από τις εντολές Του»), ούτε τον ανθρώπινο πόνο. Αντιθέτως, προσθέτοντας στην προαιώνια ανθρώπινη ανοησία και την νεοφανή και απεριορίστου μεγέθους δική τους, την ανοησία των ανοησιών, προεκάλεσαν εκτόξευση της κτηνωδίας και του θανάτου στα ύψη και πισωγύρισαν κι από πάνω την πεπεπολιτισμένη ανθρωπότητα τουλάχιστον 2.000 χρόνια (όπως καυχήθηκε άλλωστε και ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ιωάννης Χρυσόστομος, ότι δηλαδή «κάθε ίχνος της αρχαίας φιλοσοφίας και λογοτεχνίας έχει εξαφανισθεί από προσώπου γής»), σε σημείο που σήμερα επιτυγχάνουμε ή γνωρίζουμε πράγματα που ήσαν δεδομένα τουλάχιστον για τους «ειδωλολάτρες» Έλληνες, των οποίων το μεγαλύτερο επίτευγμα, η δημοκρατική Πολιτεία, απεκλήθη και αυτή από τους οπαδούς του σκότους… «Πολιτεία του Διαβόλου» (Civitas Diaboli). 

Θα σταματήσω εδώ. Οι χιλιάδες σελίδες που θα μπορούσαν να γραφούν επάνω στον φασισμό των φασισμών, στο κακούργημα των κακουργημάτων, στην απάτη των απατών και στη θρασύτητα των θρασυτήτων, είναι ούτως ή άλλως μυριάδες (αρκεί να υπάρχει η απαραίτητη παρρησία και αφοβία, κύρια χαρακτηριστικά των αληθινών Ελλήνων προγόνων μας). Ας αφήσουμε λοιπόν να μιλήσει περισσότερο περιληπτικά και περιεκτικά η ίδια η αληθινή, δηλαδή ανεξίθρησκη, Ιστορία. Τα συμπεράσματα δικά σου, φίλε αναγνώστη και φίλη αναγνώστρια. Εγώ, θέλω απλώς να σου δωρίσω το προνόμιο να γνωρίζεις από εδώ και εμπρός το γιατί βρίσκεσαι και δράς στην από εδώ ή στην από εκεί όχθη του βαθυτάτου χάσματος που δεν επιτρέπει ουδετερότητες και συγχώρεσέ με εάν τυχόν ζημιά σού κάνω ακυρώνοντας κάποια πολύ-πολύ βολικά άλλοθι. Καλή ανάγνωση και, κυρίως, καλή επιλογή.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πανελλαδική απεργία πείνας μεταναστών

19 Ιανουαρίου 2011, Συνέλευση των μεταναστών απεργών πείνας 

Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ακουστεί η φωνή μας, για να μάθετε το δίκιο μας. Τριακόσιοι (300) από εμάς ξεκινάμε Πανελλαδική Απεργία Πείνας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις 25 του Γενάρη.

Είμαστε μετανάστες και μετανάστριες από όλη την Ελλάδα. Ήρθαμε εδώ διωγμένοι από τη φτώχια, την ανεργία, τους πολέμους, τις δικτατορίες. Οι πολυεθνικές της Δύσης και οι πολιτικοί υπηρέτες τους στις πατρίδες μας, δεν μας άφησαν άλλη επιλογή από το να ρισκάρουμε τις ζωές μας 10 φορές για να έρθουμε μέχρι την πόρτα της Ευρώπης. Η Δύση που καταληστεύει τον τόπο μας, με το απείρως καλύτερο βιοτικό επίπεδο από εκεί, είναι για μας η μοναδική ελπίδα να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Ήρθαμε (με κανονική ή όχι είσοδο) στην Ελλάδα και δουλεύουμε για να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας. Βρισκόμαστε στην αναξιοπρέπεια και στο σκοτάδι της παρανομίας για να ωφελούνται οι εργοδότες και οι υπηρεσίες του κράτους από την άγρια εκμετάλλευση της εργασίας μας. Ζούμε από τον ιδρώτα μας και με το όνειρο κάποια στιγμή να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα με τους έλληνες συναδέλφους.

Το τελευταίο καιρό τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα για εμάς. Όσο κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις, όσο ακριβαίνουν τα πάντα, τόσο ο μετανάστης παρουσιάζεται ως φταίχτης, ως ο υπαίτιος για την εξαθλίωση και την άγρια εκμετάλλευση των ελλήνων εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών. Η προπαγάνδα φασιστικών και ρατσιστικών κομμάτων και οργανώσεων έχει πλέον γίνει η επίσημη γλώσσα του κράτους για το μεταναστευτικό. Η φρασεολογία τους αναπαράγεται πλέον αυτούσια από τα ΜΜΕ όταν μιλάνε για εμάς. Οι «προτάσεις» τους πλέον εξαγγέλλονται ως κυβερνητικές πολιτικές. Τείχος στον Έβρο, πλωτά στρατόπεδα και ευρωστρατός στο Αιγαίο, πογκρόμ και τάγματα εφόδου στις πόλεις, μαζικές απελάσεις. Πάνε να πείσουν τους έλληνες εργαζόμενους, πως συνιστούμε ξαφνικά απειλή για αυτούς, πως εμείς φταίμε για την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται από τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις.

Η απάντηση στο ψέμα και στη βαρβαρότητα πρέπει να δοθεί τώρα και θα την δώσουμε εμείς οι μετανάστες και μετανάστριες. Μπαίνουμε μπροστά με τη ζωή μας για να σταματήσουμε τώρα την αδικία σε βάρος μας. Ζητάμε την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών/τριών, ζητάμε ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους έλληνες εργαζομένους και εργαζόμενες. Ζητάμε από τους έλληνες συναδέλφους μας εργαζομένους, από κάθε άνθρωπο που τώρα υποφέρει κι αυτός από την εκμετάλλευση του ιδρώτα του, να σταθεί δίπλα μας. Να στηρίξει τον αγώνα μας, για να μην αφήσει να επικρατήσει και στο δικό του τόπο το ψέμα και η αδικία, ο φασισμός και η απολυταρχία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Αυτό δηλαδή που έχει επικρατήσει και στις δικές μας πατρίδες και μας ανάγκασε να ξενιτευτούμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, εμείς και τα παιδιά μας.

Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ακουστεί η φωνή μας, για να μάθετε το δίκιο μας. Τριακόσιοι (300) από εμάς ξεκινάμε Πανελλαδική Απεργία Πείνας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις 25 του Γενάρη. Βάζουμε την ζωή μας σε κίνδυνο, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είναι ζωή αυτή για ένα αξιοπρεπή άνθρωπο. Προτιμούμε να πεθάνουμε εδώ, παρά τα παιδιά μας να ζήσουν αυτά που περάσαμε εμείς.

Ιανουάριος 2011
Η Συνέλευση των μεταναστών απεργών πείνας

Έκθεση 9χρονου για την εισβολή των ΜΑΤ στην Κερατέα

Κάντε κλικ στην έκθεση για να τη δείτε σε πλήρες μέγεθος

Πηγή: http://nobudget.wordpress.com

Mirza Band (Babak Mirzakhani) - Emshab




No One Knows About Persian Cats
کسی از گربه های ایرانی خبر نداره


Εύλογη απορία το γιατί κανείς δεν πρέπει να ξέρει για τις γάτες εκ Περσίας. Όταν όμως στο Ιράν υπάρχει απαγόρευση να κυκλοφορείς δημόσια με οικόσιτο σκύλο ή γάτα, τότε επιβάλλεται μια περιπαικτική διάθεση. Και συνεχίζει η ίδια η ταινία να σε προκαλεί, όταν στην εισαγωγή της αναγράφεται: "it’s based on real people, real locations and real events".

Σκωπτικά και άμεσα σε ενημερώνει ότι πρόκειται για μια σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία για τους "Take it easy Hospital", η οποία αφορά όμως της ζωή όλων των νέων εκεί...
Γυρισμένη στην Τεχεράνη, πραγματικό κατόρθωμα λόγω του θέματος του οποίου πραγματεύεται (καθόλου τυχαίο ότι το γκρουπ πλέον ζει στην Αγγλία όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο, ο σκηνοθέτης αυτής, Bahman Ghobadi, ζει για τους ίδιους λόγους εκτός Ιράν, ενώ η συμπαραγωγός και δεύτερη συγγραφέας, Roxana Saberi, φυλακίστηκε εκεί για έναν χρόνο με αμφίβολες κατηγορίες).

Κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας καθώς νιώθεις την ίδια την πόλη, την ίδια την κοινωνία να σε εγκλωβίζει, να σε καταπιέζει, να λειτουργεί εν τέλει ως μια γενικευμένη φυλακή. Μια φυλακή ίσως όχι υλικής υπόστασης αλλά φυλακή ονείρων, οραμάτων, έκφρασης, δημιουργίας, έμπνευσης και εν τέλει προσωπικοτήτων. Μια καθημερινή φυλακή από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις, ούτε να λάβεις εξιτήριο.
Απαγορεύσεις ποικίλες: όχι στη μη θρησκευτική μουσική, όχι στη συμμετοχή γυναικών σε συγκροτήματα, όχι στις δημόσιες συναυλίες, όχι στη βλασφημία, όχι στο αλκοόλ, όχι στην ελεύθερη σκέψη, όχι, όχι, όχι...
Η μόνη λύση για να ξεφύγουν η Negar και ο Ashkan, από αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, είναι να βρούνε μέλη για ένα γκρουπ, να λάβουν άδεια από την κεντρική εξουσία και να φύγουν στο εξωτερικό για συναυλία. Η οδύσσεια, τους ξεκινάει να ξετυλίγεται μέσα σε στενά δρομάκια, σε υπόγεια, σε φάρμες, σε δημοτικά σχολεία, σε αγρούς, σε ταράτσες. Ενδιάμεσοι απομονωμένοι σταθμοί δηλαδή, οι οποίοι δίνουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Συνάμα όμως και ένα αίσθημα καταδίωξης και απομόνωσης...
Η καθημερινή ζωή και τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς ξετυλίγονται μέσα από της εικόνες της πραγματικής ζωής στην πόλη αυτή. Καλλιτέχνες και συγκροτήματα που έχουν κάτι να πουν και στιγμές μιας καθημερινότητας, η οποία σε μαγνητίζει και σε απωθεί την ίδια στιγμή.

Και σίγουρα δεν πίστευες ότι θα σου ήταν τόσο οικεία μια εικόνα με έναν εικοσάχρονο κάτοικο Τεχεράνης, ο οποίος φοράει μπλούζα The Strokes και μιλάει για τους Sigur Rós. Και τόσο φορτισμένη συνάμα...
Σε μια κοινωνία στο χείλος της εξέγερσης, η μουσική αποτελεί τελικά το μεγαλύτερο εφαλτήριο, ειδικά όταν δεν τη χρησιμοποιείς για αυτό τον σκοπό. Πρέπει να προσέχεις γιατί την παραπάνω γνώση την μοιράζεσαι με τους κρατούντες. Και αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια κιθάρα μπορεί να αποτελέσει όπλο στα χέρια ενός οργισμένου και απεγνωσμένου ανθρώπου...

Tο κείμενο το απαλλοτρίωσα απο το blog Pretty Visitors

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

"Οι Άνθρωποι που κύκλωσαν το Άλφα"



Γλώσσα: Ισπανικά-Καταλανικά
Υπότιτλοι: Ελληνικοί (ενσωματωμένοι)
Διάρκεια: 65 λεπτά

Το ντοκιμαντέρ αυτό αποτελεί μια συνοδευτική προσπάθεια του βιβλίου «Οι Άνθρωποι που Κύκλωσαν το Άλφα», το οποίο έχει στόχο την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης της αναρχικής αντίστασης στη φρανκική δικτατορία. Το χρονικό διάστημα που καλύφθηκε εδώ πέρα -απ’ το 1939 ως το 1963- δεν εξιστορήθηκε πλήρως, αλλά περιορίστηκε στο υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τις επαφές μας, στην προσπάθεια μας να συλλέξουμε στοιχεία για το βιβλίο...

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

We sailed away on a winter's day



Γλυκές σκέψης απο την μικρή Joanna Newsom. Αυτό τα χαριτωμένο stop-motion βίντεο φτιάχτηκε στο γυμνάσιο της Harrisburg, PA.
Η Joana λέει οτι "οταν τα καναρίνια βλέπουν γέφυρες και μεγάλα μπαλόνια ηρεμούν"... για να το λέει η Joana κάτι θα ξέρει!

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Πολιτικοί κρατούμενοι, δομές εξουσίας και κοινωνικοί αγώνες στις φυλακές

Στις 10/12/2010 ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Καστανίδης επισκέφθηκε τη φυλακή Κορυδαλλού και συγκεκριμένα την Α΄ Ακτίνα, εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων χιλιάδων κρατουμένων που μέχρι εκείνη τη στιγμή λάμβαναν τη μορφή της αποχής συσσιτίου.
Η παρουσία στη φυλακή του πολιτικού εκπροσώπου της ταξικής δικαιοσύνης, και μάλιστα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα που παρά τα προβληματικά χαρακτηριστικά του συμπλήρωνε ήδη δύο εβδομάδες και είχε οδηγήσει κάποιους από τους πιο φτωχούς κρατούμενος στα όρια του υποσιτισμού, μόνο ως προκλητική επίδειξη θράσους και αλαζονείας από την πλευρά της εξουσίας θα μπορούσε (και έπρεπε) να εκληφθεί. Η επικοινωνιακά προβεβλημένη, εν όψει της δικαστικής μεταρρύθμισης, πρωτοβουλία του υπουργού συνιστούσε, αφενός, την υποκριτική προσπάθεια να περιβληθεί με τον μανδύα της κοινωνικής ευαισθησίας η πολιτική της κυβέρνησης του μνημονίου γύρω από το εκρηκτικό εν μέσω κρίσης ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης και των συνθηκών διαβίωσης χιλιάδων ανθρώπων στις ελληνικές φυλακές. Αφετέρου, απέβλεπε στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος συναίνεσης και θεσμικής διαμεσολάβησης προκειμένου να λειανθούν οι όποιες εξεγερτικές διαθέσεις θα μπορούσαν να εκφραστούν για κλιμάκωση του αγώνα. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να περάσουν απαρατήρητες σε όλο το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα οι διαρροές από το υπουργείο στα γνωστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ, που έκαναν λόγο για συνεργασία πολιτικών και ποινικών κρατουμένων στο πλαίσιο ενός σχεδίου γενικευμένης αναταραχής στις φυλακές, όσο και οι παροτρύνσεις του ίδιου του Καστανίδη προς τους αρμόδιους εισαγγελείς για αυξημένη επιφυλακή.

Η κινητοποίηση που άρχισε στις 29/11 με τη μορφή της αποχής συσσιτίου και τη συμμετοχή χιλιάδων κρατουμένων από όλες τις φυλακές της χώρας, δεν είχε βέβαια ξεκινήσει με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Η αιφνιδιαστική αναγγελία για την έναρξή της από μια ομάδα κρατουμένων και την «πρωτοβουλία δικαιωμάτων» παρέκαμψε κατά τρόπο απαράδεκτο και αντικινηματικό τη συλλογική διαδικασία η οποία για μήνες και με τη συμμετοχή εκατοντάδων κρατουμένων προετοίμαζε έναν αγώνα αρτιότερα οργανωμένο και σε μια σαφώς πιο επιθετική και πολιτικοποιημένη βάση. Έναν αγώνα που φιλοδοξούσε να αποτελέσει συνέχεια του συγκλονιστικού αγώνα των εκατοντάδων κρατουμένων – απεργών πείνας τον Νοέμβρη του 2008 και που θα βρισκόταν σε προφανή διαλεκτική με το πνεύμα της μεγάλης εξέγερσης στις φυλακές, την άνοιξη του 2007, που προέταξε τη βίαιη σύγκρουση με το σωφρονιστικό καθεστώς μαζί με την κριτική στην ίδια την ουσία της ταξικής δικαιοσύνης και κατέστησε, με τη συμβολή του μαζικού κινήματος αλληλεγγύης, τον χώρο των φυλακών ένα από τα πλέον δυναμικά πεδία κοινωνικής αντιπαράθεσης με το κράτος. Η κήρυξη, λοιπόν, ερήμην των συλλογικών διαδικασιών των κρατουμένων μιας κινητοποίησης με ασαφή στοχοθεσία, χωρίς καμία σχεδόν οργάνωση και με θολό πολιτικό πλαίσιο, λειτούργησε εκ των πραγμάτων διασπαστικά και υπονομευτικά τόσο ως προς την επιτυχή έκβαση του ίδιου του εγχειρήματος που προωθούσε όσο και για τη μελλοντική ανάπτυξη άλλων μορφών κινητοποιήσεων.

Κανένας αγώνας δεν μπορεί να έχει αξιώσεις εκδήλωσης μιας ισχυρής δυναμικής όταν κοινοποιείται στους κρατούμενους μέσω αλληλογραφίας, χωρίς καμία αναφορά στη χρονική διάρκεια και με πλήρη αοριστία προθέσεων, και γνωστοποιείται στην κοινωνία μέσω του αστικού τύπου. Προκαλεί εύλογα ερωτηματικά η στάση της «πρωτοβουλίας για τα δικαιώματα των κρατουμένων», που ενώ είχε πλήρη γνώση των πολύμηνων διαδικασιών οργάνωσης μιας μαζικής κινητοποίησης, ξαφνικά χωρίς οποιαδήποτε συνεννόηση ανήγγειλε μέσω της «Ελευθεροτυπίας» την έναρξη των κινητοποιήσεων. Ο πολιτικαντισμός κάποιων ομάδων που θέλουν να αναφέρονται ως κινηματική αριστερά, αλλά που στην ουσία είναι συνιστώσες της καθεστωτικής αριστεράς και του αστικού κοινοβουλευτισμού, γνωστών άλλωστε από τις λογικές διαμεσολάβησης που προωθούν χρόνια στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, λειτούργησε τελικά προς όφελος του κράτους. Το τελευταίο δεν βρήκε απέναντί του έναν συμπαγή και οργανωμένο κοινωνικό αγώνα, αλλά μια άνευρη και ξέπνοη κινητοποίηση χωρίς ουσιαστικές κινηματικές αναφορές, η οποία καλυπτόταν σε επίπεδο αντι-πληροφόρησης από την «Ελευθεροτυπία» (!), διαχωρισμένη από τη μεγάλη μάζα των κρατουμένων που παρακολουθούσε από μακριά τις εξελίξεις.

Σε μια κρίσιμη κοινωνικοπολιτική συγκυρία, η αναστολή ενός δυναμικού κοινωνικού αγώνα ανακούφισε προφανώς το κράτος, που δεν θέλει με κανέναν τρόπο τη διάνοιξη νέων κοινωνικών μετώπων πλάι στο κύριο πεδίο της σύγκρουσής του με τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Ειδικά, μάλιστα, στον κομβικό για την λειτουργία του ποινικού κατασταλτικού συστήματος και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο χώρο των φυλακών, όπου τα προβλήματα συνθηκών διαβίωσης και καταστολής είναι εκρηκτικά και αναμένεται να ενταθούν ακόμη περισσότερο με την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης και τη συνακόλουθη εκτόξευση της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Μια δυναμική κινητοποίηση με ξεκάθαρη στοχοθεσία που θα διεκδικούσε ουσιαστική αλλαγή σε καίρια ζητήματα ποινικής καταστολής και συνθηκών διαβίωσης θα επιχειρούσε εκ των πραγμάτων να ακυρώσει το περιεχόμενο της κατασταλτικής πολιτικής του κράτους, που σήμερα -περισσότερο παρά ποτέ- δεν μπορεί παρά να είναι σταθερά προσανατολισμένο στην ολοένα και μεγαλύτερη έντασή της. Η σύγκρουση που αναπόφευκτα θα επερχόταν, ανεξάρτητα της μορφής που θα λάμβαναν οι κινητοποιήσεις, αφού για το κράτος η ικανοποίηση των κεντρικών αιτημάτων θα αποτελούσε μια σοβαρή υποχώρηση τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο ότι θέλει να επιταχύνει, προβλημάτιζε σίγουρα την κυβέρνηση που έβλεπε έντονη κινητικότητα σε ένα ακόμα πεδίο του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή των δεκάδων πια πολιτικών κρατουμένων και τη δυνατότητα ευρύτερης κοινωνικής απεύθυνσης.

Η κινητοποίηση, όπως εξελισσόταν και όπως τελικά κατέληξε, όχι μόνο δεν δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στο κράτος, αλλά αντίθετα, μέσω της ευρείας προβολής που έτυχαν οι διάφορες πρωτοβουλίες διαλόγου του υπουργού με τους κρατούμενους και οι κίβδηλες μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες του, θα μπορούσαμε ακόμα και να ισχυριστούμε ότι λειτούργησε ως πεδίο ανάδειξης της κοινωνικής ευαισθησίας και του ειλικρινούς ενδιαφέροντος του συστήματος απέναντι σε ένα από πιο χειμαζόμενα κοινωνικά κομμάτια.
Η παρουσία του υπουργού Δικαιοσύνης  στον χώρο των φυλακών το βράδυ της 10ης Δεκέμβρη υπήρξε ακριβώς η προσπάθεια επικύρωσης του κοινωνικού ρόλου του κράτους ως προστάτη και εγγυητή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ακόμα και της ίδιας της ελευθερίας (όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό!). Οι φιλικές συζητήσεις με τους κρατούμενους, η ανταλλαγή εκτιμήσεων γύρω από το σωφρονιστικό σύστημα, τα χαμόγελα και τα αστειάκια του υπουργού με κάποιους κρατούμενους υπό το άγρυπνο βλέμμα του αρχιφύλακα, του υπαρχιφύλακα και δεκάδων ανθρωποφυλάκων ήταν η έκφραση της πιο επιθετικής πολιτικής του κράτους για τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των κρατουμένων, πολύ πιο αποτελεσματική από την ακαμψία και τον κυνισμό που επέδειξαν οι δεξιοί προκάτοχοί του.

Το κλίμα κοινωνικής ειρήνης που επιχειρούσε να προωθήσει εκείνο το βράδυ το κράτος, διερράγη από τις παρεμβάσεις των πολιτικών κρατουμένων της Α΄ και Στ΄ Ακτίνας. Συγκεκριμένα, στην Α΄ Ακτίνα ο υπουργός πλευρίστηκε από συντρόφους που με ιδιαίτερα οξύ και επιθετικό τρόπο βροντοφώναξαν μέσα στη μούρη του το ταξικό τους μίσος απέναντι στη δικαιοσύνη του κεφαλαίου, όσο και απέναντι σε αυτόν, έναν οσφυοκάμπτη των αφεντικών του, όπως τον χαρακτήρισαν, και τους χυδαίους ανθρωποφύλακες με τις πρακτικές των βασανιστηρίων που διαχρονικά άσκησαν στα σώματα των φυλακισμένων, ενώ δήλωσαν την αλληλεγγύη τους στον κοινό αγώνα πολιτικών και ποινικών κρατουμένων για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Στα ψελλίσματα του εμφανώς χλωμιασμένου Καστανίδη για διάλογο, η απάντηση των πολιτικών κρατουμένων ήταν ότι εμείς δεν κάνουμε διάλογο με τους δυνάστες μας και ότι θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του αυτός και τα αφεντικά του στα λαϊκά δικαστήρια που έρχονται. Η κίνηση ενός ανθρωποφύλακα να απλώσει το χέρι του για να απομακρύνει έναν σύντροφο που «συνομιλούσε» με τον υπουργό, αντιμετωπίστηκε σθεναρά από τον αποφασιστικό τόνο των φωνών των συντρόφων, στις οποίες ο φύλακας πειθάρχησε. Για λίγες στιγμές ο έλεγχος είχε χαθεί. Ο υπουργός βρισκόταν σε εμφανή θέση αμηχανίας και φόβου, ενώ οι φύλακες αντιμέτωποι με ένα σκηνικό που δεν είχαν υπολογίσει. Ανά πάσα στιγμή, η φιλική ατμόσφαιρα θα μπορούσε να μετατραπεί σε εχθρική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο ρευστό και οξυμμένο κοινωνικά περιβάλλον της φυλακής.

Κάπου εκεί η δυναμική της παρέμβασής μας εξέπνευσε. Νομίζω ότι απείχαμε μόνο λίγο από την εκδήλωση μιας πραγματικής επιθετικής πρωτοβουλίας, της οποίας τα χαρακτηριστικά και η εξέλιξη είναι τόσο απρόβλεπτα που κάθε υπόθεση είναι επισφαλής. Αν επιμέναμε και άλλο στον λεκτικό προπηλακισμό, αν εντείναμε τις αποδοκιμασίες, αν προβαίναμε σε μια ήπια έστω απώθηση ή σε μια πράξη εξευτελισμού του υπουργού, οι φύλακες θα αναγκάζονταν να παρέμβουν πιο δυναμικά και στη σύρραξη που ενδεχομένως θα ακολουθούσε να λάμβαναν μέρος και άλλοι κρατούμενοι. Οι ισορροπίες κρέμονται, άλλωστε, από μια κλωστή. Μπορούμε, ίσως, να αναλογιστούμε τη σημασία και τη βαρύτητα που θα αποκτούσε όχι μόνο για τον περίκλειστο κόσμο των φυλακών, αλλά και για όλη την αγωνιζόμενη κοινωνία η είδηση ότι ο υπουργός φυγαδεύτηκε από την Α΄ Ακτίνα των φυλακών Κορυδαλλού κάτω από γιουχαΐσματα και ύβρεις, με τους φρουρούς να καταφεύγουν στη βία για να τον σώσουν.

Τελικά, όπως προανέφερα, η δυναμική της παρέμβασής μας εξαντλήθηκε στον έντονο λεκτικό προπηλακισμό. Ακόμα και έτσι, εξ αιτίας του γεγονότος ο υπουργός και η κουστωδία του εγκατέλειψαν εσπευσμένα την Ακτίνα κάτω από τις αποδοκιμασίες και τα ειρωνικά σχόλια των κρατουμένων. Ο αντίκτυπος της κίνησής μας ήταν θετικότατος. Αρκετοί κρατούμενοι μας έσφιξαν το χέρι και πολλοί είχαν ένα έντονο χαμόγελο επιδοκιμασίας στα χείλη. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι διάφοροι ρουφιάνοι της υπηρεσίας και όσοι με τη στάση και τη συμπεριφορά τους στις φυλακές προωθούν τις λογικές της συνδιαλλαγής και της διαμεσολάβησης, οι οποίοι εμφανώς δυσανασχέτησαν με την ένταση και τη δυναμική που θα μπορούσε να λάβει η παρέμβασή μας. Λίγη ώρα αργότερα, ο υπουργός δέχτηκε σε χώρο της φυλακής εκτός της Ακτίνας και με την παρουσία ανθρωποφυλάκων μέλη της επιτροπής κρατουμένων και, σε μια προφανή ένδειξη δημοκρατικότητας, όσους κρατούμενους επιθυμούσαν να μιλήσουν μαζί του.
Αποκτά, νομίζω, ιδιαίτερη σημασία ως προς και την κατάδειξη ορισμένων χαρακτηριστικών της ίδιας της φυλακής, να δούμε ποιος κόσμος, πέρα από ορισμένα μέλη της περιορισμένου κύρους και επιρροής επιτροπής αγώνα, λειτούργησε κατά τη διάρκεια της παρέμβασής μας εξισορροπιστικά και σε μια κατεύθυνση κατευνασμού πιθανών επιθετικών διαθέσεων που θα επεδείκνυαν οι άλλοι κρατούμενοι.

Στην Α΄ Ακτίνα βρίσκεται κρατούμενη μια ισχυρή ομάδα του επονομαζόμενου «κόσμου της νύχτας», ένα είδος μαφίας (με όλο το στοιχείο της υπερβολής που ενέχει η χρήση του όρου για την περιγραφή φαινομένων της ελληνικής πραγματικότητας) με πολυσχιδείς πρωτοβουλίες σε ένα ευρύ πεδίο νόμιμων και παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι επικεφαλής αυτών των ομάδων, οι επονομαζόμενοι «νονοί», είναι στην πραγματικότητα επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται άλλοτε παράνομα και άλλοτε νομότυπα σε ένα πεδίο της αγοράς που λειτουργεί παρά την επίσημη οικονομία και παρά το κράτος –αλλά σε προφανή διαπλοκή μαζί του- και εκτείνεται σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων (νύχτα, λαθρεμπόριο, τζόγος, όπλα κλπ). Πρόκειται για έναν δυναμικό τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας με μεγάλο κύκλο εργασιών, που αποτέλεσε για το ελληνικό κεφάλαιο της αρπαχτής και της απάτης ένα διαχρονικό πεδίο κερδοφορίας. Για τον έλεγχο αυτής της αγοράς συγκρούονται, κατά καιρούς μέχρις εσχάτων, επιχειρηματικές ομάδες με χαρακτηριστική δομή, οργάνωση και αξιακούς κώδικες, που διαθέτουν –ιδίως οι πιο ισχυρές- έναν μικρό στρατό από σωματώδεις «γυμναστηριακούς» τύπους, τους λεγόμενους «μπράβους», τους οποίους στρατολογούν από τη μεγάλη δεξαμενή του λούμπεν προλεταριάτου, απ’ όπου προέρχεται και οι πλειοψηφία των νονών.

 Όπως είναι επόμενο, οι δραστηριότητες τέτοιων ομάδων είναι σχεδόν πλήρως ελεγχόμενες, αν όχι καθοδηγούμενες, από διάφορα κέντρα εξουσίας, τα οποία άλλωστε νέμονται και ένα σημαντικό κομμάτι των κερδών της αγοράς, ενώ ακόμα και αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ τους αντανακλά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που υπάρχουν μέσα στο έτσι κι αλλιώς διεφθαρμένο σώμα της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των πολιτικών. Η παρέμβαση του κράτους συνίσταται ακριβώς στη διαμόρφωση των ισορροπιών που το ωφελούν, είτε με την προώθηση των ευνοούμενών του είτε βγάζοντας εκτός παιχνιδιού τους παίκτες που δεν συμμορφώθηκαν στους κανόνες του ή επιχειρούν να αυτονομηθούν και να επεκταθούν σε άλλου τύπου παράνομες δραστηριότητες.
Εντός της φυλακής οι ομάδες αυτές διατηρούν τόσο τη δομή, το ήθος και το ύφος τους όσο και τις «άκρες» τους στο σύστημα, γεγονός που τις αναδεικνύει, όπως συμβαίνει στη δική μας πτέρυγα, σε κυρίαρχη δύναμη. Μια δύναμη που λειτουργεί κατ’ ανάλογο τρόπο με έξω -παρά την επίσημη εξουσία, αλλά και σε διασύνδεση με αυτή, και συμμετοχική για πολύ κόσμο στα κατώτερα επίπεδα-, η οποία κατά περιστάσεις εμφανίζεται ισχυρότερη και από αυτή τα δύναμη της υπηρεσίας. Έτσι εξηγούν, μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς τα ιδιαίτερα προνόμια που απολαμβάνουν, τα οποία αποτελούν πρόκληση για τους υπόλοιπους κρατούμενους. Οι τελευταίοι είτε από φόβο είτε από μοιρολατρία συνήθως δεν αντιδρούν, καταλήγουν να τα θεωρούν αυτονόητα –όπως αυτονόητη θεωρούν και την εξουσία της υπηρεσίας- και τελικά προστρέχουν σε αυτούς για να κερδίσουν την εύνοιά τους με την ελπίδα ότι αυτή θα κάνει τη διαβίωσή τους στη φυλακή πιο ανεκτή.

Στην πραγματικότητα, τα προνόμια που απολαμβάνουν οι ομάδες αυτές στη φυλακή δεν είναι το αποτέλεσμα του φόβου που ενδεχομένως αισθάνεται η υπηρεσία απέναντί τους ούτε αποκλειστικά απότοκος μιας οικονομικής συναλλαγής, αλλά το προϊόν της ίδιας της διαπλοκής και της αλληλεξάρτησής των δύο εξουσιών, της επίσημης της υπηρεσίας και της άτυπης των ομάδων, που εκφράζεται με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων από την πρώτη προς τις δεύτερες. Στο ιδιαίτερα ρευστό και κοινωνικά οξυμμένο περιβάλλον των φυλακών είναι συχνά προς συμφέρον της υπηρεσίας η παραχώρηση μέρους των αρμοδιοτήτων της σε πιο ευέλικτες μορφές εξουσίας, που μπορούν να επιλύουν τα προβλήματα και τις διενέξεις που γεννά η αθλιότητα των συνθηκών εκεί όπου η παρέμβαση της υπηρεσίας θα προκαλούσε περαιτέρω εντάσεις. Με τη μετάθεση μέρους των ευθυνών της η υπηρεσία απαλλάσσεται τόσο από το βάρος των αντίστοιχων υποχρεώσεών της απέναντι στους κρατούμενους όσο και από τις προστριβές και τις αντιδράσεις που θα δημιουργούσε η αδυναμία ικανοποιητικής ανταπόκρισής της σε αυτές. Στο βαθμό, μάλιστα, που οι εκάστοτε ομάδες παρακάμπτουν –με την ανοχή της διοίκησης- τις δυσλειτουργίες που προκαλεί η ακριβής τήρηση των κανονισμών και ξεπερνούν πιο άνετα τα εμπόδια της γραφειοκρατίας, το σύστημα αποκτά ευελιξία και σχετική σταθερότητα. Τα προνόμια και οι διευκολύνσεις που απολαμβάνει η ομάδα είναι, αφενός, το αντίτιμο της κρίσιμης εκδούλευσης που προσφέρει στην υπηρεσία και, αφετέρου, το μέσο με το οποίο εδραιώνει την εξουσία της. Για τη νομή, άλλωστε, ακόμα και των πιο ασήμαντων φαινομενικά αποτελεσμάτων αυτής της εξουσίας προστρέχουν στους εκπροσώπους της ομάδας δεκάδες κρατούμενοι, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια «λαϊκή βάση» από ευνοούμενους και παρατρεχάμενους. Πρόκειται για ένα σύστημα βολικό για όλους. Οι παρατρεχάμενοι περισσότερο ή λιγότερο τη βολεύουν, ο δείκτης της δυσφορίας στη φυλακή μειώνεται και η διαπραγματευτική ισχύς της ομάδας με την υπηρεσία αυξάνεται. Με αυτό το ιδιότυπο μοντέλο εξουσίας που εφαρμόζεται, το σύστημα επιτυγχάνει βραχυπρόθεσμα την αντιμετώπιση προβλημάτων που η δραματική μείωση των κρατικών δαπανών και η ανέχεια των περισσότερων κρατουμένων θα καθιστούσε υπό άλλες συνθήκες αδύνατη.

Τα ιδιαίτερα, τώρα γνωρίσματα που παρουσιάζει η συγκεκριμένη ομάδα που βρίσκεται κρατούμενη στην Ακτίνα μας, καθιστούν την περίπτωσή της πραγματικά ξεχωριστή. Εμφανίζεται καταρχήν ως εκφραστής ενός αξιακού κώδικα φορτισμένου από μια έντονη αντιρουφιάνικη και αντιμπατσική ρητορική και αξιώνει το ρόλο του εγγυητή των παραδοσιακών αξιών που διέπουν φαντασιακά τον κόσμο των φυλακών: της λεγόμενης αντροσύνης, της μπέσας έως και αυτής ακόμα της αντίστασης στο σύστημα.
Φτάνουν, μάλιστα, κάποιοι να την χαρακτηρίσουν μέχρι και «αντι-υπηρεσιακή», παρ’ όλη  την εμφανή διαπλοκή της με την υπηρεσία και την εξόφθαλμη σχέση οικειότητας και αβροφροσύνης που διατηρεί καθημερινά με τους ανθρωποφύλακες.
Η διαστρέβλωση του περιεχομένου της αγωνιστικής στάσης μέσα στη φυλακή, όπως την νοηματοδότησαν με τους αγώνες και το αίμα τους ο Κεχαΐδης, ο Τεμπερεκίδης, ο Πετρόπουλος, ο Πάλλης και τόσοι άλλοι κρατούμενοι για δεκαετίες, καθιστώντας την κομμάτι της συλλογικής συνείδησης του κινήματος, δεν προσβάλλει απλά την ιστορική μνήμη των αγώνων, αλλά έχει προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη ενός δυναμικού κινήματος αγώνα στις φυλακές σήμερα. Η άρση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ υπηρεσίας και κρατουμένων, κατ’ επέκταση μεταξύ κράτους και κοινωνίας, σημαίνει την αποικιοποίηση -και μάλιστα αναίμακτα- από το κράτος ζωτικού χώρου από την κοινωνία, που του επιτρέπει να εδραιώνει την εξουσία του, να την  κοινωνικοποιεί και τελικά να λειαίνει τις αντιθέσεις και να αλλοτριώνει τους καταπιεσμένους.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι κάποιοι από αυτές τις ομάδες, έχουν φιλοτεχνήσει ένα ιδεολογικό προφίλ με έντονες κοινωνικές- πολιτικές αναφορές, που φέρουν ένα αριστερό ή αντιεξουσιαστικό πρόσημο, και έχουν επιδιώξει πολιτικές επαφές με χώρους και κρατούμενους, που δείχνουν μάλιστα να καρποφορούν. Φαίνεται ότι για τα πολιτικά και τα αξιακά στεγανά ενός κομματιού του κινήματος μερικά επαναστατικά λογάκια ή κάποιες «χειρονομίες» είναι αρκετές για να καταστήσουν φίλιες, δυνάμεις που εκ φύσεως και εξ’ αντικειμένου τοποθετούνται ανταγωνιστικά στο απελευθερωτικό πρόταγμα. Τη στιγμή που ο κοινωνικός αγώνας χιλιάδων ανθρώπων «σκανάρεται» ενδελεχώς μήπως και ανακαλυφθούν οι κραυγαλέες αντιφάσεις του και καταδικαστούν από την ανελέητη επαναστατική κριτική, οι αγωνιστικές δυνάμεις των νονών, μπράβων και λοιπών «εξεγερμένων» περνάνε με επιτυχία το – διάτρητο-  σύστημα των εξετάσεων και καθίστανται τόσο εντός όσο και εκτός φυλακής σημείο κοινωνικής ή/και (στη χειρότερη περίπτωση) πολιτικής αναφοράς.

Η ανισομέρεια που εμφανίζει η κοινωνικοπολιτική απεύθυνση μέρους  του κινήματος, την περίοδο μάλιστα που διαρκώς αυξανόμενα τμήματα των εκμεταλλευομένων δείχνουν να απεγκλωβίζονται από τις κυρίαρχες πολιτικές και οργανωτικές νόρμες, εγείρει ασφαλώς πολλά  ερωτήματα ως προς το αντιληπτικό και αξιακό του επίπεδο. Είτε, λοιπόν, το συγκεκριμένο κομμάτι του κινήματος αδυνατεί να αντιληφθεί τι αντιπροσωπεύουν κοινωνικά και ταξικά αυτού του είδους οι ομάδες είτε το αντιλαμβάνεται και συνάπτει συνειδητά πολιτικές επαφές.

Και στις δύο περιπτώσεις αναδεικνύονται, κατά τη γνώμη μου, σοβαρές ελλείψεις πολιτικού και αξιακού βάθους. Αν συμβαίνει το πρώτο, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοιο μέγεθος πολιτικού αποπροσανατολισμού που πρέπει ασφαλώς να προβληματίσει όλο το κινηματικό πεδίο, από το οποίο έγινε, άλλωστε, η παραγωγή της συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας. Γιατί η ανικανότητα εκτίμησης και ερμηνείας στοιχειωδών χαρακτήρων και ρόλων που αναπτύσσονται εντός του κόσμου της κυριαρχίας, πέραν του πρόδηλου (του πολιτικού, του δικαστή, του μπάτσου, του αφεντικού κ.ά.), τη στιγμή μάλιστα που αυτοί οι χαρακτήρες εμφανίζουν τόσο εμφατικά το περιεχόμενό τους, όπως κραυγαλέα κάνει ο κόσμος των «μπράβων», σημαίνει ταυτόχρονα και μια ανεπαρκή κατανόηση του ίδιου του καπιταλιστικού φαντασιακού και των σημασιών του. Ανεπάρκεια που αναπόδραστα εκτείνεται και στο επίπεδο κατανόησης της ίδιας της εκμεταλλευόμενης κοινωνίας, του σημερινού της περιεχομένου και χαρακτήρα, και η οποία φανερώνει το βαθμό της κοινωνικής αποξένωσης στην οποία έχει περιέλθει σήμερα μέρος του κινήματος. Η στερεοτυπική, άλλωστε, και γεμάτη αφορισμούς κριτική της κοινωνίας στην οποία επιδίδονται με ζήλο αυτό ακριβώς καταδεικνύει. Η άγνοια που επιφέρει τελικά η μακρόθεν θέαση των αναγκών, των προβλημάτων και των αγώνων της κοινωνίας είναι πρακτικά η ουσία του (πολιτικού) μικροαστισμού που διεισδύει επικίνδυνα σήμερα ακόμα και μέσα στην πιο επαναστατική ρητορεία και πρακτική και μπορεί να στομώσει ακόμα και την πιο επιθετική δυναμική.

Στη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακραία έκφραση πολιτικού οπορτουνισμού. Η αναζήτηση στις γκρίζες ζώνες της παρά τον νόμο εξουσίας κοινωνικών-πολιτικών φιλιών υποκρύπτει στην ουσία ένα αλισβερίσι ισχύος και δύναμης, που είτε εκδηλώνεται εντός είτε εκτός φυλακής δομείται στη βάση του εξουσιασμού και της επιβολής, πλήρως αποξενωμένο από το ταξικό υποκείμενο και εκ των πραγμάτων ανίκανο να παραγάγει οποιοδήποτε κοινωνικό-απελευθερωτικό αποτέλεσμα παρά μόνο συμμαχίες εξουσίας –όχι λαϊκής πάντως.

Τα  θολά  ιδεολογήματα του ιλεγκαλισμού και του ατομικισμού, δια μέσου των οποίων προβλήθηκε η όσμωση με τους λεγόμενους ποινικούς από τη δεκαετία του ’90 και εξής, μετατόπισαν σημαντικά το βάρος των επιλογών και το περιεχόμενο της δράσης ενός δυναμικού κομματιού του κινήματος σε ατραπούς, που παρ’ όλη την εξεγερσιακή τους φόρτιση υποβάθμισαν τελικά την σύγκρουση με το σύστημα στην ατομική εξέγερση εναντία στη μισθωτή εργασία. Βαθύτατα μικροαστικά στον πυρήνα τους, παρά την αντίθετη ρητορική τους, τα ιδεολογήματα αυτά αποτέλεσαν κατ’ ουσία άρνηση της ταξικής πάλης. Από τη στιγμή που «ό,τι υπόσχεται η εργασία, το εξασφαλίζει η ληστεία» και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, η αντίσταση στον μισθωτό εκβιασμό συνδέθηκε μονοσήμαντα με την επίθεση στα ταμεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που φορτισμένη με μια μυθικού τύπου αξιολογική σήμανση μετατράπηκε σε κοινωνικό πρόταγμα. Στα μάτια πολλών αγωνιστών οι ταξικοί αγώνες στα εργασιακά κάτεργα καθίστανται πλέον κενοί περιεχομένου. Εντός  αυτής της συνθήκης, το ίδιο το προλεταριάτο καταλήγει να στερείται σημασίας και νοήματος, γίνεται κατά κυριολεξία α-νόητο.
Η απομάκρυνση από τον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς, που συνδέθηκε και με την απαξίωση του υποκειμένου που την βιώνει και την ανέχεται, οδήγησε σε μια αναζήτηση επαναστατικών υποκειμένων σε κοινωνικούς τόπους που βρίσκονταν σε μιαν ακαθόριστη ποιοτικά σύγκρουση με το νόμο. Στη βάση ενός αόριστου αντιμπατσικού πνεύματος της εκτόνωσης των εφηβικών και μετεφηβικών ψυχορμήτων και εντός ενός πολιτικού πλαισίου που ενίοτε συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «κάψε, κλέψε, διασκέδασε», προωθηθήκαν συνδέσεις με το ευρύ και ανομοιογενές φάσμα του «παραβατικού» ή του λούμπεν προλεταριάτου. Κάποιες φορές, ιδίως όταν η συνάντηση γινόταν στη βάση ενός πολιτικού πλαισίου, το πείραμα πετύχαινε, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληγε σε φιάσκο. Στα τελευταία 20 χρόνια, δεκάδες ποινικοί αστέρες έλαμψαν στο αναρχικό στερέωμα, πριν δύσουν μες το βούρκο από τον οποίον ανέτειλαν και αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους. Πληρωμένοι δολοφόνοι, ρουφιάνοι, πρεζάκηδες, άτομα βαθιά αλλοτριωμένα, γνήσια υποπροϊόντα του καπιταλισμού τίμησαν και εξακολουθούν να τιμούν με την παρουσία τους το αναρχικό κίνημα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η μονομέρεια στην κοινωνική και πολική απεύθυνση που επεδείκνυε η συγκεκριμένη τάση του κινήματος, την αποξένωνε ολοένα και περισσότερο από τα προβλήματα και τις ανάγκες της μεγάλης μάζας του προλεταριάτου, προήγαγε έναν ελιτισμό και μια υπεροψία που εκφράστηκε παράλληλα και με μια σαφή αντικινηματική διάθεση –που βέβαια την ίδια στιγμή δεν την εμπόδιζε να διατηρεί επαφές με την αριστερά της διαμεσολάβησης.

Σήμερα τα ιδεολογήματα αυτά, διατηρώντας τον ίδιο μικροαστικό τους πυρήνα, λαμβάνουν πιο σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά, εξελίσσονται και εκφράζονται υπό τη νέα σημαία του «αντικοινωνισμού» και του «μηδενισμού» με ιδιαίτερο πάθος και δυναμισμό. Με ανανεωμένο θεωρητικό και πρακτικό οπλοστάσιο, οι φορείς των νέων αντιλήψεων αυξάνουν ποιοτικά και ποσοτικά το βαθμό της βίαιης αντιπαράθεσης με το κράτος, την ίδια στιγμή που το πολιτικό και αξιακό τους υπόβαθρο δείχνει να αποσαρθρώνεται. Η ανακήρυξη του τέλους του ταξικού πολέμου την περίοδο της πιο σκληρής επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία, που ως νέοι Φουκουγιάμα εξήγγειλαν κάποιοι από τους πιο δυναμικούς εκπροσώπους τους, η κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων και η αντικατάστασή τους από μια ιδεαλιστικού χαρακτήρα διαίρεση και σύγκρουση μεταξύ εξεγερμένων και υποταγμένων, καθώς και οι εντονότατες αντικοινωνικές και αντικινηματικές αναφορές αποτέλεσαν τα νέα στοιχεία με τα οποία «αναβάθμισαν» τον πολιτικό μικροαστισμό που κληρονόμησαν από τους προκατόχους τους.
Τέτοιου τύπου κοινωνικές-πολιτικές προσεγγίσεις απέκτησαν αυξημένη επιρροή μέσα σε έναν «χώρο», που έδειχνε να αδυνατεί να δώσει συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση στην εξεγερτική κληρονομιά του Δεκέμβρη και να δημιουργήσει κεντρικές κινηματικές υποδομές. Ασφαλώς, η απαξίωση όσο και ο ιδιότυπος σνομπισμός με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν για χρόνια -όπως και μετά τον Δεκέμβρη- οι ανοιχτές συνελεύσεις και οι κεντρικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, ακόμα και από πολλούς που σήμερα παρουσιάζονται ως θιασώτες τέτοιων κινήσεων, είχαν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη των απαραίτητων συλλογικών διαδικασιών ενόψει της κρίσιμης, όπως όλοι εκτιμούσαν, περιόδου του 2009-2010. Τα ίχνη αυτής της αντίληψης ήταν εμφανή στον χαρακτήρα της παρέμβασης και δράσης που ανέπτυξε ο αναρχικός χώρος στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του πρώτου εξάμηνο του 2010.

Με αναιμική παρουσία στα προηγούμενα στάδια των απεργιακών διαδικασιών, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης δηλαδή, ο αναρχικός χώρος εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο τελευταίο στάδιο,  αυτό της διαδήλωσης, ανοργάνωτος, χωρίς διακριτή πολιτική παρουσία, με ασαφή τακτική και στρατηγική στόχευση, να αξιώνει το ρόλο του προνομιακού εκφραστή της κοινωνικής οργής και αγανάκτησης. Μόνο που πλέον, σημαντικό και ιδιαίτερα δυναμικό κομμάτι του δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία και τη δράση του στην πορεία ως κοινωνική, ούτε αισθάνεται κάποιου είδους αλληλεγγύη με τα υπόλοιπα κομμάτια που διαδηλώνουν. Ορισμένοι, μάλιστα, είναι πιθανόν να τα αντιμετωπίζουν ακόμα και εχθρικά και οι διεκδικήσεις τους να τούς φαίνονται ως ενδείξεις υποταγής. Η μαζικότητα μιας πορείας φτάνει τελικά να έχει σημασία μόνο ως προς τη χρηστικότητά της για την εκδήλωση των συγκρουσιακών τους διαθέσεων. Εντός αυτού του πλαισίου είναι αρκούντος κατανοητό, πώς όλη την κρίσιμη κοινωνικά περίοδο αμέσως μετά την υποταγή της χώρας στο ΔΝΤ, δεν κατορθώθηκαν ούτε καν προωθήθηκαν ουσιαστικές συνθέσεις με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Εννοώ, συνθέσεις βαθύτερες από αυτήν που γεννά η -σημαντικότατη-  κοινή συμμετοχή στις οδομαχίες, οι οποίες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα πεδίο κινηματικής αναφοράς για ευρύ φάσμα αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.

Με το αναρχικό κίνημα να μην μπορεί να συγκροτήσει έστω μια συνέλευση όλους αυτούς τους μήνες, ακόμα και για το στοιχειώδες ζήτημα της παρουσίας του στον δρόμο, το έδαφος για την ανάπτυξη του τυχοδιωκτισμού ήταν ανοιχτό. Τα διάφορα παρεάκια που αλώνιζαν τις απεργιακές διαδηλώσεις αγκαζέ με αρκετούς από αυτούς που σήμερα έχουν το θράσος να εμφανίζονται στις κινηματικές διαδικασίες σα να μην τρέχει τίποτα και επιτίθενταν με σφυριά σε όσους δεν κατανοούσαν την επαναστατική τους λύσσα ή εξφενδόνιζαν μολότοφ σε αρτοποιεία γεμάτα κόσμο, ήταν το προεικόνισμα αυτών που έμελλε να συμβούν.

Αν ως χώρος συνηθίζουμε να στηλιτεύουμε την κοινωνική αδιαφορία με τη φράση «η σιωπή είναι συνενοχή», το γεγονός ότι αρκετοί εξ αυτών που σήμερα πολεμούν τις εν λόγω πρακτικές ανέχονταν όλους αυτούς τους μήνες τα συγκεκριμένα άτομα όσο και τους πάτρωνες τους σε εκδηλώσεις και κοινωνικούς χώρους και εξακολουθούν να τούς ανέχονται, δείχνει την παθογένεια και το βαθμό αλλοτρίωσης που μαστίζει το κίνημα.

Η ουσιαστική όμως «καινοτομία» που κομίζουν στο κίνημα και την κοινωνία οι νέες επαναστατικές ιδέες, η πραγματική τομή σε σχέση με το παρελθόν, είναι η επαναλαμβανόμενη, και προφανώς συνειδητή, ανάδειξη σε κοινωνική αξία και σημείο αναφοράς του «νονού» που βρίσκεται κρατούμενος στην Ακτίνα μας, γεγονός που συνιστά μια σοβαρή πολιτική και αξιακή έκπτωση για τον λεγόμενο «αναρχικό αντικοινωνισμό».  Εξόχως αποκαλυπτική της εκπληκτικής δυνατότητας διείσδυσης των καπιταλιστικών σημασιών ακόμα και σε χώρους όπως η ένοπλη πάλη, όπου εξ’ αιτίας της πολιτικής και υπαρξιακής της βαρύτητας θεωρείται συχνά επαρκώς στεγανοποιημένη από την κυρίαρχη κοσμοεικόνα, η αναγόρευση σε τιμητή της κοινωνικής απάθειας χαρακτηριστικών εκπροσώπων του κόσμου της νύχτας σημαίνει, παράλληλα, την αλλοίωση βασικών κοινωνικών και ιστορικών σημάνσεων του επαναστατικού κινήματος.

Η τοποθέτηση στο ίδιο νοηματικό συνεχές του επαναστατικού εξεγερτικού λόγου και του λόγου της μαφίας, καθιστά τα όρια μεταξύ των δύο εξ’ αντικειμένου εχθρικών κόσμων δυσδιάκριτα, συμβάλλει στην εδραίωση επαφών μεταξύ τους και επιτείνει ασφαλώς τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό μέσα στο κίνημα και την κοινωνία. Αυτή ακριβώς τη σύγχυση αποτυπώνει εύγλωττα, άλλωστε, και η σύνδεση πολιτικών κρατουμένων με την άτυπη εξουσία των φυλακών. Σύνδεση που αντανακλάται σε ένα σύνολο καθημερινών δραστηριοτήτων. Οι επαφές, όμως, μεταξύ των κοινωνικών ομάδων δεν είναι ποτέ ουδέτερες, αλλά σημαίνονται εμφατικά από τη θέση που κατέχει κάθε μία στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό. Οι πολιτικοί κρατούμενοι και η άτυπη εξουσία της φυλακής, όπως και οι αγωνιστές του επαναστατικού κινήματος και ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος, αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους οι οποίοι αν για λόγους τακτικής δεν βρίσκονται σε άμεση σύγκρουση, πρέπει εν τούτοις να διατηρούν τις αποστάσεις.   

Αυτή ακριβώς η δραματική μείωση των αποστάσεων, σε συνδυασμό με την κραυγαλέα έλλειψη μιας οργανωτικής πολιτικής βάσης, ήταν που επέδρασε αρνητικά ως προς την εκδήλωση μιας πραγματικής δυναμικής και εξεγερτικής πρωτοβουλίας κατά την επίσκεψη Καστανίδη. Εγκλωβισμένοι λίγη ώρα πριν την άφιξη του υπουργού μέσα σε ένα πλέγμα συμβάσεων με την ενδιάμεση εξουσία της Ακτίνας, οι πολιτικοί κρατούμενοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι και με μειωμένα αντανακλαστικά στην είδηση της παρουσίας του υπουργού, αδυνατώντας πιθανόν και να αντιληφθούν ακόμη τη σημασία και την ευκαιρία μιας τέτοιας επίσκεψης. Με τη βιαστική και αμήχανη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών κρατουμένων να γίνεται υπό την παρουσία του αναμφισβήτητου «αφεντικού» της Ακτίνας και να διακόπτεται από τις παροτρύνσεις του για διάλογο και ηρεμία, γίνεται κατανοητό το είδος της – έστω ολιγόλεπτης – προετοιμασίας  που είχε η πολιτική μας παρέμβαση. Ο μοναδικός, ίσως, αστάθμητος παράγοντας στην Ακτίνα, οι πολιτικοί κρατούμενοι, η δύναμη που θα μπορούσε να εκφράσει την κοινωνική οργή και τη διάθεση για σύγκρουση των κρατουμένων, βρέθηκε την ώρα που ο Καστανίδης διάβαινε την κιγκλίδα να συνομιλεί για το θέμα με τη δύναμη εκείνη που προωθεί μέσα στη φυλακή τον διάλογο και την ομαλότητα.

Εκείνη τη στιγμή, η σύγκρουση με το κράτος προϋπέθετε την ακόμα πιο δύσκολη ίσως αντιπαράθεση με την άτυπη εξουσία της Ακτίνας και την διάρρηξη των σχέσεων φιλίας και αλληλοβοήθειας που έχουν αναπτυχθεί, κάτι που οι πολιτικοί κρατούμενοι, χωρίς άλλωστε ενιαίο λόγο και αντίληψη, ούτε μπορούσαν ούτε προφανώς επιθυμούσαν. Αναπόδραστα, το θυμικό και ο αυθορμητισμός κάποιων συντρόφων δεν μπορούσε να προσδώσει στη δυναμική της παρέμβασης κάτι παραπάνω από τον χαρακτήρα της λεκτικής επίθεσης που προσέλαβε και παρόλο το αίσθημα ανάτασης που νοιώσαμε, μας έμεινε τελικά η πικρή γεύση της χαμένης ευκαιρίας.
Λίγες μόνο μέρες αργότερα, την ημέρα της απεργιακής διαδήλωσης της 15ης Δεκέμβρη, τη φυλακή επισκέφθηκε η διακομματική επιτροπή της Βουλής. Αν και η επίσκεψη ήταν αναμενόμενη και είχε ιδωθεί και σαν μια ευκαιρία επανόρθωσης των λαθών που έγιναν κατά την επίσκεψη Καστανίδη, η ανυπαρξία οργάνωσης και σχεδιασμού είχε σαν αποτέλεσμα μεμονωμένες λεκτικές αντιδράσεις και πάλι – αν και μικρότερου εύρους –, οι οποίες όμως ανάγκασαν τους βουλευτές να αποχωρήσουν εσπευσμένα από την Ακτίνα.

Μια δυναμικού τύπου αντιμετώπιση των εκπροσώπων του κοινοβουλίου θα αποκτούσε έναν ιδιαίτερα συμβολισμό την ίδια ημέρα που οι διαδηλωτές συγκρούονταν με πρωτοφανή ένταση στους δρόμους της Αθήνας και ξυλοκοπούσαν τον βουλευτή Χατζηδάκη. Σε αντίθεση, πάντως, με τους συνήθως εγκαλούμενους για μη επαρκή εξεγερτισμό διαδηλωτές, οι εκπρόσωποι της «αντισυστημικής» νύχτας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνεχίζουν να ομιλούν φιλικά με την κρατική αντιπροσωπεία.
Στην κρίσιμη φάση του ταξικού πολέμου που διανύουμε στην εποχή της ιμπεριαλιστικής κατοχής από ΕΕ, ΔΝΤ και ΕΚΤ, οι αυξημένες ανάγκες του αγώνα τοποθετούν ασφαλώς το περιεχόμενο της κοινωνικής-ταξικής πάλης σε νέες βάσεις. Το επαναστατικό-εξεγερτικό κίνημα, αν θέλει σήμερα πραγματικά να είναι ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό απέναντι στην παγκόσμια επέλαση του κεφαλαίου, οφείλει να ανεβάσει τις οργανωτικές, θεωρητικές και επιχειρησιακές του ικανότητες στην επίδοση που επιβάλλουν οι αντικειμενικές συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η κυρίαρχη τάξη ανεβάζει διαρκώς το επίπεδο της εκμετάλλευσης, της ταξικής βίας και των οργανωτικών της δομών, κυριολεκτικά καλπάζει, την ώρα που το κίνημα, παρά τις εξάρσεις και τις επί μέρους δυναμικές που αναπτύσσει, δείχνει να αδυνατεί να προωθήσει ευρύτερες κοινωνικές συνθέσεις και να θέσει την πολιτική και οργανωτική βάση για τη συγκρότηση ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού ανατρεπτικού μετώπου.

Σε αυτή την κρίσιμη καμπή του κοινωνικού ταξικού-πολέμου, οι δεκάδες πλέον πολιτικοί κρατούμενοι που βρίσκονται έγκλειστοι στις φυλακές της χώρας, αποτελούν δυνητική βόμβα στα θεμέλια ενός από τους πλέον βάρβαρους όσο και ζωτικούς για την κυριαρχία θεσμούς. Η διάνοιξη ενός μόνιμου πεδίου κοινωνικής αντιπαράθεσης με το κράτος, εντός μιας συνθήκης που θα επιδεινώνεται ταχέως και θα παράγει διαρκώς ολοένα και περισσότερες αιτίες και αφορμές για σύγκρουση και εξέγερση, επιβάλλει επιτακτικά την ανάγκη αρτιότερων μορφών πολιτικής οργάνωσης και επικοινωνίας. Οι δεκάδες φυλακισμένοι σύντροφοι, φορείς ενίοτε διαφορετικών εμπειριών αγώνα όσο και κοινωνικοπολιτικών αφετηριών, μέσων και τακτικής, εκφραστές ακόμα και διαφορετικών κοσμοθεωρητικών στάσεων, συνθέτουν ένα αξιοσημείωτο κομμάτι του μωσαϊκού του επαναστατικού κινήματος και, γιατί όχι, μια μικρή αλλά σημαντική αντανάκλαση της ίδιας της κοινωνίας.

Η συλλογικοποίησή τους, η σύνθεση, όπου είναι δυνατόν, των διαφορετικών δυνατοτήτων της επαναστατικής δράσης που εκφράζουν άτομα και ομάδες, είναι κατά τη γνώμη μου σήμερα απαραίτητος όρος τόσο για την ανάπτυξη του αγώνα των πολιτικών κρατουμένων στη φυλακή όσο και για την αντιμετώπιση και πάντα δύσκολων συνθηκών του εγκλεισμού. Στην κατεύθυνση αυτή η συγκρότηση της συνέλευσης της συλλογικότητας των πολιτικών κρατουμένων θα αποτελέσει, νομίζω, το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της αναγκαίας πολιτικής βάσης, επί της οποίας θα συνδιαμορφώνονται τακτικές και στρατηγικές στοχεύσεις.
Η οργανωμένη παρουσία και δράση των πολιτικών κρατουμένων στη φυλακή διανοίγει νέους δρόμους για την εδραίωση και την εμβάθυνση των σχέσεων τους με τον εξεγερμένο κόσμο των φυλακών, συγκροτεί έναν ισχυρό πόλο συνείδησης όσο και επαφής με το κίνημα αλληλεγγύης και δρα καταλυτικά ως προς το καίριο πάντα ζητούμενο της επαναστατικής δράσης στη φυλακή, στη δημιουργία, εν τέλει, ενός μαζικού εξεγερτικού κινήματος.


Άρης Σειρηνίδης
πολιτικός κρατούμενος, Α΄ Ακτίνα Φυλακών Κορυδαλλού

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Γιώργος Γαλανός - Της Πατρίδας μου η σημαία

Της Πατρίδας μου η σημαία
έχει χρώμα βαυαρικό
και στην άκρη χαραγμένο
τον εγγλέζικο σταυρό.


Υποστηρίζεται από εθνικόφρονες κύκλους, ότι η ελληνική σημαία αποτελεί σύμβολο ελευθερίας, γιά το οποίο έχουν χυθεί ποταμοί αίματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΄40. Τις τελευταίες ημέρες σε συζητήσεις στο διαδίκτυο και στους τηλεοπτικούς δέκτες αυξάνουν αυτοί, που υποστηρίζουν, ότι ο κόσμος πρέπει να αντιταχθεί στο Δ.Ν.Τ. κατεβαίνοντας στους δρόμους κρατώντας -όχι κομματικές, αλλά- μόνο την ελληνική σημαία, σαν ένδειξη εθνικής ενότητας.

Η ελληνική σημαία ωστόσο, συμβολίζει ακριβώς εκείνες τις «αξίες», που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση (βυζαντινισμό, διαπλοκή, διαφθορά, θεοκρατία, υπανάπτυξη κ.λπ.). Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε πώς προέκυψε η «εθνική» μας σημαία και τι συμβολίζει.

Ένας ακόμα μύθος της Ρωμιοσύνης

Η επιλογή των χρωμάτων και τής μορφής τής σημαίας τού νεοελληνικού κρατιδίου αποτελεί έναν ακόμα μύθο τής Ρωμιοσύνης, οι νεαροί μαθητές τής οποίας διδάσκονται στα σχολεία, ότι τα χρώματά της συμβολίζουν δήθεν το γαλάζιο τής θάλασσας τού Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων, ενώ οι εννέα λωρίδες της τις συλλαβές τής φράσης «ελευθερία ή θάνατος».

Η πλειονότητα των σημερινών κατοίκων τής Ελλάδας αγνοούν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή τα χρώματα τής σημαίας τής σύγχρονης Ελλάδας (μπλέ και άσπρο) καθορίστηκαν από τον Όθωνα, για να ταιριάζουν με τα χρώματα τής σημαίας τής Βαυαρίας, ενώ η μορφή της (πέντε μπλέ και τέσσερις λευκές οριζόντιες λωρίδες με σταυρό επάνω αριστερά) καθορίστηκε από τον αγγλόφιλο Αλ. Μαυροκορδάτο κι αποτελεί απλή αντιγραφή τής σημαίας των Άγγλων αποικιοκρατών στην Ινδία.

Απόφαση καθιέρωσης σημαίας γιά το νέο κράτος

Με το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», που προέκυψε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο (Ιανουάριος 1822) καθορίστηκε γιά πρώτη φορά ενιαίος τύπος εθνικής σημαίας με χρώματα γαλάζιο και λευκό, ανατέθηκε δε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της (παρ. ρδ΄ και ρε΄).

Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η με αριθμό 540 απόφαση τής Προσωρινής Διοίκησης υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την οποία καθοριζόνταν η μορφή τής σημαίας. Για την ακρίβεια καθορίστηκαν τρείς τύποι σημαιών: μία πολεμική για την ξηρά (γαλάζια με μεγάλο άσπρο σταυρό) και δύο για τη θάλασσα: εμπορική (γαλάζια με άσπρο τετράγωνο επάνω αριστερά και γαλάζιο σταυρό εντός του) και πολεμική (γαλάζια, και ακριβώς ίδια στη μορφή με τη σημερινή σημαία, που γνωρίζουμε). Από τότε μέχρι σήμερα ακολούθησαν σειρά διαταγμάτων, που επέφεραν διάφορες παραλλαγές στους τύπους και τις διαστάσεις τών σημαιών (προσθαφαιρέσεις βασιλικών παρασήμων, στεμμάτων, εικόνας του αγ. Γεωργίου κ.λπ.).

Από τους διάφορους τύπους σημαιών δεν άλλαξε η μορφή (αλλά μόνο το χρώμα) τής πολεμικής σημαίας τής θάλασσας. Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε ειδικά με αυτή τη σημαία και τους λόγους, που επιλέχθηκε η συγκεκριμένη της μορφή και τα χρώματα, καθ΄ ότι έχει ταυτισθεί απόλυτα με τήν έννοια του νεοελληνικού έθνους / κράτους και αποτελεί σήμερα την επίσημη -ενιαία γιά όλες τις εκδηλώσεις- σημαία της σύγχρονης Ελλάδας.

Ο Όθων αλλάζει τα χρώματα τής ελληνικής σημαίας, για να ταιριάζουν με τα χρώματα τής σημαίας τής Βαυαρίας

Μερικά χρόνια μετά την πρώτη εθνοσυνέλευση, ο νέος βασιλιάς αποφάσισε να αλλάξει το γαλάζιο χρώμα τής σημαίας και να το κάνει πιό σκούρο (λιγότερο γαλάζιο και περισσότερο μπλέ), προκειμένου να ταυτίζεται με τα χρώματα τής σημαίας τής Βαυαρίας (βλ. παραπλεύρως εικόνα), από τον βασιλικό οίκο τής οποίας προερχόταν ο Όθων.

Ο αγγλόφιλος Μαυροκορδάτος αντιγράφει τη σημαία των άγγλων αποικιοκρατών

Περισσότερο ενδιαφέρον όμως, παρουσιάζει ο λόγος, γιά τον οποίο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη μορφή γιά τη σημαία. Ο Μαυροκορδάτος, τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όσο και επί Όθωνα ήταν ο κύριος εκφραστής τής αγγλικής πολιτικής. Επέλεξε λοιπόν ως μορφή τής ελληνικής σημαίας τη σημαία τής περιβόητης αποικιοκρατικής British East India Company, τής -υπό την αιγίδα τού αγγλικού κράτους- εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών.

Μιάς εταιρείας, η οποία καταλήστευσε τον πλούτο τής Ινδίας (βαμβάκι, αλάτι κ.λπ.). Μιά εξέγερση Ινδών το 1857 καταπνίγηκε στο αίμα με μαζικές δολοφονίες αμάχων. Η εταιρεία πλούτισε ακόμα περισσότερο από το λαθρεμπόριο οπίου με την Κίνα. Το όπιο, που παραγόταν στις Ινδίες με ελάχιστο κόστος, διοχετευόταν στην Κίνα μέσω διεφθαρμένων κρατικών μηχανισμών, όπου ανταλλασσόταν κυρίως με τσάι και μετάξι, προϊόντα, που έβρισκαν έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον στην Αγγλία. Η αντίδραση τής Κίνας στο λαθρεμπόριο οπίου τής East India Company οδήγησε το 1839 τις δύο χώρες σε πόλεμο.

Η εικονιζόμενη σημαία ήταν τής East India Company (1700). Aποτελείτο αρχικά από έξη κόκκινες και πέντε λευκές οριζόντιες λωρίδες, που αργότερα μειώθηκαν σε πέντε και τέσσερις αντίστοιχα. Ο σταυρός επάνω αριστερά είναι τού Αγίου Γεωργίου και συμβολίζει το Βασίλειο τής Αγγλίας. Η σημειολογική πλευρά τής επιλογής τής μορφής τής σύγχρονης ελληνικής σημαίας, που έγινε από τον εκφραστή τής αγγλικής πολιτικής, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ήταν η ανάδειξη τής χώρας -πριν ακόμη απελευθερωθεί από τους οθωμανούς- σε προτεκτοράτο των Άγγλων…

Διάφοροι ανατολικοί λαοί έκαναν χρήση σημαιών· όπως γιά παράδειγμα αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη: «Ας στρατοπεδεύωσιν οι υιοί Ισραήλ έκαστος πλησίον τής σημαίας αυτού μετά τού σημείου τού οίκου των πατέρων αυτών κύκλω τής σκηνής του μαρτυρίου». («Αριθμοί», β: 1-2). Οι αρχαίοι Έλληνες τουλάχιστον μέχρι την κλασική εποχή (όπως άλλωστε και κάθε ελεύθερος άνθρωπος), δεν χρησιμοποιούσαν σημαίες, όπως σήμερα, αφού δεν είχαν ανάγκη να σέρνονται σαν πρόβατα στη σφαγή, πίσω από «σύμβολα». Αυτό δεν οφειλόταν, στο ότι… οι σημαίες δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί -χρησιμοποιούνταν ενίοτε σημαίες, γιά να δηλώνουν όμως, διαταγές κατά τη διάρκεια των μαχών- αλλά, στο ότι διαμόρφωναν οι ίδιοι (και όχι μέσω «εξηγητών») τα σημαίνοντα και σημαινόμενα των πολιτειών τους, έτσι ώστε να μην χρειάζονται «συμβολοποιήσεις», «επεξηγήσεις» και άλλες μαντροποιήσεις. Ευρύτερη χρήση σημαιών εμφανίστηκε σταδιακά με το θάνατο τού πολιτικού ανθρώπου, από την επικράτηση των Μακεδόνων κι ύστερα (οπότε θάφτηκε και η πολιτική αυτονομία των πόλεων κι οι άνθρωποι άρχισαν να κοπαδοποιούνται), κατά τη ρωμαιοκρατία, ενώ άκμασε κατά το βυζαντινό μεσαίωνα.

Αφρίζουν οι νεοέλληνες υπερπατριώτες κάθε φορά, που ένα κομμάτι τής κοινωνίας αποφασίζει να δείξει έμπρακτα την αποστασιοποίησή του από το κοινωνικό μαντρί τού «πατριωτισμού»/εθνικισμού. (Σ.2012: βλέπε κάψιμο του συμβόλου)

Μέσα στο παραλήρημά τους, οι ντοπαρισμένοι από το πατριωτικό ναρκωτικό, ελληναράδες, αγνοούν παντελώς την αρχαιοελληνική έννοια τής πατρίδας, όχι ως απλού εδαφικού χώρου, αλλά ως κατ΄ εξοχήν πολιτικού χώρου έμπρακτης κοινωνικής ευημερίας για όλους. (Βλ. Η έννοια τής πατρίδας και ο ιδεολογικός ευτελισμός της).

Αγνοούν επίσης ότι η σημαία, ο εθνοποιητικός αυτός μηχανισμός (όπως είναι κι ο εορτασμός επετείων, οι παρελάσεις, οι εκφωνήσεις λόγων κ.λπ., (βλ. Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται), που τούς έχουν δώσει, για να κάθονται μπροστά του προσοχή σαν πειθήνια και καλοκουρδισμένα αυτόματα, δεν στοχεύει σε τίποτε άλλο από τον διαρκή έλεγχο των αντανακλαστικών τους.

Όσον αφορά δε στο αίμα, που έχει χυθεί γιά την ελληνική σημαία και ειδικότερα γιά το ΄40, στο άρθρο μας 28η Οκτωβρίου 1940: Μιά «εθνική» επέτειος ντροπής δείξαμε, ότι αποτελεί μύθο η εκούσια «ηρωική» εμπλοκή μας στο αιματοκύλισμα, η οποία έγινε λόγω του ότι η Ελλάδα ήταν έρμαιο της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιγράφουμε από το άρθρο αυτό: «Σε αντίθεση με τους πολιτικάντηδες και τους πάτρωνές τους, που γνώριζαν εξ αρχής τα πάντα, αυτός που δεν γνωρίζει τίποτα είναι -ως συνήθως- ο «κυρίαρχος» λαός, που αποδεκατίστηκε για «ιδεώδη», τα οποία πρώτοι και καλύτεροι τα «γράφουν» στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, αυτοί που τόν έχουν βάλει να τα απαγγέλει σαν ποιηματάκια στις εθνικές επετείους, ή να τα ανεμίζει στις παρελάσεις. Όταν ο ηρωισμός δεν έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης, οι δάφνες «ηρωισμού» και «αυταπάρνησης», που οι δήμιοι απονέμουν στους σφαγμένους είναι ειρωνείες, που τα θύματα απλώς δεν τις αντιλαμβάνονται... Η μεγαλύτερη ντροπή και αυτοεξευτελισμός είναι το να τιμάς με «εθνικές» επετείους -και έτσι να διαιωνίζεις- την προσωπική και συλλλογική σου θυματοποίηση».


Η αγγλοβαυαρική σημαία τού νεοελληνικού προτεκτοράτου, μαρκαρισμένη με τον χαρακτηριστικό χριστιανικό σταυρό, δεν συμβολίζει τίποτε άλλο από το θρησκευτικό προσανατολισμό τού σύγχρονου νεοελληνικού κρατιδίου, τον επιβιώσαντα κοτσαμπασισμό τού Βυζαντίου και τής Τουρκοκρατίας και το χρέος υποταγής (μέχρι θανάτου) των Ρωμηών σε αυτά. Δεν πρόκειται επομένως γιά σύμβολο ελευθερίας, αλλά σκλαβιάς...

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

No Turning Back




Αυτό το βίντεο το σχεδίασε και το σκηνοθέτησε ο Celeste Potter για το τραγούδι της Sarah Blasko, που περιέχεται στο άλμπουμ As Day Follows Night. Αυστραλός στην καταγωγή ο Potter δουλεύει κυρίως για την μουσική βιομηχανία κάνοντας εξώφυλλα δίσκων και πόστερς...απολαύστε!

Waiting for the worms



ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΡΕΤΖΙΟΥ

tretzios@ekdotiki.gr

Στην αρχή ήταν το τείχος, όχι πολύ μεγάλο, όχι πολύ μακρύ, όχι πολύ επικίνδυνο για τα ατομικά μας δικαιώματα, τουλάχιστον τα δικά μας που ήμασταν από μέσα. Αργότερα βάλαμε και κροκόδειλους στο ποτάμι, αλλά η ιδέα δεν περπάτησε, ένας πέθανε από ασιτία, άλλος ένας έφαγε κάποιον της FRONTEX, σταδιακά φτάσαμε να τους τρώνε οι πεινασμένοι που ετοιμάζονταν να περάσουν στην άλλη πλευρά.

Στη θάλασσα τα πράγματα ήταν καλύτερα: αν δεν ξεβράζονταν ως πτώματα στις ακτές των νησιών, τους έβαζαν σε κάτι στρατόπεδα τόσο «φιλόξενα», ώστε στο τέλος ζητούσαν οι ίδιοι να γυρίσουν πίσω μπας και σωθούν. Στις πόλεις, λίγο αργότερα, είχαμε οργανώσει εκκαθαριστικά τάγματα, ο δε Αγιος Παντελεήμονας στην Αθήνα, δεν το συζητάμε, ήταν πρότυπος ζώνη. Α, στο ποτάμι δε σας είπαμε, ναι, εκεί τελικά, στις όχθες του, ξαναβάλαμε τις νάρκες, δε βαριέστε, λίγο απάνθρωπο, αλλά είχε δουλίτσα και η πολεμική μας βιομηχανία.

Ναι, ήταν κάπως άτσαλα τα μέτρα, αλλά απέδωσαν, ζωντανοί δεν περνούσαν πολλοί πια, είχε καθαρίσει και η ατμόσφαιρα, όσο να πεις. Και για τις κάμερες, μεγάλη αντίρρηση δε φέραμε: πρώτα τσιμπήσαμε αυτούς που σήκωναν τις μπάρες στα διόδια, ύστερα τους μεθυσμένους στους δρόμους που κατουρούσαν στις γωνίες και μετά τους πεζούς που περνούσαν με κόκκινο. Ε, παραβάτες δεν ήταν;

Εκεί που κάπως παραξενευτήκαμε ήταν όταν βγήκαν εκείνα τα περίπολα με τα περιβραχιόνια στους δρόμους και στρίμωχναν όσους είχαν περίεργη εμφάνιση και όσους είχαν προκλητική συμπεριφορά. Η πρόληψη, μας είπαν, είναι η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Και είχαν δίκιο, η εγκληματικότητα σχεδόν εκμηδενίστηκε. Τουλάχιστον από εκεί όπου την είχαμε συνηθίσει. Εξάλλου έγκλημα είναι η βία των θεσπισμένων οργάνων; Γι' αυτό δεν τους έχουμε, για να μας προστατεύουν;

Δεν ξέρω, όμως, πείτε με περίεργο και δύστροπο, αλλά τελευταίως έχω την αίσθηση ότι κάπως έχει ξεφύγει το πράγμα. Εντάξει με τα σημάδια στις πόρτες και τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές κάρτες με τις οποίες πρέπει να κυκλοφορείς, αλλά αυτές οι κάμερες που μας υποχρέωσαν να έχουμε μέσα στο σπίτι είναι κάπως ενοχλητικές. Ευτυχώς που είχαν προηγηθεί τα ριάλιτι στην τηλεόραση και όσο να 'ναι είχαμε μια εκπαίδευση, αλλά ακόμη κι έτσι δύσκολα αντέχεις τη φωνή που βγαίνει από εκεί: «Ασε κάτω το τσιγάρο, εγκληματία»! Ε όχι κι έτσι, ρε παιδιά, όχι και το τσιγάρο...

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

The Fly



Με τα μάτια μιας μύγας, μια ταινία κινούμενων σχεδίων που σκηνοθέτησε ο Ούγγρος Ferenc Rofusz και το 1981 πήρε το Academy Award for Animated Short Film.
Ρεαλιστικό και μελαγχολικό η σουρεαλιστικό και σαρδόνιο; Εσύ αποφασίζεις...

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Φώτης Τερζάκης - GESUNDHEIT MACHT FREI



Όχι, η κυρία Ξενογιανακκοπούλου (καλή της ώρα εκεί που πήγε, τής ευχόμαστε κι ακόμη μακρύτερα) δεν είναι ναζί· το ζήτημα είναι πόσοι ναζί αξιωματούχοι ήταν άνθρωποι όπως η κα Ξενογιαννακοπούλου, με υψηλό ηθικό φρόνημα και καλές προθέσεις, αποφασισμένοι ν’ απαλλάξουν οριστικά την ανθρωπότητα από τον εκφυλισμό και τη διαφθορά, από νοσηρές έξεις, νοσηρές ιδέες, νοσηρές φυλές... Αλλά βέβαια ο προσωπικός ζήλος είναι μόνο ένας παράγοντας, και όχι ο σημαντικότερος, στη μάστιγα που εξαπλώνεται σαν καρκίνος αυτή τη στιγμή στον κόσμο, τη σαδιστική καταδίωξη του καπνίσματος και των καπνιστών. Διότι η εντολή έρχεται «άνωθεν», και τα ανδρείκελα της πολιτικής, παντού στον κόσμο, είναι υποχρεωμένα να τη μεταβιβάσουν με τη σειρά τους προς τα κάτω... Η νομοθετική απαγόρευση του καπνίσματος «δημοσίως» ξεκίνησε από τις αγγλοσαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) και τη Σκανδιναβία, εκεί ακριβώς που οι ασφαλιστικές πολιτικές ενεπλάκησαν νωρίς με ευγονικές αντιλήψεις και δράσεις (περίπτωση Σκανδιναβίας) ή το σύστημα της ασφάλισης-περίθαλψης εκχωρήθηκε ολοκληρωτικά στην κερδοσκοπία του ιδιωτικού τομέα (περίπτωση ΗΠΑ). Όταν όμως την βλέπουμε να φτάνει σε χώρες που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν μία ζώνη αντίστασης, πολιτισμικής όσο και πολιτικής, στον ατλαντικό άξονα (όπως το Ιράν και η Συρία), χώρες με ανύπαρκτο ασφαλιστικό σύστημα και υποτυπώδη υγειονομική πολιτική (όπως η Ταϊλανδη, η Κένυα, η Ινδία) είτε χώρες με μακρά κουλτούρα καπνίσματος (όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος), οι τροχιές της σχεδιάζουν ασφαλώς τον χάρτη των γραμμών εντολής και διεύθυνσης που συνιστούν το σύστημα της παγκοσμιουποιούμενης βιοεξουσίας. Όσο σημαντικό ρόλο κι αν παίζουν τα οικονομικά συμφέροντα στην ανάδυσή του, φαινεται ότι τα κίνητρα δεν είναι μόνο ––η απλώς–– οικονομικά, με τη στενή έννοια του όρου: υπάρχει ένα επιπλέον σε όλες αυτές τις ανορθολογικές απαγορεύσεις, και αυτό είναι, προφανώς, μία άσκηση καθυπόταξης και ελέγχου των πληθυσμών, ανεξαρτήτως τού κατά περίπτωσιν ειδικού της περιεχομένου.

Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια εφαρμογής το νέου ––τρίτου κατά σειράν, αν δεν απατώμαι–– και πολύ αυστηρότερου αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα, υπήρξαν, σε αντίθεση με την άκρως ανησυχητική παθητικότητα των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, αξιοσημείωτες αντιδράσεις. Πολλά αντεπιχειρήματα ακούστηκαν, εντελώς εύλογα από εμπειρική άποψη: ο παραλογισμός ενός νόμου που τροποιεί τον αμέσως προηγούμενο, μόλις ενός χρόνου, ο οποίος αφού υποχρέωσε πολλούς καταστηματάρχες σε πολυέξοδες τροποποιήσεις ώστε να διαχωριστούν οι χώροι καπνιστών και μη καπνιστών, τους ανακοινώνει τώρα ότι είναι απλώς άχρηστες· η σχιζοφρένεια μιας κρατικής πολιτικής που από τη μία πλευρά καταστέλλει με κάθε δυνατό τρόπο τον κάπνισμα, ενώ από την άλλη επιδιώκει πρόσθετα δημόσια έσοδα από την αύξηση των δασμών καπνού· το βλακωδώς ανεπίκαιρο μιας απαγόρευσης η οποία, σε στιγμές απελπιστικής οικονομικής ύφεσης θα δώσει πιθανότατα τη χαριστική βολή σε ένα σωρό μικρούς καταστηματάρχες, με ανακυκλούμενες συνέπειες στο συνολικό πεδίο τής αγοράς· η κατάφωρη επιβεβαίωση των δεσμών αίματος ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τον υπόκοσμο στην Ελλάδα, καθώς οι μοναδικές εξαιρέσεις που προβλέπει ο νέος νόμος «φωτογραφίζουν» τα καζίνα και τα σκυλάδικα· η όξυνση των ταξικών διακρίσεων αφού, όπως γίνεται ήδη στη Δυτική Ευρώπη και αλλού, η παροχή ειδικών ορόφων για καπνιστές είναι προνόμιο των πολύ ακριβών καταλυμμάτων, κοκ. Παρότι όλα ισχύουν, δεν θα ήθελα να σταθώ σ’ αυτά.

Υπάρχουν όμως και τ’ αντεπιχειρήματα των μη καπνιστών, θα πει κάποιος. Δεκαετίες τώρα οι εκλαϊκευτικοί δίαυλοι τής επιστήμης μάς βομβαρδίζουν με ανατριχιαστικές αναφορές για ολέθριες επιπτώσεις του καπνού στην υγεία, και συναγωνίζονται σε μελοδραματικότητα ειδικά όσον αφορά τη μοίρα των αθώων εκείνων θυμάτων, των «παθητικών καπνιστών» – και είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να επηρεάζονται. Δεν χρειάζεται να μπω εδώ στη συζήτηση αναφορικά με την εγκυρότητα των λόγων τής θεσμοποιημένης ιατρικής: κανένας στοιχειωδώς ενήμερος δεν αγνοεί ποιοι χρηματοδοτούν την ιατρική έρευνα στις ημέρες μας κι ελέγχουν με αναρίθμητους τρόπους τις επιστημονικές εργασίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας· και ποια στατιστική άραγε μπορεί να μετρήσει, και να βρει, τα συγκριτικά επιζήμια αποτελέσματα του ενεργητικού καπνίσματος, από τη μία πλευρά, και των ίδιων των ακριβών σκευασμάτων που η φαρμακευτική βιομηχανία, πυλώνας τής παγκόσμιας οικονομικοπολιτικής εξουσίας με όγκο κερδών συναγωνίσιμο μ’ εκείνους τής μικροηλεκτρονικής και της βομηχανίας όπλων, εξαπολύει ασταμάτητα στην αγορά εδώ και μισό αιώνα;  Και αν δεχθούμε ότι το ενεργητικό κάπνισμα ενέχεται όντως, ας πούμε, στην αύξηση καρδιοπαθειών και καρκίνων, πώς μπορεί να διευκρινιστεί τί ποσοστό βλάβης είναι απευθείας συνέπεια του καπνίσματος και τί αποτέλεσμα εκείνων των συνθηκών οι οποίες οδηγούν κάποιον, υπό μορφήν ψυχικής εκτόνωσης, να καπνίζει μανιωδώς – άχαρη και βασανιστική εργασία ή απλή απελπιστική ανεργία, άθλιες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, σεξουαλική και κοινωνική ματαίωση; Και τί ποσοστό οφείλεται σε παράλληλους επιβαρυντικούς παράγοντες – ατμοσφαιρική ρύπανση, νόθευση ή μόλυνση της τροφικής αλυσίδας και των υδάτινων πόρων, υπερκατανάλωση χημικών, πυρηνικά απόβλητα, κοκ.; Καμία «έρευνα» δεν μπορεί να τα μετρήσει αυτά – κι αν μπορούσε, κανένας δεν θα την χρηματοδοτούσε: η ενοχοποίηση του καπνίσματος είναι ένας εύκολος τρόπος να παροχετευθεί η ανησυχία των ανθρώπων σε ανώδυνους δρόμους, να μην σκεφτούμε όλα εκείνα που δεν πρέπει να σκεφτόμαστε.

Κι αν ωστόσο οι στατιστικές για τις βλάβες τού ενεργητικού καπνίσματος περιέχουν μισή αλήθεια, το «παθητικό κάπνισμα» είναι ένα βολικός μύθος που μαρτυρεί, αν μαρτυρεί κάτι, τη δύναμη της συνέργειας μεταξύ πολιτικής σκοπιμότητας, ιατρικής και δημοσιογραφίας. Απλώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα ευρήματα για στατιστικά σημαντικές βλάβες από την έκθεση στο κάπνισμα άλλων, πράγμα που είναι δύσκολο να κρυφτεί. Εκείνοι που είναι σε θέση να ξέρουν, αρκούνται να μη μιλούν – τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν όλα τα άλλα. Ένας εξαιρετικά έγκυρος και κοινωνικά ευαίσθητος γιατρός από την εμπροσθοφυλακή του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας, ο Michael Fitzpatrick, αγανακτισμένος με την πολιτική των «Νεών Εργατικών» του Τόνι Μπλαιρ, και ειδικά στο πεδίο τής υγείας, το 2001 έγραψε ένα βιβλίο-καταπέλτη με τον εύγλωττο τίτλο Η τυραννία της υγείας.1 Χρησιμοποιώντας έκφράσεις τόσες οξείες όσο «κρατική παρέμβαση στην προσωπική ζωή» και «φασισμός της υγείας», στο κεφάλαιο που αφιερώνει στις πολιτικές τού καπνίσματος γράφει ενδεικτικά: «Στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά τού δημοσίου καπνίσματος, το κάπνισμα, από επιλογή όπου θέτει κανείς σε κίνδυνο τον εαυτό του, μεταμορφώθηκε σε αντικοινωνική πράξη. Ο καπνιστής δεν ήταν μόνο δέσμιος μιας αυτοκαταστροφικής έξης, αλλά και κάποιος που ρύπαινε το άμεσο περιβάλλον κι έθετε σε κίνδυνο ένα σύνολο από “αθώα θύματα” – μη καπνιστές συζύγους (συνήθως του θηλυκού φύλου), παιδιά, αγέννητα βρέφη. Το καπνισμα εκ μέρους των γονιών έφτασε να θεωρείται ελάχιστα καλύτερο από την κακοποίηση παιδιών (όντως, σύντομα έγινε σημαντικό εμπόδιο για την υιοθεσία) [...] Παρά την αυξανόμενη ιατρική (και πολιτική) συναίνεση σχετικά με τους κινδύνους τού παθητικού καπνίσματος, το θέμα παρέμεινε διαφιλονικούμενο. Ο σουηδός τοξικολόγος Robert Nilsson […] έθεσε υπό αμφισβήτηση την επιδημιολογική σημασία του [...] κατέδειξε επίσης έναν αριθμό πηγών προκατάληψης ή σύγχυσης στη διεξαγωγή και την ερμηνεία των μελετών για το παθητικό κάπνισμα [...] Σ’ ένα επικριτικό σχόλιο, ο αυστραλός επιστήμονας Raymond Johnstone σημείωνε ότι [...] “το περισσότερο που μπορεί να πει κανείς σχετικά με τη δήθεν σχέση μεταξύ παθητικού καπνίσματος και καρκίνου τού πνεύμονα είναι ότι, αν υπάρχει, είναι τόσο μικρός ώστε είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια [...] Οι ανησυχητικές εκτιμήσεις για θανάτους που μπορούν να αποδοθούν στο παθητικό κάπνισμα απορρέουν από τον πολλαπλασιασμό μικρών κινδύνων αμφίβολης εγκυρότητας με τεράστιους αριθμούς πληθυσμού – ένα αποτελεσματικό προπαγανδιστικό τέχνασμα αλλά και μια οξυδερκής στατιστική πρακτική» (σελ. 110-13 passim).

Μπορεί επί μακρόν ν’ ανταλλάσσει κανείς τέτοιου είδους εμπειρικά επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, όμως η καρδιά τού ζητήματος δεν είναι εκεί. Είναι σε αυτό που μαρτυρεί η παρανοϊκή διεθνής εκστρατεία κατά τού καπνίσματος για τη μετάλλαξη των σύγχρονων κοινωνιών – μετάλλαξη απέναντι στην οποία καμία κοινωνία τού κόσμου, οσοδήποτε απομονωμένη, δεν έχει πλέον αντισώματα. Μιλάω για την ολοκληρωτική μετάλλαξη. O Giorgio Agamben, στοχαστής που διαβάζεται αρκετά στις ημέρες μας, στο σπουδαιότερο έργο του  ––Homo Sacer2––  πιστοποιεί αυτή τη μετάλλαξη με την αφοριστική διατύπωση  «Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, και όχι η πόλη [το πολιτικό μοντέλο], αποτελεί σήμερα το βιοπολιτικό παράδειγμα της Δύσης» (σελ. 276). Οι όροι «βιοεξουσία» (που χρησιμοποίησα παραπάνω) και «βιοπολιτική» προέρχονται από τον Μισέλ Φουκώ, κι επινοήθηκαν για να περιγράψουν την αυξανόμενη παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας μέχρι το ίδιο το σώμα και τις βιολογικές του λειτουργίες. Αν αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ύστερη ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, αχρηστεύοντας παλαιότερες φιλελεύθερες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στο λεγόμενο «ιδιωτικό» και το «δημόσιο», την κορυφαία του έκφραση βρήκε στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, τόπους απεριόριστου ελέγχου ακόμη και των κυτταρικών λειτουργιών, και της ίδιας τής αναπνοής των θυμάτων τους. Προεκτείνοντας την προβληματική του Φουκώ, ο Agamben επιχειρεί όχι μόνο να ορίσει τον ναζισμό βάσει αυτής της πρακτικής, αλλά και να δείξει σε ποιον βαθμό οι σύγχρονες, δημοκρατικές λεγόμενες κοινωνίες είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι τού ναζισμού, εμπνέονται από τα δικά του ιδεώδη απόλυτης κυριαρχίας πάνω στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρούν απεριόριστα κατασκευάσιμη και διαχειρίσιμη. Είναι σε όλους γνωστό πόσο ανατριχιαστικές αποχρώσεις έλαβε η έννοια της «υγείας» στη ναζιστική ρητορική· εκείνο που αποφεύγουμε να σκεφτούμε, όμως, είναι ότι συνιστά το κατ’ εξοχήν εργαλείο για τη διαχείριση, την πειθάρχηση και τον καταναγκασμό τού ανθρώπινου σώματος και, τελικά, της ανθρώπινης φύσης – αρμοδιότητα η οποία εκχωρείται, κατά φυσικό τρόπο, στους προνομιακούς χρήστες τού εν λόγω εργαλείου: την ιατρική και τους γιατρούς. Δικαίως λοιπόν ο Agamben μας δίνει ως ορισμό τού ολοκληρωτισμού την ταύτιση ιατρικής και πολιτικής. Σε μία από τις πολλές διατυπώσεις του, λέει: «Γεγονός είναι πως το εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχ σηματοδοτεί τη στιγμή στην οποία η ενοποίηση ιατρικής και πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της νεωτερικής βιοπολιτικής, αρχίζει να προσλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται ότι η κυρίαρχη απόφαση περί γυμνής ζωής μετατοπίζεται από στενά πολιτικές επιταγές και σφαίρες σε ένα περισσότερο ασαφές πεδίο, όπου ο γιατρός και ο κυρίαρχος φαίνεται ν’ ανταλλάσσουν ρόλους» (σελ. 224, υπογραμίσεις δικές μου). Από αυτή την εξόχως νεωτερική λειτουργία της πολιτικής αρχής, όχι ως απλού (μεροληπτικού ούτως ή άλλως) μεσολαβητή των κοινωνικών συγκρούσεων συμφερόντων αλλά ως καθολικού διαχειριστή τής κοινής «υγείας», όπως θα πει, «προκύπτει ένας ριζικός μετασχηματισμός τού νοήματος και των καθηκόντων της ιατρικής, η οποία ολοένα και περισσότερο ενσωματώνεται στις λειτουργίες και τα όργανα του κράτους» (σελ. 226). Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές παρεμβάσεις στη ζωή και τον θάνατο, η υγειονομική πειθάρχηση κι ο γενετικός προγραμματισμός έχουν προχωρήσει πολύ μακρύτερα σήμερα απ’ ό,τι στο εθνικοσοσιαλιστικό κράτος, όχι μόνο επειδή προσφέρονται αποτελεσματικότερες τεχνικές αλλά κι επειδή οι ανθρώπινες αντιστάσεις έχουν αμβλυνθεί απρόβλεπτα: «Στις νεωτερικές δημοκρατίες είναι δυνατό να υποστηρίξουμε δημοσίως αυτό που οι ναζιστές βιοπολιτικοί δεν τολμούσαν να πουν» (σελ. 255).

Η αντικαπνιστική διωκτική παράνοια αποκτάει όλο το νόημά της μόνο στο πραγματικό συμφραζόμενο του σύγχρονου ολοκληρωτικού βιοπολιτικού ελέγχου. Απ’ ορισμένες απόψεις είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τις ερημωτικές στρατηγικές τού ΔΝΤ και από την άγρια επίθεση της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ στον αιχμάλωτο κόσμο τής εργασίας, διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση η πολιτική εξουσία παίζει ακόμα έναν παραδοσιακότερο ––και συμβατικό–– ρόλο: παρεμβαίνει δραστικά στη δημόσια σφαίρα για να λύσει μία σοβούσα κοινωνική αντιπαράθεση, κυνικά και απροκάλυπτα, υπέρ τού ισχυρού· στην πρώτη περίπτωση όμως προχωρεί απείρως μακρύτερα, στοχεύει τις ίδιες τις ζωτικές μας λειτουργίες, τον τρόπο που ζούμε και πεθαίνουμε, στην οικονομία των απολαύσεών μας και στο πώς θα διαχειριστούμε το ίδιο μας το σώμα. Σημασία έχει όμως να καταλάβουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, τα δύο αυτά επίπεδα δεν μπορούν να διαχωριστούν. ΄Ενας παλαιότερος ορισμός τού ολοκληρωτισμού ––διατυπώθηκε, αν θυμάμαι καλά, από τον Raymond Aron, αλλά βρισκόταν σε άμεση συστοιχία με την ερμηνεία του Pollock και του Ινστιτούτου τής Φραγκφούρτης–– ήταν «η ενοποίηση πολιτικής και οικονομίας»: δηλαδή, κράτους και μεγάλων επιχειρήσεων, της δημόσιας διοίκησης, του στρατιωτικού και του βιομηχανικού τομέα. Ήδη στον ορισμό αυτόν αναγνωρίζουμε την ταυτότητα των σημερινών ισχυρότερων κρατών τού πλανήτη – και ακουλουθούν με φιλότιμα βήματα, στην ίδια κατεύθυνση, τα υπόλοιπα... Αν οι αντικαπνιστικοί νόμοι, ως μοχλός της κρατικής πολιτικής, αντανακλούν σε κάποιον  αποφασιστικό βαθμό συμφέροντα των ασφαλιστικών κολοσσών (εν συγκρίσει προς τους οποίους ωχριούν οι καπνοβιομηχανίες, οργανωμένες ακόμα στα πρότυπα του πρώιμου καπιταλιστικού τομέα, και τα συμφέροντα της αγροτικής παραγωγής, πρακτικώς αμελητέα στον σύγχρονο οικονομικό σχεδιασμό), δεν είναι αυτό (μία) επαρκής ένδειξη της προϊούσας συγχώνευσης του κράτους με τις πιο επιθετικές δυνάμεις τής κεφαλαιοκρατικής αγοράς; Τυπικού γνωρίσματος του ολοκληρωτισμού, δηλαδή, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του;  Και οι ομοιότητες βέβαια δεν σταματούν εδώ. Τυπικό γνώρισμα του εθνικοσοσιαλισμού ήταν επίσης μια ορισμένη ρητορική που ήξερε να εκμεταλλεύεται βαθιές αγωνίες των ανθρώπων, οξυμένες από τη βιοτική ανασφάλεια που γεννούσε η κοινωνική κρίση τού μεσοπολέμου, τις οποίες να εκτρέπει εν συνεχεία  κατά φανταστικών απειλών: η αγωνιώδης εξύμνηση του σφρίγους, της παραγωγικότητας, της αιώνιας νεότητας και της ατρωσίας απέναντι στο αναπόφευκτο του θανάτου ήταν το επιδέξια σφυρηλατημένο φαντασιακό που μπορούσε να μετατρέψει τα άτομα σε αμείλικτες παραγωγικές και φονικές μηχανές – και είναι το ίδιο φαντασιακό που ενσταλάζεται σήμερα με πολύ πιο υποδόρειους τρόπους στις μάζες, ναρκωτικό στους τρόμους που γεννά η επεκτεινόμενη φτώχεια, η συρρίκνωση των κοινωνικών δεσμών και των πολιτισμικών αναφορών, η ερήμωση του περιβάλλοντος, η καταβαράθρωση κάθε νοήματος, η αδυναμία να φανταστούν καν ένα μέλλον...      

Όλα τα ουσιώδη γνωρίσματα του ολοκληρωτισμού, εν ολίγοις, διασταυρώνονται στην απαγόρευση του καπνίσματος· στην παθητική αποδοχή της, αντίστοιχα, προαναγγέλλονται όλες οι μορφές φρίκης που η μοιραία υπακοή απεργάζεται αυτή τη στιγμή για την ανθρωπότητα. Τίποτα πιο αστόχαστο δεν υπάρχει από την κρυφή ικανοποίηση  εκείνων που, μη καπνιστές οι ίδιοι, πιστεύουν ότι επιτέλους θ’ απαλλαγούν από μια περιττή ενόχληση, ή εκείνων που με προσποιητή αδιαφορία ––ή εγκληματική παραίτηση;–– σηκώνουν τον ώμο μουρμουρίζοντας, «στο κάτω κάτω κι εγώ ήθελα να το κόψω». Στο αριστουργηματικό, και πασίγνωστο σήμερα, θεατρικό του Ο Μπήντερμαν κι οι εμπρηστές, ο Μαξ Φρις έδωσε μία καταπληκτική αλληγορία όχι απλώς τής ανάδυσης του ναζισμού αλλά προπαντός τής συνενοχής τού λεγόμενου «κοινού ανθρώπου», που συνειδητά εθελοτυφλεί απέναντι στο επερχόμενο. Όσο παίζουν ανάβοντας σπίρτα μπροστά στα μάτια σου, και ιδίως όταν σου το δηλώνουν οι ίδιοι γελώντας, δεν πιστεύεις ότι θα βάλουν πραγματικά φωτιά στο σπίτι – μέχρι να γίνεις μαζί του παρανάλωμα... Αν υπήρχε μια θέση να δούμε την ανθρωπότητα σήμερα από τα έξω, με την ειρωνεία και τη φαιδρή αποστασιοποίηση κάποιου ο οποίος δεν κινδυνεύει ο ίδιος, που δεν είναι μαζί της στην ίδια βάρκα, όπως λέμε, θα του φαινόταν μάλλον όπως εκείνος ο μελλοθάνατος μπροστά στην κρεμάλα που, όταν ο δήμιος του λέει πως έχει καιρό αν θέλει για ένα τελευταίο τσιγάρο, απαντάει, «Όχι, ευχαριστώ... προσπαθώ να το κόψω!».  



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ελλ. έκδ. Πολύτροπον (Αθήνα 2004), μετ. Άσπα Γολέμη, επιμ. Β. Γεωργίου - Θ. Παπαγεωργίου. 

2. Ελλ. έκδ. Scripta (Αθήνα 2005), μετ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμέλεια.-επίμετρο: Γ. Σταυρακάκης. 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιον, Αρ.49, Δεκέμβριος 2010 

 

Δείτε ακόμα