Στις 10/12/2010 ο υπουργός
Δικαιοσύνης Χ. Καστανίδης επισκέφθηκε τη φυλακή Κορυδαλλού και
συγκεκριμένα την Α΄ Ακτίνα, εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων χιλιάδων
κρατουμένων που μέχρι εκείνη τη στιγμή λάμβαναν τη μορφή της αποχής
συσσιτίου.
Η παρουσία στη φυλακή του πολιτικού
εκπροσώπου της ταξικής δικαιοσύνης, και μάλιστα κατά τη διάρκεια ενός
αγώνα που παρά τα προβληματικά χαρακτηριστικά του συμπλήρωνε ήδη δύο
εβδομάδες και είχε οδηγήσει κάποιους από τους πιο φτωχούς κρατούμενος
στα όρια του υποσιτισμού, μόνο ως προκλητική επίδειξη θράσους και
αλαζονείας από την πλευρά της εξουσίας θα μπορούσε (και έπρεπε) να
εκληφθεί. Η επικοινωνιακά προβεβλημένη, εν όψει της δικαστικής
μεταρρύθμισης, πρωτοβουλία του υπουργού συνιστούσε, αφενός, την
υποκριτική προσπάθεια να περιβληθεί με τον μανδύα της κοινωνικής
ευαισθησίας η πολιτική της κυβέρνησης του μνημονίου γύρω από το
εκρηκτικό εν μέσω κρίσης ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης και των
συνθηκών διαβίωσης χιλιάδων ανθρώπων στις ελληνικές φυλακές. Αφετέρου,
απέβλεπε στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος συναίνεσης και θεσμικής
διαμεσολάβησης προκειμένου να λειανθούν οι όποιες εξεγερτικές διαθέσεις
θα μπορούσαν να εκφραστούν για κλιμάκωση του αγώνα. Δεν θα πρέπει,
άλλωστε, να περάσουν απαρατήρητες σε όλο το αμέσως προηγούμενο χρονικό
διάστημα οι διαρροές από το υπουργείο στα γνωστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ,
που έκαναν λόγο για συνεργασία πολιτικών και ποινικών κρατουμένων στο
πλαίσιο ενός σχεδίου γενικευμένης αναταραχής στις φυλακές, όσο και οι
παροτρύνσεις του ίδιου του Καστανίδη προς τους αρμόδιους εισαγγελείς για
αυξημένη επιφυλακή.
Η κινητοποίηση που άρχισε στις 29/11
με τη μορφή της αποχής συσσιτίου και τη συμμετοχή χιλιάδων κρατουμένων
από όλες τις φυλακές της χώρας, δεν είχε βέβαια ξεκινήσει με τους
καλύτερους δυνατούς όρους. Η αιφνιδιαστική αναγγελία για την έναρξή της
από μια ομάδα κρατουμένων και την «πρωτοβουλία δικαιωμάτων» παρέκαμψε
κατά τρόπο απαράδεκτο και αντικινηματικό τη συλλογική διαδικασία η οποία
για μήνες και με τη συμμετοχή εκατοντάδων κρατουμένων προετοίμαζε έναν
αγώνα αρτιότερα οργανωμένο και σε μια σαφώς πιο επιθετική και
πολιτικοποιημένη βάση. Έναν αγώνα που φιλοδοξούσε να αποτελέσει συνέχεια
του συγκλονιστικού αγώνα των εκατοντάδων κρατουμένων – απεργών πείνας
τον Νοέμβρη του 2008 και που θα βρισκόταν σε προφανή διαλεκτική με το
πνεύμα της μεγάλης εξέγερσης στις φυλακές, την άνοιξη του 2007, που
προέταξε τη βίαιη σύγκρουση με το σωφρονιστικό καθεστώς μαζί με την
κριτική στην ίδια την ουσία της ταξικής δικαιοσύνης και κατέστησε, με τη
συμβολή του μαζικού κινήματος αλληλεγγύης, τον χώρο των φυλακών ένα από
τα πλέον δυναμικά πεδία κοινωνικής αντιπαράθεσης με το κράτος. Η
κήρυξη, λοιπόν, ερήμην των συλλογικών διαδικασιών των κρατουμένων μιας
κινητοποίησης με ασαφή στοχοθεσία, χωρίς καμία σχεδόν οργάνωση και με
θολό πολιτικό πλαίσιο, λειτούργησε εκ των πραγμάτων διασπαστικά και
υπονομευτικά τόσο ως προς την επιτυχή έκβαση του ίδιου του εγχειρήματος
που προωθούσε όσο και για τη μελλοντική ανάπτυξη άλλων μορφών
κινητοποιήσεων.
Κανένας αγώνας δεν μπορεί να έχει
αξιώσεις εκδήλωσης μιας ισχυρής δυναμικής όταν κοινοποιείται στους
κρατούμενους μέσω αλληλογραφίας, χωρίς καμία αναφορά στη χρονική
διάρκεια και με πλήρη αοριστία προθέσεων, και γνωστοποιείται στην
κοινωνία μέσω του αστικού τύπου. Προκαλεί εύλογα ερωτηματικά η στάση της
«πρωτοβουλίας για τα δικαιώματα των κρατουμένων», που ενώ είχε πλήρη
γνώση των πολύμηνων διαδικασιών οργάνωσης μιας μαζικής κινητοποίησης,
ξαφνικά χωρίς οποιαδήποτε συνεννόηση ανήγγειλε μέσω της «Ελευθεροτυπίας»
την έναρξη των κινητοποιήσεων. Ο πολιτικαντισμός κάποιων ομάδων που
θέλουν να αναφέρονται ως κινηματική αριστερά, αλλά που στην ουσία είναι
συνιστώσες της καθεστωτικής αριστεράς και του αστικού κοινοβουλευτισμού,
γνωστών άλλωστε από τις λογικές διαμεσολάβησης που προωθούν χρόνια στις
πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, λειτούργησε
τελικά προς όφελος του κράτους. Το τελευταίο δεν βρήκε απέναντί του έναν
συμπαγή και οργανωμένο κοινωνικό αγώνα, αλλά μια άνευρη και ξέπνοη
κινητοποίηση χωρίς ουσιαστικές κινηματικές αναφορές, η οποία καλυπτόταν
σε επίπεδο αντι-πληροφόρησης από την «Ελευθεροτυπία» (!), διαχωρισμένη
από τη μεγάλη μάζα των κρατουμένων που παρακολουθούσε από μακριά τις
εξελίξεις.
Σε μια κρίσιμη κοινωνικοπολιτική
συγκυρία, η αναστολή ενός δυναμικού κοινωνικού αγώνα ανακούφισε προφανώς
το κράτος, που δεν θέλει με κανέναν τρόπο τη διάνοιξη νέων κοινωνικών
μετώπων πλάι στο κύριο πεδίο της σύγκρουσής του με τους εργαζόμενους και
τη νεολαία. Ειδικά, μάλιστα, στον κομβικό για την λειτουργία του
ποινικού κατασταλτικού συστήματος και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο χώρο των
φυλακών, όπου τα προβλήματα συνθηκών διαβίωσης και καταστολής είναι
εκρηκτικά και αναμένεται να ενταθούν ακόμη περισσότερο με την όξυνση της
καπιταλιστικής κρίσης και τη συνακόλουθη εκτόξευση της ανεργίας, της
φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Μια δυναμική κινητοποίηση με
ξεκάθαρη στοχοθεσία που θα διεκδικούσε ουσιαστική αλλαγή σε καίρια
ζητήματα ποινικής καταστολής και συνθηκών διαβίωσης θα επιχειρούσε εκ
των πραγμάτων να ακυρώσει το περιεχόμενο της κατασταλτικής πολιτικής του
κράτους, που σήμερα -περισσότερο παρά ποτέ- δεν μπορεί παρά να είναι
σταθερά προσανατολισμένο στην ολοένα και μεγαλύτερη έντασή της. Η
σύγκρουση που αναπόφευκτα θα επερχόταν, ανεξάρτητα της μορφής που θα
λάμβαναν οι κινητοποιήσεις, αφού για το κράτος η ικανοποίηση των
κεντρικών αιτημάτων θα αποτελούσε μια σοβαρή υποχώρηση τη στιγμή που
είναι ξεκάθαρο ότι θέλει να επιταχύνει, προβλημάτιζε σίγουρα την
κυβέρνηση που έβλεπε έντονη κινητικότητα σε ένα ακόμα πεδίο του
κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή των
δεκάδων πια πολιτικών κρατουμένων και τη δυνατότητα ευρύτερης κοινωνικής
απεύθυνσης.
Η κινητοποίηση, όπως εξελισσόταν και
όπως τελικά κατέληξε, όχι μόνο δεν δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο
πρόβλημα στο κράτος, αλλά αντίθετα, μέσω της ευρείας προβολής που έτυχαν
οι διάφορες πρωτοβουλίες διαλόγου του υπουργού με τους κρατούμενους και
οι κίβδηλες μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες του, θα μπορούσαμε ακόμα και να
ισχυριστούμε ότι λειτούργησε ως πεδίο ανάδειξης της κοινωνικής
ευαισθησίας και του ειλικρινούς ενδιαφέροντος του συστήματος απέναντι σε
ένα από πιο χειμαζόμενα κοινωνικά κομμάτια.
Η παρουσία του υπουργού Δικαιοσύνης στον
χώρο των φυλακών το βράδυ της 10ης Δεκέμβρη υπήρξε ακριβώς η προσπάθεια
επικύρωσης του κοινωνικού ρόλου του κράτους ως προστάτη και εγγυητή των
δημοκρατικών δικαιωμάτων, ακόμα και της ίδιας της ελευθερίας (όσο
οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό!). Οι φιλικές συζητήσεις με τους
κρατούμενους, η ανταλλαγή εκτιμήσεων γύρω από το σωφρονιστικό σύστημα,
τα χαμόγελα και τα αστειάκια του υπουργού με κάποιους κρατούμενους υπό
το άγρυπνο βλέμμα του αρχιφύλακα, του υπαρχιφύλακα και δεκάδων
ανθρωποφυλάκων ήταν η έκφραση της πιο επιθετικής πολιτικής του κράτους
για τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των κρατουμένων, πολύ πιο
αποτελεσματική από την ακαμψία και τον κυνισμό που επέδειξαν οι δεξιοί
προκάτοχοί του.
Το κλίμα κοινωνικής ειρήνης που
επιχειρούσε να προωθήσει εκείνο το βράδυ το κράτος, διερράγη από τις
παρεμβάσεις των πολιτικών κρατουμένων της Α΄ και Στ΄ Ακτίνας.
Συγκεκριμένα, στην Α΄ Ακτίνα ο υπουργός πλευρίστηκε από συντρόφους που
με ιδιαίτερα οξύ και επιθετικό τρόπο βροντοφώναξαν μέσα στη μούρη του το
ταξικό τους μίσος απέναντι στη δικαιοσύνη του κεφαλαίου, όσο και
απέναντι σε αυτόν, έναν οσφυοκάμπτη των αφεντικών του, όπως τον
χαρακτήρισαν, και τους χυδαίους ανθρωποφύλακες με τις πρακτικές των
βασανιστηρίων που διαχρονικά άσκησαν στα σώματα των φυλακισμένων, ενώ
δήλωσαν την αλληλεγγύη τους στον κοινό αγώνα πολιτικών και ποινικών
κρατουμένων για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Στα ψελλίσματα του εμφανώς
χλωμιασμένου Καστανίδη για διάλογο, η απάντηση των πολιτικών κρατουμένων
ήταν ότι εμείς δεν κάνουμε διάλογο με τους δυνάστες μας και ότι θα
λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του αυτός και τα αφεντικά του στα λαϊκά
δικαστήρια που έρχονται. Η κίνηση ενός ανθρωποφύλακα να απλώσει το χέρι
του για να απομακρύνει έναν σύντροφο που «συνομιλούσε» με τον υπουργό,
αντιμετωπίστηκε σθεναρά από τον αποφασιστικό τόνο των φωνών των
συντρόφων, στις οποίες ο φύλακας πειθάρχησε. Για λίγες στιγμές ο έλεγχος
είχε χαθεί. Ο υπουργός βρισκόταν σε εμφανή θέση αμηχανίας και φόβου,
ενώ οι φύλακες αντιμέτωποι με ένα σκηνικό που δεν είχαν υπολογίσει. Ανά
πάσα στιγμή, η φιλική ατμόσφαιρα θα μπορούσε να μετατραπεί σε εχθρική,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο ρευστό και οξυμμένο κοινωνικά περιβάλλον
της φυλακής.
Κάπου εκεί η δυναμική της παρέμβασής
μας εξέπνευσε. Νομίζω ότι απείχαμε μόνο λίγο από την εκδήλωση μιας
πραγματικής επιθετικής πρωτοβουλίας, της οποίας τα χαρακτηριστικά και η
εξέλιξη είναι τόσο απρόβλεπτα που κάθε υπόθεση είναι επισφαλής. Αν
επιμέναμε και άλλο στον λεκτικό προπηλακισμό, αν εντείναμε τις
αποδοκιμασίες, αν προβαίναμε σε μια ήπια έστω απώθηση ή σε μια πράξη
εξευτελισμού του υπουργού, οι φύλακες θα αναγκάζονταν να παρέμβουν πιο
δυναμικά και στη σύρραξη που ενδεχομένως θα ακολουθούσε να λάμβαναν
μέρος και άλλοι κρατούμενοι. Οι ισορροπίες κρέμονται, άλλωστε, από μια
κλωστή. Μπορούμε, ίσως, να αναλογιστούμε τη σημασία και τη βαρύτητα που
θα αποκτούσε όχι μόνο για τον περίκλειστο κόσμο των φυλακών, αλλά και
για όλη την αγωνιζόμενη κοινωνία η είδηση ότι ο υπουργός φυγαδεύτηκε από
την Α΄ Ακτίνα των φυλακών Κορυδαλλού κάτω από γιουχαΐσματα και ύβρεις,
με τους φρουρούς να καταφεύγουν στη βία για να τον σώσουν.
Τελικά, όπως προανέφερα, η δυναμική
της παρέμβασής μας εξαντλήθηκε στον έντονο λεκτικό προπηλακισμό. Ακόμα
και έτσι, εξ αιτίας του γεγονότος ο υπουργός και η κουστωδία του
εγκατέλειψαν εσπευσμένα την Ακτίνα κάτω από τις αποδοκιμασίες και τα
ειρωνικά σχόλια των κρατουμένων. Ο αντίκτυπος της κίνησής μας ήταν
θετικότατος. Αρκετοί κρατούμενοι μας έσφιξαν το χέρι και πολλοί είχαν
ένα έντονο χαμόγελο επιδοκιμασίας στα χείλη. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι
διάφοροι ρουφιάνοι της υπηρεσίας και όσοι με τη στάση και τη συμπεριφορά
τους στις φυλακές προωθούν τις λογικές της συνδιαλλαγής και της
διαμεσολάβησης, οι οποίοι εμφανώς δυσανασχέτησαν με την ένταση και τη
δυναμική που θα μπορούσε να λάβει η παρέμβασή μας. Λίγη ώρα αργότερα, ο
υπουργός δέχτηκε σε χώρο της φυλακής εκτός της Ακτίνας και με την
παρουσία ανθρωποφυλάκων μέλη της επιτροπής κρατουμένων και, σε μια
προφανή ένδειξη δημοκρατικότητας, όσους κρατούμενους επιθυμούσαν να
μιλήσουν μαζί του.
Αποκτά, νομίζω, ιδιαίτερη σημασία ως
προς και την κατάδειξη ορισμένων χαρακτηριστικών της ίδιας της φυλακής,
να δούμε ποιος κόσμος, πέρα από ορισμένα μέλη της περιορισμένου κύρους
και επιρροής επιτροπής αγώνα, λειτούργησε κατά τη διάρκεια της
παρέμβασής μας εξισορροπιστικά και σε μια κατεύθυνση κατευνασμού πιθανών
επιθετικών διαθέσεων που θα επεδείκνυαν οι άλλοι κρατούμενοι.
Στην Α΄ Ακτίνα βρίσκεται κρατούμενη
μια ισχυρή ομάδα του επονομαζόμενου «κόσμου της νύχτας», ένα είδος
μαφίας (με όλο το στοιχείο της υπερβολής που ενέχει η χρήση του όρου για
την περιγραφή φαινομένων της ελληνικής πραγματικότητας) με πολυσχιδείς
πρωτοβουλίες σε ένα ευρύ πεδίο νόμιμων και παράνομων οικονομικών
δραστηριοτήτων. Οι επικεφαλής αυτών των ομάδων, οι επονομαζόμενοι
«νονοί», είναι στην πραγματικότητα επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται
άλλοτε παράνομα και άλλοτε νομότυπα σε ένα πεδίο της αγοράς που
λειτουργεί παρά την επίσημη οικονομία και παρά το κράτος –αλλά σε
προφανή διαπλοκή μαζί του- και εκτείνεται σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων
(νύχτα, λαθρεμπόριο, τζόγος, όπλα κλπ). Πρόκειται για έναν δυναμικό
τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας με μεγάλο κύκλο εργασιών, που
αποτέλεσε για το ελληνικό κεφάλαιο της αρπαχτής και της απάτης ένα
διαχρονικό πεδίο κερδοφορίας. Για τον έλεγχο αυτής της αγοράς
συγκρούονται, κατά καιρούς μέχρις εσχάτων, επιχειρηματικές ομάδες με
χαρακτηριστική δομή, οργάνωση και αξιακούς κώδικες, που διαθέτουν –ιδίως
οι πιο ισχυρές- έναν μικρό στρατό από σωματώδεις «γυμναστηριακούς»
τύπους, τους λεγόμενους «μπράβους», τους οποίους στρατολογούν από τη
μεγάλη δεξαμενή του λούμπεν προλεταριάτου, απ’ όπου προέρχεται και οι
πλειοψηφία των νονών.
Όπως είναι
επόμενο, οι δραστηριότητες τέτοιων ομάδων είναι σχεδόν πλήρως
ελεγχόμενες, αν όχι καθοδηγούμενες, από διάφορα κέντρα εξουσίας, τα
οποία άλλωστε νέμονται και ένα σημαντικό κομμάτι των κερδών της αγοράς,
ενώ ακόμα και αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ τους αντανακλά τα αντιτιθέμενα
συμφέροντα που υπάρχουν μέσα στο έτσι κι αλλιώς διεφθαρμένο σώμα της
αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των πολιτικών. Η παρέμβαση του κράτους
συνίσταται ακριβώς στη διαμόρφωση των ισορροπιών που το ωφελούν, είτε με
την προώθηση των ευνοούμενών του είτε βγάζοντας εκτός παιχνιδιού τους
παίκτες που δεν συμμορφώθηκαν στους κανόνες του ή επιχειρούν να
αυτονομηθούν και να επεκταθούν σε άλλου τύπου παράνομες δραστηριότητες.
Εντός της φυλακής οι ομάδες αυτές
διατηρούν τόσο τη δομή, το ήθος και το ύφος τους όσο και τις «άκρες»
τους στο σύστημα, γεγονός που τις αναδεικνύει, όπως συμβαίνει στη δική
μας πτέρυγα, σε κυρίαρχη δύναμη. Μια δύναμη που λειτουργεί κατ’ ανάλογο
τρόπο με έξω -παρά την επίσημη εξουσία, αλλά και σε διασύνδεση με αυτή,
και συμμετοχική για πολύ κόσμο στα κατώτερα επίπεδα-, η οποία κατά
περιστάσεις εμφανίζεται ισχυρότερη και από αυτή τα δύναμη της υπηρεσίας.
Έτσι εξηγούν, μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς τα ιδιαίτερα προνόμια που
απολαμβάνουν, τα οποία αποτελούν πρόκληση για τους υπόλοιπους
κρατούμενους. Οι τελευταίοι είτε από φόβο είτε από μοιρολατρία συνήθως
δεν αντιδρούν, καταλήγουν να τα θεωρούν αυτονόητα –όπως αυτονόητη
θεωρούν και την εξουσία της υπηρεσίας- και τελικά προστρέχουν σε αυτούς
για να κερδίσουν την εύνοιά τους με την ελπίδα ότι αυτή θα κάνει τη
διαβίωσή τους στη φυλακή πιο ανεκτή.
Στην πραγματικότητα, τα προνόμια που
απολαμβάνουν οι ομάδες αυτές στη φυλακή δεν είναι το αποτέλεσμα του
φόβου που ενδεχομένως αισθάνεται η υπηρεσία απέναντί τους ούτε
αποκλειστικά απότοκος μιας οικονομικής συναλλαγής, αλλά το προϊόν της
ίδιας της διαπλοκής και της αλληλεξάρτησής των δύο εξουσιών, της
επίσημης της υπηρεσίας και της άτυπης των ομάδων, που εκφράζεται με την
εκχώρηση αρμοδιοτήτων από την πρώτη προς τις δεύτερες. Στο ιδιαίτερα
ρευστό και κοινωνικά οξυμμένο περιβάλλον των φυλακών είναι συχνά προς
συμφέρον της υπηρεσίας η παραχώρηση μέρους των αρμοδιοτήτων της σε πιο
ευέλικτες μορφές εξουσίας, που μπορούν να επιλύουν τα προβλήματα και τις
διενέξεις που γεννά η αθλιότητα των συνθηκών εκεί όπου η παρέμβαση της
υπηρεσίας θα προκαλούσε περαιτέρω εντάσεις. Με τη μετάθεση μέρους των
ευθυνών της η υπηρεσία απαλλάσσεται τόσο από το βάρος των αντίστοιχων
υποχρεώσεών της απέναντι στους κρατούμενους όσο και από τις προστριβές
και τις αντιδράσεις που θα δημιουργούσε η αδυναμία ικανοποιητικής
ανταπόκρισής της σε αυτές. Στο βαθμό, μάλιστα, που οι εκάστοτε ομάδες
παρακάμπτουν –με την ανοχή της διοίκησης- τις δυσλειτουργίες που
προκαλεί η ακριβής τήρηση των κανονισμών και ξεπερνούν πιο άνετα τα
εμπόδια της γραφειοκρατίας, το σύστημα αποκτά ευελιξία και σχετική
σταθερότητα. Τα προνόμια και οι διευκολύνσεις που απολαμβάνει η ομάδα
είναι, αφενός, το αντίτιμο της κρίσιμης εκδούλευσης που προσφέρει στην
υπηρεσία και, αφετέρου, το μέσο με το οποίο εδραιώνει την εξουσία της.
Για τη νομή, άλλωστε, ακόμα και των πιο ασήμαντων φαινομενικά
αποτελεσμάτων αυτής της εξουσίας προστρέχουν στους εκπροσώπους της
ομάδας δεκάδες κρατούμενοι, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια «λαϊκή
βάση» από ευνοούμενους και παρατρεχάμενους. Πρόκειται για ένα σύστημα
βολικό για όλους. Οι παρατρεχάμενοι περισσότερο ή λιγότερο τη βολεύουν, ο
δείκτης της δυσφορίας στη φυλακή μειώνεται και η διαπραγματευτική ισχύς
της ομάδας με την υπηρεσία αυξάνεται. Με αυτό το ιδιότυπο μοντέλο
εξουσίας που εφαρμόζεται, το σύστημα επιτυγχάνει βραχυπρόθεσμα την
αντιμετώπιση προβλημάτων που η δραματική μείωση των κρατικών δαπανών και
η ανέχεια των περισσότερων κρατουμένων θα καθιστούσε υπό άλλες συνθήκες
αδύνατη.
Τα ιδιαίτερα, τώρα γνωρίσματα που
παρουσιάζει η συγκεκριμένη ομάδα που βρίσκεται κρατούμενη στην Ακτίνα
μας, καθιστούν την περίπτωσή της πραγματικά ξεχωριστή. Εμφανίζεται
καταρχήν ως εκφραστής ενός αξιακού κώδικα φορτισμένου από μια έντονη
αντιρουφιάνικη και αντιμπατσική ρητορική και αξιώνει το ρόλο του εγγυητή
των παραδοσιακών αξιών που διέπουν φαντασιακά τον κόσμο των φυλακών:
της λεγόμενης αντροσύνης, της μπέσας έως και αυτής ακόμα της αντίστασης
στο σύστημα.
Φτάνουν, μάλιστα, κάποιοι να την χαρακτηρίσουν μέχρι και «αντι-υπηρεσιακή», παρ’ όλη την
εμφανή διαπλοκή της με την υπηρεσία και την εξόφθαλμη σχέση οικειότητας
και αβροφροσύνης που διατηρεί καθημερινά με τους ανθρωποφύλακες.
Η διαστρέβλωση του περιεχομένου της
αγωνιστικής στάσης μέσα στη φυλακή, όπως την νοηματοδότησαν με τους
αγώνες και το αίμα τους ο Κεχαΐδης, ο Τεμπερεκίδης, ο Πετρόπουλος, ο
Πάλλης και τόσοι άλλοι κρατούμενοι για δεκαετίες, καθιστώντας την
κομμάτι της συλλογικής συνείδησης του κινήματος, δεν προσβάλλει απλά την
ιστορική μνήμη των αγώνων, αλλά έχει προφανείς αρνητικές επιπτώσεις
στην ανάπτυξη ενός δυναμικού κινήματος αγώνα στις φυλακές σήμερα. Η άρση
των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ υπηρεσίας και κρατουμένων, κατ’
επέκταση μεταξύ κράτους και κοινωνίας, σημαίνει την αποικιοποίηση -και
μάλιστα αναίμακτα- από το κράτος ζωτικού χώρου από την κοινωνία, που του
επιτρέπει να εδραιώνει την εξουσία του, να την κοινωνικοποιεί και τελικά να λειαίνει τις αντιθέσεις και να αλλοτριώνει τους καταπιεσμένους.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι
κάποιοι από αυτές τις ομάδες, έχουν φιλοτεχνήσει ένα ιδεολογικό προφίλ
με έντονες κοινωνικές- πολιτικές αναφορές, που φέρουν ένα αριστερό ή
αντιεξουσιαστικό πρόσημο, και έχουν επιδιώξει πολιτικές επαφές με χώρους
και κρατούμενους, που δείχνουν μάλιστα να καρποφορούν. Φαίνεται ότι για
τα πολιτικά και τα αξιακά στεγανά ενός κομματιού του κινήματος μερικά
επαναστατικά λογάκια ή κάποιες «χειρονομίες» είναι αρκετές για να
καταστήσουν φίλιες, δυνάμεις που εκ φύσεως και εξ’ αντικειμένου
τοποθετούνται ανταγωνιστικά στο απελευθερωτικό πρόταγμα. Τη στιγμή που ο
κοινωνικός αγώνας χιλιάδων ανθρώπων «σκανάρεται» ενδελεχώς μήπως και
ανακαλυφθούν οι κραυγαλέες αντιφάσεις του και καταδικαστούν από την
ανελέητη επαναστατική κριτική, οι αγωνιστικές δυνάμεις των νονών,
μπράβων και λοιπών «εξεγερμένων» περνάνε με επιτυχία το – διάτρητο- σύστημα
των εξετάσεων και καθίστανται τόσο εντός όσο και εκτός φυλακής σημείο
κοινωνικής ή/και (στη χειρότερη περίπτωση) πολιτικής αναφοράς.
Η ανισομέρεια που εμφανίζει η κοινωνικοπολιτική απεύθυνση μέρους του
κινήματος, την περίοδο μάλιστα που διαρκώς αυξανόμενα τμήματα των
εκμεταλλευομένων δείχνουν να απεγκλωβίζονται από τις κυρίαρχες πολιτικές
και οργανωτικές νόρμες, εγείρει ασφαλώς πολλά ερωτήματα
ως προς το αντιληπτικό και αξιακό του επίπεδο. Είτε, λοιπόν, το
συγκεκριμένο κομμάτι του κινήματος αδυνατεί να αντιληφθεί τι
αντιπροσωπεύουν κοινωνικά και ταξικά αυτού του είδους οι ομάδες είτε το
αντιλαμβάνεται και συνάπτει συνειδητά πολιτικές επαφές.
Και στις δύο περιπτώσεις
αναδεικνύονται, κατά τη γνώμη μου, σοβαρές ελλείψεις πολιτικού και
αξιακού βάθους. Αν συμβαίνει το πρώτο, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε
τέτοιο μέγεθος πολιτικού αποπροσανατολισμού που πρέπει ασφαλώς να
προβληματίσει όλο το κινηματικό πεδίο, από το οποίο έγινε, άλλωστε, η
παραγωγή της συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας. Γιατί η ανικανότητα
εκτίμησης και ερμηνείας στοιχειωδών χαρακτήρων και ρόλων που
αναπτύσσονται εντός του κόσμου της κυριαρχίας, πέραν του πρόδηλου (του
πολιτικού, του δικαστή, του μπάτσου, του αφεντικού κ.ά.), τη στιγμή
μάλιστα που αυτοί οι χαρακτήρες εμφανίζουν τόσο εμφατικά το περιεχόμενό
τους, όπως κραυγαλέα κάνει ο κόσμος των «μπράβων», σημαίνει ταυτόχρονα
και μια ανεπαρκή κατανόηση του ίδιου του καπιταλιστικού φαντασιακού και
των σημασιών του. Ανεπάρκεια που αναπόδραστα εκτείνεται και στο επίπεδο
κατανόησης της ίδιας της εκμεταλλευόμενης κοινωνίας, του σημερινού της
περιεχομένου και χαρακτήρα, και η οποία φανερώνει το βαθμό της
κοινωνικής αποξένωσης στην οποία έχει περιέλθει σήμερα μέρος του
κινήματος. Η στερεοτυπική, άλλωστε, και γεμάτη αφορισμούς κριτική της
κοινωνίας στην οποία επιδίδονται με ζήλο αυτό ακριβώς καταδεικνύει. Η
άγνοια που επιφέρει τελικά η μακρόθεν θέαση των αναγκών, των προβλημάτων
και των αγώνων της κοινωνίας είναι πρακτικά η ουσία του (πολιτικού)
μικροαστισμού που διεισδύει επικίνδυνα σήμερα ακόμα και μέσα στην πιο
επαναστατική ρητορεία και πρακτική και μπορεί να στομώσει ακόμα και την
πιο επιθετική δυναμική.
Στη δεύτερη περίπτωση βρισκόμαστε
μπροστά σε μια ακραία έκφραση πολιτικού οπορτουνισμού. Η αναζήτηση στις
γκρίζες ζώνες της παρά τον νόμο εξουσίας κοινωνικών-πολιτικών φιλιών
υποκρύπτει στην ουσία ένα αλισβερίσι ισχύος και δύναμης, που είτε
εκδηλώνεται εντός είτε εκτός φυλακής δομείται στη βάση του εξουσιασμού
και της επιβολής, πλήρως αποξενωμένο από το ταξικό υποκείμενο και εκ των
πραγμάτων ανίκανο να παραγάγει οποιοδήποτε κοινωνικό-απελευθερωτικό
αποτέλεσμα παρά μόνο συμμαχίες εξουσίας –όχι λαϊκής πάντως.
Τα θολά ιδεολογήματα
του ιλεγκαλισμού και του ατομικισμού, δια μέσου των οποίων προβλήθηκε η
όσμωση με τους λεγόμενους ποινικούς από τη δεκαετία του ’90 και εξής,
μετατόπισαν σημαντικά το βάρος των επιλογών και το περιεχόμενο της
δράσης ενός δυναμικού κομματιού του κινήματος σε ατραπούς, που παρ’ όλη
την εξεγερσιακή τους φόρτιση υποβάθμισαν τελικά την σύγκρουση με το
σύστημα στην ατομική εξέγερση εναντία στη μισθωτή εργασία. Βαθύτατα
μικροαστικά στον πυρήνα τους, παρά την αντίθετη ρητορική τους, τα
ιδεολογήματα αυτά αποτέλεσαν κατ’ ουσία άρνηση της ταξικής πάλης. Από τη
στιγμή που «ό,τι υπόσχεται η εργασία, το εξασφαλίζει η ληστεία» και
μάλιστα στο πολλαπλάσιο, η αντίσταση στον μισθωτό εκβιασμό συνδέθηκε
μονοσήμαντα με την επίθεση στα ταμεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,
που φορτισμένη με μια μυθικού τύπου αξιολογική σήμανση μετατράπηκε σε
κοινωνικό πρόταγμα. Στα μάτια πολλών αγωνιστών οι ταξικοί αγώνες στα
εργασιακά κάτεργα καθίστανται πλέον κενοί περιεχομένου. Εντός αυτής της συνθήκης, το ίδιο το προλεταριάτο καταλήγει να στερείται σημασίας και νοήματος, γίνεται κατά κυριολεξία α-νόητο.
Η απομάκρυνση από τον κόσμο της
μισθωτής σκλαβιάς, που συνδέθηκε και με την απαξίωση του υποκειμένου που
την βιώνει και την ανέχεται, οδήγησε σε μια αναζήτηση επαναστατικών
υποκειμένων σε κοινωνικούς τόπους που βρίσκονταν σε μιαν ακαθόριστη
ποιοτικά σύγκρουση με το νόμο. Στη βάση ενός αόριστου αντιμπατσικού
πνεύματος της εκτόνωσης των εφηβικών και μετεφηβικών ψυχορμήτων και
εντός ενός πολιτικού πλαισίου που ενίοτε συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «κάψε,
κλέψε, διασκέδασε», προωθηθήκαν συνδέσεις με το ευρύ και ανομοιογενές
φάσμα του «παραβατικού» ή του λούμπεν προλεταριάτου. Κάποιες φορές,
ιδίως όταν η συνάντηση γινόταν στη βάση ενός πολιτικού πλαισίου, το
πείραμα πετύχαινε, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληγε σε φιάσκο.
Στα τελευταία 20 χρόνια, δεκάδες ποινικοί αστέρες έλαμψαν στο αναρχικό
στερέωμα, πριν δύσουν μες το βούρκο από τον οποίον ανέτειλαν και
αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους. Πληρωμένοι δολοφόνοι, ρουφιάνοι,
πρεζάκηδες, άτομα βαθιά αλλοτριωμένα, γνήσια υποπροϊόντα του
καπιταλισμού τίμησαν και εξακολουθούν να τιμούν με την παρουσία τους το
αναρχικό κίνημα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η
μονομέρεια στην κοινωνική και πολική απεύθυνση που επεδείκνυε η
συγκεκριμένη τάση του κινήματος, την αποξένωνε ολοένα και περισσότερο
από τα προβλήματα και τις ανάγκες της μεγάλης μάζας του προλεταριάτου,
προήγαγε έναν ελιτισμό και μια υπεροψία που εκφράστηκε παράλληλα και με
μια σαφή αντικινηματική διάθεση –που βέβαια την ίδια στιγμή δεν την
εμπόδιζε να διατηρεί επαφές με την αριστερά της διαμεσολάβησης.
Σήμερα τα ιδεολογήματα αυτά,
διατηρώντας τον ίδιο μικροαστικό τους πυρήνα, λαμβάνουν πιο
σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά, εξελίσσονται και εκφράζονται υπό τη νέα
σημαία του «αντικοινωνισμού» και του «μηδενισμού» με ιδιαίτερο πάθος και
δυναμισμό. Με ανανεωμένο θεωρητικό και πρακτικό οπλοστάσιο, οι φορείς
των νέων αντιλήψεων αυξάνουν ποιοτικά και ποσοτικά το βαθμό της βίαιης
αντιπαράθεσης με το κράτος, την ίδια στιγμή που το πολιτικό και αξιακό
τους υπόβαθρο δείχνει να αποσαρθρώνεται. Η ανακήρυξη του τέλους του
ταξικού πολέμου την περίοδο της πιο σκληρής επίθεσης του κεφαλαίου στην
εργασία, που ως νέοι Φουκουγιάμα εξήγγειλαν κάποιοι από τους πιο
δυναμικούς εκπροσώπους τους, η κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων και η
αντικατάστασή τους από μια ιδεαλιστικού χαρακτήρα διαίρεση και σύγκρουση
μεταξύ εξεγερμένων και υποταγμένων, καθώς και οι εντονότατες
αντικοινωνικές και αντικινηματικές αναφορές αποτέλεσαν τα νέα στοιχεία
με τα οποία «αναβάθμισαν» τον πολιτικό μικροαστισμό που κληρονόμησαν από
τους προκατόχους τους.
Τέτοιου τύπου κοινωνικές-πολιτικές
προσεγγίσεις απέκτησαν αυξημένη επιρροή μέσα σε έναν «χώρο», που έδειχνε
να αδυνατεί να δώσει συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση στην εξεγερτική
κληρονομιά του Δεκέμβρη και να δημιουργήσει κεντρικές κινηματικές
υποδομές. Ασφαλώς, η απαξίωση όσο και ο ιδιότυπος σνομπισμός με τον
οποίο αντιμετωπίστηκαν για χρόνια -όπως και μετά τον Δεκέμβρη- οι
ανοιχτές συνελεύσεις και οι κεντρικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, ακόμα και
από πολλούς που σήμερα παρουσιάζονται ως θιασώτες τέτοιων κινήσεων,
είχαν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη των απαραίτητων συλλογικών
διαδικασιών ενόψει της κρίσιμης, όπως όλοι εκτιμούσαν, περιόδου του
2009-2010. Τα ίχνη αυτής της αντίληψης ήταν εμφανή στον χαρακτήρα της
παρέμβασης και δράσης που ανέπτυξε ο αναρχικός χώρος στις μεγάλες
απεργιακές κινητοποιήσεις του πρώτου εξάμηνο του 2010.
Με αναιμική παρουσία στα προηγούμενα
στάδια των απεργιακών διαδικασιών, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης
δηλαδή, ο αναρχικός χώρος εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο τελευταίο
στάδιο, αυτό της διαδήλωσης, ανοργάνωτος, χωρίς
διακριτή πολιτική παρουσία, με ασαφή τακτική και στρατηγική στόχευση, να
αξιώνει το ρόλο του προνομιακού εκφραστή της κοινωνικής οργής και
αγανάκτησης. Μόνο που πλέον, σημαντικό και ιδιαίτερα δυναμικό κομμάτι
του δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία και τη δράση του στην πορεία ως
κοινωνική, ούτε αισθάνεται κάποιου είδους αλληλεγγύη με τα υπόλοιπα
κομμάτια που διαδηλώνουν. Ορισμένοι, μάλιστα, είναι πιθανόν να τα
αντιμετωπίζουν ακόμα και εχθρικά και οι διεκδικήσεις τους να τούς
φαίνονται ως ενδείξεις υποταγής. Η μαζικότητα μιας πορείας φτάνει τελικά
να έχει σημασία μόνο ως προς τη χρηστικότητά της για την εκδήλωση των
συγκρουσιακών τους διαθέσεων. Εντός αυτού του πλαισίου είναι αρκούντος
κατανοητό, πώς όλη την κρίσιμη κοινωνικά περίοδο αμέσως μετά την υποταγή
της χώρας στο ΔΝΤ, δεν κατορθώθηκαν ούτε καν προωθήθηκαν ουσιαστικές
συνθέσεις με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Εννοώ, συνθέσεις βαθύτερες από
αυτήν που γεννά η -σημαντικότατη- κοινή
συμμετοχή στις οδομαχίες, οι οποίες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα
πεδίο κινηματικής αναφοράς για ευρύ φάσμα αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Με το αναρχικό κίνημα να μην μπορεί
να συγκροτήσει έστω μια συνέλευση όλους αυτούς τους μήνες, ακόμα και για
το στοιχειώδες ζήτημα της παρουσίας του στον δρόμο, το έδαφος για την
ανάπτυξη του τυχοδιωκτισμού ήταν ανοιχτό. Τα διάφορα παρεάκια που
αλώνιζαν τις απεργιακές διαδηλώσεις αγκαζέ με αρκετούς από αυτούς που
σήμερα έχουν το θράσος να εμφανίζονται στις κινηματικές διαδικασίες σα
να μην τρέχει τίποτα και επιτίθενταν με σφυριά σε όσους δεν κατανοούσαν
την επαναστατική τους λύσσα ή εξφενδόνιζαν μολότοφ σε αρτοποιεία γεμάτα
κόσμο, ήταν το προεικόνισμα αυτών που έμελλε να συμβούν.
Αν ως χώρος συνηθίζουμε να
στηλιτεύουμε την κοινωνική αδιαφορία με τη φράση «η σιωπή είναι
συνενοχή», το γεγονός ότι αρκετοί εξ αυτών που σήμερα πολεμούν τις εν
λόγω πρακτικές ανέχονταν όλους αυτούς τους μήνες τα συγκεκριμένα άτομα
όσο και τους πάτρωνες τους σε εκδηλώσεις και κοινωνικούς χώρους και
εξακολουθούν να τούς ανέχονται, δείχνει την παθογένεια και το βαθμό
αλλοτρίωσης που μαστίζει το κίνημα.
Η ουσιαστική όμως «καινοτομία» που
κομίζουν στο κίνημα και την κοινωνία οι νέες επαναστατικές ιδέες, η
πραγματική τομή σε σχέση με το παρελθόν, είναι η επαναλαμβανόμενη, και
προφανώς συνειδητή, ανάδειξη σε κοινωνική αξία και σημείο αναφοράς του
«νονού» που βρίσκεται κρατούμενος στην Ακτίνα μας, γεγονός που συνιστά
μια σοβαρή πολιτική και αξιακή έκπτωση για τον λεγόμενο «αναρχικό
αντικοινωνισμό». Εξόχως αποκαλυπτική της
εκπληκτικής δυνατότητας διείσδυσης των καπιταλιστικών σημασιών ακόμα και
σε χώρους όπως η ένοπλη πάλη, όπου εξ’ αιτίας της πολιτικής και
υπαρξιακής της βαρύτητας θεωρείται συχνά επαρκώς στεγανοποιημένη από την
κυρίαρχη κοσμοεικόνα, η αναγόρευση σε τιμητή της κοινωνικής απάθειας
χαρακτηριστικών εκπροσώπων του κόσμου της νύχτας σημαίνει, παράλληλα,
την αλλοίωση βασικών κοινωνικών και ιστορικών σημάνσεων του
επαναστατικού κινήματος.
Η τοποθέτηση στο ίδιο νοηματικό
συνεχές του επαναστατικού εξεγερτικού λόγου και του λόγου της μαφίας,
καθιστά τα όρια μεταξύ των δύο εξ’ αντικειμένου εχθρικών κόσμων
δυσδιάκριτα, συμβάλλει στην εδραίωση επαφών μεταξύ τους και επιτείνει
ασφαλώς τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό μέσα στο κίνημα και την
κοινωνία. Αυτή ακριβώς τη σύγχυση αποτυπώνει εύγλωττα, άλλωστε, και η
σύνδεση πολιτικών κρατουμένων με την άτυπη εξουσία των φυλακών. Σύνδεση
που αντανακλάται σε ένα σύνολο καθημερινών δραστηριοτήτων. Οι επαφές,
όμως, μεταξύ των κοινωνικών ομάδων δεν είναι ποτέ ουδέτερες, αλλά
σημαίνονται εμφατικά από τη θέση που κατέχει κάθε μία στον
κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό. Οι πολιτικοί κρατούμενοι και η άτυπη
εξουσία της φυλακής, όπως και οι αγωνιστές του επαναστατικού κινήματος
και ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος, αντιπροσωπεύουν δύο
διαφορετικούς κόσμους οι οποίοι αν για λόγους τακτικής δεν βρίσκονται σε
άμεση σύγκρουση, πρέπει εν τούτοις να διατηρούν τις αποστάσεις.
Αυτή ακριβώς η δραματική μείωση των
αποστάσεων, σε συνδυασμό με την κραυγαλέα έλλειψη μιας οργανωτικής
πολιτικής βάσης, ήταν που επέδρασε αρνητικά ως προς την εκδήλωση μιας
πραγματικής δυναμικής και εξεγερτικής πρωτοβουλίας κατά την επίσκεψη
Καστανίδη. Εγκλωβισμένοι λίγη ώρα πριν την άφιξη του υπουργού μέσα σε
ένα πλέγμα συμβάσεων με την ενδιάμεση εξουσία της Ακτίνας, οι πολιτικοί
κρατούμενοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι και με μειωμένα αντανακλαστικά στην
είδηση της παρουσίας του υπουργού, αδυνατώντας πιθανόν και να
αντιληφθούν ακόμη τη σημασία και την ευκαιρία μιας τέτοιας επίσκεψης. Με
τη βιαστική και αμήχανη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών κρατουμένων να
γίνεται υπό την παρουσία του αναμφισβήτητου «αφεντικού» της Ακτίνας και
να διακόπτεται από τις παροτρύνσεις του για διάλογο και ηρεμία, γίνεται
κατανοητό το είδος της – έστω ολιγόλεπτης – προετοιμασίας που
είχε η πολιτική μας παρέμβαση. Ο μοναδικός, ίσως, αστάθμητος παράγοντας
στην Ακτίνα, οι πολιτικοί κρατούμενοι, η δύναμη που θα μπορούσε να
εκφράσει την κοινωνική οργή και τη διάθεση για σύγκρουση των
κρατουμένων, βρέθηκε την ώρα που ο Καστανίδης διάβαινε την κιγκλίδα να
συνομιλεί για το θέμα με τη δύναμη εκείνη που προωθεί μέσα στη φυλακή
τον διάλογο και την ομαλότητα.
Εκείνη τη στιγμή, η σύγκρουση με το
κράτος προϋπέθετε την ακόμα πιο δύσκολη ίσως αντιπαράθεση με την άτυπη
εξουσία της Ακτίνας και την διάρρηξη των σχέσεων φιλίας και
αλληλοβοήθειας που έχουν αναπτυχθεί, κάτι που οι πολιτικοί κρατούμενοι,
χωρίς άλλωστε ενιαίο λόγο και αντίληψη, ούτε μπορούσαν ούτε προφανώς
επιθυμούσαν. Αναπόδραστα, το θυμικό και ο αυθορμητισμός κάποιων
συντρόφων δεν μπορούσε να προσδώσει στη δυναμική της παρέμβασης κάτι
παραπάνω από τον χαρακτήρα της λεκτικής επίθεσης που προσέλαβε και
παρόλο το αίσθημα ανάτασης που νοιώσαμε, μας έμεινε τελικά η πικρή γεύση
της χαμένης ευκαιρίας.
Λίγες μόνο μέρες αργότερα, την ημέρα
της απεργιακής διαδήλωσης της 15ης Δεκέμβρη, τη φυλακή επισκέφθηκε η
διακομματική επιτροπή της Βουλής. Αν και η επίσκεψη ήταν αναμενόμενη και
είχε ιδωθεί και σαν μια ευκαιρία επανόρθωσης των λαθών που έγιναν κατά
την επίσκεψη Καστανίδη, η ανυπαρξία οργάνωσης και σχεδιασμού είχε σαν
αποτέλεσμα μεμονωμένες λεκτικές αντιδράσεις και πάλι – αν και μικρότερου
εύρους –, οι οποίες όμως ανάγκασαν τους βουλευτές να αποχωρήσουν
εσπευσμένα από την Ακτίνα.
Μια δυναμικού τύπου αντιμετώπιση των
εκπροσώπων του κοινοβουλίου θα αποκτούσε έναν ιδιαίτερα συμβολισμό την
ίδια ημέρα που οι διαδηλωτές συγκρούονταν με πρωτοφανή ένταση στους
δρόμους της Αθήνας και ξυλοκοπούσαν τον βουλευτή Χατζηδάκη. Σε αντίθεση,
πάντως, με τους συνήθως εγκαλούμενους για μη επαρκή εξεγερτισμό
διαδηλωτές, οι εκπρόσωποι της «αντισυστημικής» νύχτας δεν είχαν κανένα
πρόβλημα να συνεχίζουν να ομιλούν φιλικά με την κρατική αντιπροσωπεία.
Στην κρίσιμη φάση του ταξικού
πολέμου που διανύουμε στην εποχή της ιμπεριαλιστικής κατοχής από ΕΕ, ΔΝΤ
και ΕΚΤ, οι αυξημένες ανάγκες του αγώνα τοποθετούν ασφαλώς το
περιεχόμενο της κοινωνικής-ταξικής πάλης σε νέες βάσεις. Το
επαναστατικό-εξεγερτικό κίνημα, αν θέλει σήμερα πραγματικά να είναι
ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό απέναντι στην παγκόσμια επέλαση του
κεφαλαίου, οφείλει να ανεβάσει τις οργανωτικές, θεωρητικές και
επιχειρησιακές του ικανότητες στην επίδοση που επιβάλλουν οι
αντικειμενικές συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η κυρίαρχη τάξη
ανεβάζει διαρκώς το επίπεδο της εκμετάλλευσης, της ταξικής βίας και των
οργανωτικών της δομών, κυριολεκτικά καλπάζει, την ώρα που το κίνημα,
παρά τις εξάρσεις και τις επί μέρους δυναμικές που αναπτύσσει, δείχνει
να αδυνατεί να προωθήσει ευρύτερες κοινωνικές συνθέσεις και να θέσει την
πολιτική και οργανωτική βάση για τη συγκρότηση ενός μαζικού
αντικαπιταλιστικού ανατρεπτικού μετώπου.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή του
κοινωνικού ταξικού-πολέμου, οι δεκάδες πλέον πολιτικοί κρατούμενοι που
βρίσκονται έγκλειστοι στις φυλακές της χώρας, αποτελούν δυνητική βόμβα
στα θεμέλια ενός από τους πλέον βάρβαρους όσο και ζωτικούς για την
κυριαρχία θεσμούς. Η διάνοιξη ενός μόνιμου πεδίου κοινωνικής
αντιπαράθεσης με το κράτος, εντός μιας συνθήκης που θα επιδεινώνεται
ταχέως και θα παράγει διαρκώς ολοένα και περισσότερες αιτίες και αφορμές
για σύγκρουση και εξέγερση, επιβάλλει επιτακτικά την ανάγκη αρτιότερων
μορφών πολιτικής οργάνωσης και επικοινωνίας. Οι δεκάδες φυλακισμένοι
σύντροφοι, φορείς ενίοτε διαφορετικών εμπειριών αγώνα όσο και
κοινωνικοπολιτικών αφετηριών, μέσων και τακτικής, εκφραστές ακόμα και
διαφορετικών κοσμοθεωρητικών στάσεων, συνθέτουν ένα αξιοσημείωτο κομμάτι
του μωσαϊκού του επαναστατικού κινήματος και, γιατί όχι, μια μικρή αλλά
σημαντική αντανάκλαση της ίδιας της κοινωνίας.
Η συλλογικοποίησή τους, η σύνθεση,
όπου είναι δυνατόν, των διαφορετικών δυνατοτήτων της επαναστατικής
δράσης που εκφράζουν άτομα και ομάδες, είναι κατά τη γνώμη μου σήμερα
απαραίτητος όρος τόσο για την ανάπτυξη του αγώνα των πολιτικών
κρατουμένων στη φυλακή όσο και για την αντιμετώπιση και πάντα δύσκολων
συνθηκών του εγκλεισμού. Στην κατεύθυνση αυτή η συγκρότηση της
συνέλευσης της συλλογικότητας των πολιτικών κρατουμένων θα αποτελέσει,
νομίζω, το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της αναγκαίας πολιτικής βάσης,
επί της οποίας θα συνδιαμορφώνονται τακτικές και στρατηγικές στοχεύσεις.
Η οργανωμένη παρουσία και δράση των
πολιτικών κρατουμένων στη φυλακή διανοίγει νέους δρόμους για την
εδραίωση και την εμβάθυνση των σχέσεων τους με τον εξεγερμένο κόσμο των
φυλακών, συγκροτεί έναν ισχυρό πόλο συνείδησης όσο και επαφής με το
κίνημα αλληλεγγύης και δρα καταλυτικά ως προς το καίριο πάντα ζητούμενο
της επαναστατικής δράσης στη φυλακή, στη δημιουργία, εν τέλει, ενός
μαζικού εξεγερτικού κινήματος.
Άρης Σειρηνίδης
πολιτικός κρατούμενος, Α΄ Ακτίνα Φυλακών Κορυδαλλού