Σκίτσο: Γιώργος Χαλκιάς |
Τελικά
η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν ταραγμένες μέρες.
Σκιές απ’ το παρελθόν εμφανίστηκαν στους δρόμους. Κάποιοι ευφάνταστοι είδαν και τον
τυφλό ραψωδό σε μια σκάλα υπηρεσίας — εξακολουθούσε ενοχλητικά να υμνεί την
Τροία. Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ’ το μεγαλείο όλων αυτών που
δεν πράξαμε. Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά
το ακατανόητο του κόσμου.
Κι ο αδελφός μου
πέθανε στο νοσοκομείο. Μόλις ξεψύχησε μάλιστα του ‘βαλαν μπροστά ένα παραβάν για να μην μπορώ να ξεχάσω.
Τα κυπαρίσσια αντίκρυ, ήσυχα και σιωπηλά, τη νύχτα κάνουν μυστηριώδη νοήματα στους επιλήσμονες
ακόμα κι οι εποχές γερνάνε — θυμάσαι τον μικρόν αντεροβγάλτη του παλιού καναπέ
τώρα ήρθε ο καιρός να ξεκοιλιάσει κι εσένα μια αστόχαστη λέξη
ήρθε ο καιρός ν’ ακούσεις τις τρομερές ιστορίες που διηγούνται οι ώρες απ’ το βάθος των ρολογιών
η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες
τα παιδικά φαντάσματα μας εγκατέλειψαν, ας φορέσουμε ένα σεντόνι κι ας πάρουμε τη θέση τους —
οι γέφυρες τη νύχτα μοιάζουν με τα ηνία ενός μεγάλου αμαξιού, ποιος το οδηγεί; που μας πάει;
στις γωνιές παραμονεύουν εκείνοι που ξεχάσαμε,
το μέλλον είναι ένας κήπος που επιτέλους αναπαύονται οι νικημένοι
κι υπάρχουν μερικοί που παραδόξως νομίσουν ότι είμαι εγώ —
ας τους αφήσουμε στην πλάνη τους.
Αλήθεια, θα μάθουμε ποτέ ποίοι είμαστε; Όνειρα, φιλοδοξίες, επιθυμίες, φόβοι
μας κρύβουν απ’ τον εαυτό μας και μάλλον μοιάζουμε με ανώνυμα γράμματα που ξέρουν πολλά για μας
εμείς όμως δεν ξέρουμε ποιος τα έγραψε και συχνά αποκοιμήθηκα το βράδυ νικητής
και ξύπνησα μέσα στη νύχτα νικημένος, ή άλλοτε μ’ έπιανε πανικός, «πρέπει να βρω μιαν απάντηση, σκεφτόμουν,
αλλιώς είναι σα να μην έζησα»
και κάθε πρωί ένας πετεινός φωνάζει σα να μας προειδοποιεί
γιατί η απειλή είναι άγνωστη, μα πάντα από πολύ γνωστά πράγματα, όπως αυτοί που σε ταπείνωσαν
σου προετοίμασαν ανύποπτοι έναν ανώδυνο θάνατο — ας καθίσουμε λοιπόν κοντά στο παράθυρο
κι ας κοιταχτούμε στα μάτια, αφού είμαστε ένοικοι της ματαιότητας
και θα μας διώξουν σε λίγο.
Και συχνά ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο ή σ’ ένα φανοστάτη είχα ορκιστεί να μη φύγω πριν μάθω
τι θ’ απογίνει ο κόσμος ή καθάριζα την αυλή απ’ τα φύλλα του φθινοπώρου σα να εξαφάνιζα τα ίχνη ενός πανάρχαιου εγκλήματος
κι άλλοτε πάλι πέθαινα, για ένα τίποτα, έτσι γνώρισα την αβάσταχτη μοναξιά των άστρων
και το ανεπίστρεπτο των γυρισμών. Θολά μεγαλοφάνταστα όνειρα όπως στα παιδικά μας χρόνια ή όταν είμαστε άρρωστοι
και γυρίζουμε στο καλύτερο. «Κύριε, γιατί βασανίζομαι;» ρώτησα,
κανείς δεν απάντησε και τότε κατάλαβα τον θείο προορισμό μου. Κι όταν ο πατέρας
πτώχευσε, πριν μας πάρουν το εξοχικό σπίτι, έβγαινε στον
κήπο και καθόταν κάτω απ’ τη μηλιά,
ήσυχος, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, και καμιά φορά χαμογελούσε κιόλας, όμοιος μ’ ένα παιδί που ύστερα από ένα απόγευμα γεμάτο δάκρυα αποκοιμιέται το βράδυ αγκαλιά μ’ ένα βασίλειο.
Ενώ εγώ περιπλανιόμουν εδώ κι εκεί μαζεύοντας τα κρυφά νοήματα της μέρας
που είχε φύγει για πάντα.
Από τότε έχω κάθε μέρα μια σκοτεινή υπόθεση να ξεμπλέξω, γι’ αυτό αποφεύγω τις βιοποριστικές εργασίες
προτιμώ ν’ αναπολώ ωραίους καιρούς που επέρασαν, ή να στενάζω
στις δεντροστοιχίες
Όμως η αυτοκτονία, έτσι το θέλησε ο Θεός, είναι άκρως επικίνδυνη
και κάνει πιο αινιγματική την ύπαρξη σου
ενώ το πεπρωμένο παραμένει άγνωστο — θυμάσαι το γερο-παλαιοπώλη που φώναζε βραχνά τ’ απογεύματα και τον λυπηθήκαμε τόσο
που για λίγες δεκάρες του δώσαμε ό,τι ωραιότερο είχαμε. Δε θα πω τι. Από τότε ζούμε μια φανταστική ζωή.
Τα βράδια κλαίμε, το πρωί ονειρευόμαστε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Το μεσημέρι πάντως κοιμόμαστε λίγο: απομεινάρι της παιδικής υπακοής όταν ο μεσημεριάτικος ύπνος ήταν η τιμωρία μας.
Άλλα και ποιος δεν έκλεισε μια πόρτα χωρίς να προφτάσει ν’ ακούσει την απάντηση;
Ή ποιος μπορεί ν’ αποδείξει ότι είναι αθώος;
Κι αγάπησα με πάθος κάτι που δε γνώρισα ποτέ.
Τι ήταν;
Τέλος, μια νύχτα έρχεται και κάθεται πάνω στο στήθος σου η φριχτή υποψία —
και τότε τι κάνεις; Τακτοποιούσα λοιπόν το ανάστατο παρελθόν μου
βέβαιος ότι μου ‘κλεψαν το άπειρο, που φυσικά δε μου χρησίμευε σε τίποτα
κι όμως αυτό με βοηθούσε να ζω — γιατί κάθε στιγμή κάτι απερίγραπτο συμβαίνει
που δε θα το μάθουμε ποτέ. Και μόνον οι νεκροί κοιμούνται του καλού καιρού στα παλιά κοιμητήρια
γιατί αυτοί το έμαθαν.
Θυμάσαι, Άννα, που έπλεκες τα χειμωνιάτικα βράδια και κάθε τόσο σήκωνες τα μάτια και με κοίταζες
σα να μ’ αποχαιρετούσες; Που θα πήγαινες;
Όπου κι αν πάμε τώρα, Άννα, δεν προλαβαίνουμε.
Έφυγε ο καιρός!
Κι όταν υστέρα από πολλά τέλειωσε κι αύτη η περιπέτεια είδαμε
με τρόμο πόσο γυμνοί είμαστε κι ότι κάπου άλλου βρισκόταν το μεγάλο
σφάλμα μας κι αν με βλέπετε πάντα μ’ ένα παλιό νυχτικό είναι που προσπαθώ
να κοιμηθώ αλλά το χέρι τού δήμιου φτάνει ως μέσα στον ύπνο μου — λόγια
απλά που τ’ ακούς έντρομος
λαθραία βήματα σ’ όλο το μάκρος μιας ζωής φοβισμένης όμως καμιά φορά ο Θεός βοηθάει τους λυπημένους (μόνο που δεν
ξέρουμε πως) —
πράγματα ασήμαντα που τα ξεχάσαμε, αλλά θα τα θυμηθούμε κάποτε ένα βράδυ
και θα κλάψουμε, ενώ έξω θ’ ακούγεται το σφύριγμα ενός τραίνου για ποια αναχώρηση ή ποια επιστροφή; Ζήσαμε πάντα μέσα στ’
όνειρο και δε θα βγούμε παρά μόνο για να πεθάνουμε στην άκρη ενός κόσμου που δε γνωρίσαμε.
Όμως συχνά κάποια υπενθύμιση μ’ άγγιζε και στεκόμουν τρομαγμένος
κάποια υπενθύμιση για κάτι πολύ μακρινό και ξεχασμένο — ώσπου οι αναμνήσεις σκεπάζουν σιγά-σιγά το παρελθόν
έτσι που σε λίγο δε θυμόμαστε παρά κάτι άλλο — η πολιτεία στο βάθος γκρίζα
ανερμήνευτη σαν όνειρο
«γιατί ήρθαμε;» ρώτησε κάποιος, αλλά πέρασαν αιώνες και δεν τού
απάντησαν ακόμα και τις νύχτες συναντάμε στη σκάλα πρόσωπα για τα όποια δε θα
μάθουμε ποτέ κι άλλα πράγματα σκοτεινά και αιώνια — λοιπόν, τι σημασία έχει
ποιο δρόμο θα πάρεις;
Μόνο, Θεέ μου, να μην ξεχάσουμε εκείνον τον παιδικό θρύλο κι ώ φτωχά μας αισθήματα, που σας προδίνουν οι λέξεις — φριχτό πανάρχαιο έγκλημα που το πρωτόειδαν οι τυφλοί.
Και κάθε μέρα όλο και μεγάλωνε αυτή η υποψία, ότι το πιο σπουδαίο το είχα αφήσει να μου ξεφύγει
χρονολογίες που στοίχειωσαν με τα χρόνια — και καμιά φορά η ομίχλη είναι το άλλο πρόσωπο μας
λέξεις θριάμβου ειπωμένες χαμηλόφωνα σε νικημένα βράδια ή τη νύχτα όταν όλοι κοιμούνται
αναδύεται το άλλο σπίτι, εκεί που ζήσαμε παιδιά χωρίς κανείς να το ξέρει
κι η θεία Ρόζα είχε χάσει τώρα τη μνήμη της κι έψαχνε μες στους υάκινθους.
Ζήσαμε πάντοτε άλλου και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο.
Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου