Παρασκευή 27 Απριλίου 2012
Πέμπτη 26 Απριλίου 2012
CATASTROIKA
Οι δημιουργοί του Debtocracy, του ντοκιμαντέρ που είδαν τουλάχιστον δύο εκ. άνθρωποι, επιστρέφουν με μια νέα παραγωγή.
Η CATASTROIKA αναζητά τις συνέπειες από την ολοκληρωτική εκποίηση μιας χώρας. Εξετάζοντας παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης στις πιο αναπτυγμένες χώρες της Δύσης προσπαθεί να προβλέψει τι θα συμβεί αν το ίδιο μοντέλο εφαρμοστεί σε μία χώρα υπό καθεστώς επιτήρησης.
«ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΜΑΣ ΔΕ ΦΤΑΙΕΙ ΠΑΝΤΑ Η ΣΚΛΑΒΙΑ, ΜΑ Η ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΗ ΜΑΣ ΚΑΡΔΙΑ»
Φίλος αγαπημένος που με συντροφεύει ταχτικά στη βόλτα τα χαράματα (μπήκαμε στην ηλικία που φχαριστιόμαστε τον περίπατο όταν κοιμούνται οι εραστές – «Απριλομάης κι άνοιξη... σαμπούκος και σγουρός βασιλικός» μονάχα τέτοιαν ώρα νικούν της διμοιρίας την μπόχα και την αμμωνία που αναδίνει η άσφαλτος), καθώς κοντοστεκόμασταν συχνά, για την ανάπαυση των μεσόκοπων, είδε την ταμπέλα στην απαγορευμένη για μας ανηφόρα και πιο πολύ τραγούδησε παρά ρώτησε, «Καλλιδρομίου… το 55 του Νικόλα;». Αντί να πάμε ώς εκεί (δεν είναι πια χτες, λαχανιάζουν τα «δυο βήματα»), αντί για «τουρισμό στα σημάδια» (ακούς, μάνα;)... είπα να περιπλανηθούμε στο αντάμωμά του με έναν άλλον άγιο (κι ας μη συναπαντήθηκαν ποτέ)... στη Λίλιαν-Νιουνιού και στο κληροδότημα όλων αυτών των παιδιών που αγκαλιάζει η κάθε σπιθαμή του πλανήτη... στη δικιά μας «βόλτα»… Λίγο πιο πέρα, στου Λαπαθιώτη το ερείπιο μπροστά, τολμήσαμε τη σκέψη πως ο μπαρμπα-Γιάννης συγκεντρώνει όλα όσα ονειρεύονται οι έφηβοι ανάμεσα στα 12 και στα 15. Ο μπαρμπα-Γιάννης παραμένει αυτό που μάχονται να απαγορέψουν στους εφήβους να ονειρευτούν: «από φιλόλογος… λιμενικός δόκιμος!», καθώς πλάνταζε μια φορά η μάνα του – παντοτινά ζωντανός, ακόμα κι όταν είναι σε απόλυτη ακινησία.
Συνήθως τον αναφέρουμε κάθε που περνάμε τον Εύριπο, τον πορθμό της ευτοπίας του, και κρυφά μέσα μας καμωνόμαστε ότι συγκαιριζόμαστε κι εμείς με το πέρα-δώθε των νερών. Αν πεις ότι θα βρεις στοιχεία γι’ αυτόν και δεν έχεις αποφασίσει σε ποιαν από τις εικόνες του θα σταθείς, τα χάνεις. Έχουν γραφτεί άπειρα κείμενα, άρθρα, μελέτες – ακόμα και εκθέσεις έβαλαν κάποιοι δάσκαλοι στους μαθητές τους, αφού πρώτα τους μύησαν στο έργο του, και τα παιδιά έκτοτε ξέφυγαν απ’ όσα απομνημόνευαν για την αλήθεια.
Ό,τι κι αν διαβάσει κανείς από τον χειμαρρώδη, ανατρεπτικό, ερωτικό, ελεγειακό Γιάννη Σκαρίμπα, ό,τι κι αν πει κανείς για τη ζωή και το έργο τού ποιητή, του θεατρικού συγγραφέα, του πεζογράφου, του αρθρογράφου… ο μπαρμπα-Γιάννης δεν εξαντλείται ούτε αποστηθίζεται. Μας παίρνει απ’ το χέρι, μας αναποδογυρίζει τον κόσμο και κάθε τόσο καμαρώνουμε που (όσα είχαμε εμείς στο ασυνείδητο ψελλίσει) εκείνος τα βρήκε και τα ’βαλε με μυρωδιά και χρώμα σε κυματιστές αράδες.
Συνήθως τον αναφέρουμε κάθε που περνάμε τον Εύριπο, τον πορθμό της ευτοπίας του, και κρυφά μέσα μας καμωνόμαστε ότι συγκαιριζόμαστε κι εμείς με το πέρα-δώθε των νερών. Αν πεις ότι θα βρεις στοιχεία γι’ αυτόν και δεν έχεις αποφασίσει σε ποιαν από τις εικόνες του θα σταθείς, τα χάνεις. Έχουν γραφτεί άπειρα κείμενα, άρθρα, μελέτες – ακόμα και εκθέσεις έβαλαν κάποιοι δάσκαλοι στους μαθητές τους, αφού πρώτα τους μύησαν στο έργο του, και τα παιδιά έκτοτε ξέφυγαν απ’ όσα απομνημόνευαν για την αλήθεια.
Ό,τι κι αν διαβάσει κανείς από τον χειμαρρώδη, ανατρεπτικό, ερωτικό, ελεγειακό Γιάννη Σκαρίμπα, ό,τι κι αν πει κανείς για τη ζωή και το έργο τού ποιητή, του θεατρικού συγγραφέα, του πεζογράφου, του αρθρογράφου… ο μπαρμπα-Γιάννης δεν εξαντλείται ούτε αποστηθίζεται. Μας παίρνει απ’ το χέρι, μας αναποδογυρίζει τον κόσμο και κάθε τόσο καμαρώνουμε που (όσα είχαμε εμείς στο ασυνείδητο ψελλίσει) εκείνος τα βρήκε και τα ’βαλε με μυρωδιά και χρώμα σε κυματιστές αράδες.
Έτσι να ’ν’ σπασμένο, να φυσά απ’ το νότο
και με πίλο κλόουν να γελάς, Xαλκίδα:
Aχ, νεκρόν στο χώμα –να φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο!..
(Από το ποίημά του «Xαλκίδα»)
ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ (από τη συλλογή «Εαυτούληδες», μουσική: Διονύσης Τσακνής)
[…] Ανεβοκατεβαίνοντας με άνεση όλους τους αναβαθμούς του σκαριμπικού θυμικού, η μουσική του Τσακνή συνάδει άλλοτε με τον μεσοπολεμικό κλαυσίγελω της κλοουνερί, που κατοικεί στα ποιήματα του Σκαρίμπα, άλλοτε με την εκκωφαντική ιλαρότητα των εξεγερμένων και ερωτικών βοϊδάγγελων. Η έκδοση συνοδεύει και πλαισιώνει τη μουσική με το ποιητικό σύμπαν το οποίο ο ίδιος ο Σκαρίμπας θέλησε να μας κοινωνήσει.
[Κατερίνα Κωστίου –φιλολογική επιμελήτρια στην πρώτη έκδοση των απάντων του ποιητή στην οποία περιλαμβάνονται τα ποιητικά βιβλία «Ουλαλούμ» (1936), «Εαυτούληδες» (1950) και «Βοϊδάγγελοι» (1968)– στην αναφορά της για τη μελοποίηση των «Εαυτούληδων» από τον Διονύση Τσακνή.]
[…] Και τ’ αμάξι τράβαε· τράβαε πάνω, κατά τους πάνω μαχαλάδες, κατά κεις που γίνονταν το μάλλι-βράσι με τις μισότριβες και τις πρωτάρες, κατά κεις που πάσα τόσο οι παντρεμένες απαράταγαν τους άντρες των και παίρνανε ρεμπέτες, όπου οι πρωτοστέφανες κ’ οι τριτοχήρες έχουν άντρες –μουστακαλήδες, σέρτικους– που τάχουν μαύρα και στριμμένα, κι άλλες άντρες κοροϊδάκια, που τους έχουνε μαγέψει με τα κέρατα και τους παίζουνε στα δάχτυλα. […] Ψυχή μου! Έλαμπε μέσ’ στο κέφι του, αχτινοβόλει. Γαρούφαλλο κόκκινο σαν αίμα είχε στόνα αυτί, τσιγάρο στ’ άλλο. Δυο πιθαμάδες ήταν το ζωνάρι του φαρδύ. Σαν καβουρομάνα μαλλιαρό ήταν το στήθος του. Κ’ εκεί κατά «το βάσανό του» τράβαε. Στα Μαρουχλέικα. Στον αφαλό του κόσμου.
(Από το βιβλίο του «Καϋμοί στο Γρυπονήσι», 1930)
[Κατερίνα Κωστίου –φιλολογική επιμελήτρια στην πρώτη έκδοση των απάντων του ποιητή στην οποία περιλαμβάνονται τα ποιητικά βιβλία «Ουλαλούμ» (1936), «Εαυτούληδες» (1950) και «Βοϊδάγγελοι» (1968)– στην αναφορά της για τη μελοποίηση των «Εαυτούληδων» από τον Διονύση Τσακνή.]
[…] Και τ’ αμάξι τράβαε· τράβαε πάνω, κατά τους πάνω μαχαλάδες, κατά κεις που γίνονταν το μάλλι-βράσι με τις μισότριβες και τις πρωτάρες, κατά κεις που πάσα τόσο οι παντρεμένες απαράταγαν τους άντρες των και παίρνανε ρεμπέτες, όπου οι πρωτοστέφανες κ’ οι τριτοχήρες έχουν άντρες –μουστακαλήδες, σέρτικους– που τάχουν μαύρα και στριμμένα, κι άλλες άντρες κοροϊδάκια, που τους έχουνε μαγέψει με τα κέρατα και τους παίζουνε στα δάχτυλα. […] Ψυχή μου! Έλαμπε μέσ’ στο κέφι του, αχτινοβόλει. Γαρούφαλλο κόκκινο σαν αίμα είχε στόνα αυτί, τσιγάρο στ’ άλλο. Δυο πιθαμάδες ήταν το ζωνάρι του φαρδύ. Σαν καβουρομάνα μαλλιαρό ήταν το στήθος του. Κ’ εκεί κατά «το βάσανό του» τράβαε. Στα Μαρουχλέικα. Στον αφαλό του κόσμου.
(Από το βιβλίο του «Καϋμοί στο Γρυπονήσι», 1930)
Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμμιά διαφορά.
Με το να κάμεις μιαν επανάσταση κι αποτινάξεις το ζυγό, δεν έκαμες τίποτα.
[…]
Το να μην ξαναπέσεις σε ζυγό – αυτό είναι επανάσταση.
(Από το βιβλίο του «Το ’21 και η αλήθεια»)
Κ’ εγώ την είχ’ αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ’ τ’ αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε
ως τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει…
[…] Και πέθανε… Και με παπά τη θάψαμε! και να
–μ’ αυλούς– οι τραγοπόδαροι θεοί τής σουραβλάνε
και γύρω απ’ τον ειδωλολατρικό σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε.
(Από το ποίημά του «Ταμάρα»)
ήταν ό,τι απ’ τ’ αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε
ως τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει…
[…] Και πέθανε… Και με παπά τη θάψαμε! και να
–μ’ αυλούς– οι τραγοπόδαροι θεοί τής σουραβλάνε
και γύρω απ’ τον ειδωλολατρικό σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε.
(Από το ποίημά του «Ταμάρα»)
ΟΥΛΑΛΟΥΜ (Νικόλας Άσιμος)
Aδύνατο να μπει κανείς μέσ’ στο νου σας. Mου είσαστε ύποπτος! Ποιος είστε; Πώς λέγεστε; Γιατί κουτσαίνετε ψεύτικα; Aκόμη κι αυτό καμωθήκατε. Eπί δύο ημέρες ολόκληρες, άλλο δεν κάμνατε παρά να σβαρνάτε το δεξί σας ποδάρι!(...). Tο κάνετ’ αυτό σαν θεός των δρυμών σβαρνοπόδης, σαν από γενετής σας εταίρος της εύθυμης συντροφιάς του Διόνυσου(...). Ως και το γραφικό σας χαρακτήρα ψευτίσατε. Kι εκεί παριστάνετε. Ίσως κάτι πάλι να θέλετε. N’ απορήσουμε ίσως· να γίνει τρόπος να πούμε: τι γραφικό χαρακτήρα που χάλασε! τι θάμα γραφή είχε πρώτα!
(Από το βιβλίο του «Το θείο τραγί»)
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ («Τρίτη Ανθολογία» Γιάννη Σπανού, τραγούδι: Κώστας Καράλης)
Κι από το διαδίκτυο ξανά η χαρά της αλίευσης: ζωντανό ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά του έργα («Ο ήχος του κώδωνος», παίχτηκε πρώτη φορά το 1969 στο Πειραματικό Θέατρο της Mαριέττας Pιάλδη) μέσω ραδιοφώνου:
http://radio-theatre.blogspot.com/2011/03/blog-post.html
[...] Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι… Ο ελληνικός λαός δε θα ’κανε την επανάσταση για ν’ αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον εθνική ή είναι αδιάβαστοι ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αφτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’ αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν πάει να πει διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας.
»Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε… Η Επανάσταση απότυχε…
(Από το βιβλίο του «Το ’21 και η αλήθεια»)
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(μελοποίηση: Μαρία Βουμβάκη)
«[…] δεν τον έφαγε εκείνον ο θεσσαλικός κάμπος και οι σάχλες των πεζικάριων, καθημερινά “γεια σου ναύαρχε του Πηνειού!” και κάθε δυο “να κι ο λιμενάρχης Λαρίσης!”, δεν του ’πεσε τέτοιο λαχείο, πώς να νιώσει, λοιπόν, τη δική του καήλα, το πείσμα του να γίνει μια μέρα Λιμενάρχης Xαλκίδος; […] Kύριε Λιμενάρχα Eυρίπου, […] Tώρα μπορείτε να κάνετε τη νυχτερινή σας παρέλαση στην παραλιακή λεωφόρο, αυτήν που διασχίσαν –θυμάστε;– έναν καιρό τα φωτεινά γοβάκια της Mαίρης Δεπάνου…»
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Λιμενάρχης Ευρίπου» (Κέδρος, 1993), στο οποίο ο χαλκιδαίος συγγραφέας Nίκος Δ. Tριανταφυλλόπουλος συνδιαλέγεται με το φίλο του Γιάννη Σκαρίμπα.]
Εκεί που χωριστήκαμε με τον αγαπημένο φίλο, μου ψιθύρισε «το προχτές να μην ξανάρθει» («καλημέρα, λοιπόν», του είπα, «στο χέρι μας είναι να μην έρθει κι από το αύριο»):
Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της «Πατρικής Διδασκαλίας» του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ-Άνθιμου ή πιο σωστά του Γρηγορίου.
(Δημήτρης Φωτιάδης)
(στους Νότηδες)
Τετάρτη 25 Απριλίου 2012
Το Άλογο του Τορίνο (Ο μονόλογος του επισκέπτη)
Ο μονόλογος του επισκέπτη από την τελευταία ταινία του Μπέλα Ταρ, "Το Άλογο του Τορίνο"
(ελληνικοί υπότιτλοι)-Γιατί δεν πήγες στην πόλη;
-Ο άνεμος τα διάλυσε όλα.
-Πώς κι έτσι;
-Καταστράφηκα.
-Γιατί καταστράφηκες;
-Γιατί όλα καταστράφηκαν. Όλα έχουν εξευτελιστεί.
Αλλά θα έλεγα ότι οι άνθρωποι έχουν καταστρέψει και εξευτελίσει τα πάντα (...)
Το απόσπασμα είναι από την τελευταία ταινία (2011) του Ούγγρου σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ με τίτλο The Turin Horse (Το Άλογο του Τορίνο). Η ταινία έχει βραβευτεί με Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2011. Στην Ελλάδα προβλήθηκε για δυο εβδομάδες τον Απρίλιο του 2011.
Η ΤΑΙΝΙΑ
«Τορίνο, 3 Ιανουαρίου 1889: ο Φρίντριχ Νίτσε βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού που διαμένει, στην Οδό Κάρλο Άλμπερτ 6. Όχι μακριά από αυτόν, ο οδηγός ενός δίτροχου κάρου έχει πρόβλημα με το πεισματάρικο άλογό του. Όσο κι αν το τσιγκλά, το άλογο αρνείται να κουνηθεί και τότε ο οδηγός χάνει την υπομονή του και αρχίζει να το μαστιγώνει. Ο Νίτσε μπαίνει στη μέση με φούρια για να δώσει τέλος σε αυτή τη βίαιη σκηνή, αγκαλιάζοντας το λαιμό του αλόγου, και κλαίγοντας. Ο σπιτονοικοκύρης του τον παίρνει μέσα στο σπίτι, τον βάζει να ξαπλώσει ακίνητο και σιωπηλό για δύο μέρες, μέχρι που ο Νίτσε θα μουρμουρίσει τα απαραίτητα τελευταία του λόγια και θα ζήσει για ακόμα 10 χρόνια, βουβός και παράφρων, με τη φροντίδα της μητέρας του και των αδελφών του. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε το άλογο.»
Αυτά είναι τα εισαγωγικά λόγια του Μπέλα Ταρ στην αρχή της ταινίας, που πιάνει την αφήγηση αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα και αποτελεί μια συγκλονιστική περιγραφή της δύσκολης ζωής του οδηγού του κάρου, της κόρης του και του αλόγου. Και μας δείχνει πως τρία απλά πράγματα, ένας αγρότης, μια κόρη και ένα γέρικο και κουρασμένο άλογο, μπορούν να συνθέτουν μια τραγική ιστορία…
Η αρχή της ταινίας "Το Άλογο του Τορίνο":
ΠΗΓΗ: camerastyloonline
Πέμπτη 12 Απριλίου 2012
Ντοκιμαντέρ: Η ιστορία του αγκυλωτού σταυρού
πηγη http://jungle-report.blogspot.com/
Συλλέγοντας πληροφορίες για τον «Φάκελο "Χρυσή Αυγή"», είχα πέσει επάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον γερμανικό ντοκιμαντέρ που μιλάει για την ιστορία του αγκυλωτού σταυρού.
Το ντοκιμαντέρ αυτό, αν και είναι καθαρά ιστορικού ενδιαφέροντος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επίκαιρο. Γιατί τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ετοιμάζονται να στηθούν στην Ελλάδα του 21ου αιώνα για τους νέους αποδιοπομπαίους τράγους, που, σαν ασθενέστερη κοινωνική ομάδα, είχαν την ατυχία να επιλεχθούν ως άλλοθι για την αποτυχία των κυβερνώντων αλλά και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας για τις επιλογές της, ξυπνούν μνήμες εποχών όπου ο αγκυλωτός σταυρός ήταν σύμβολο λατρείας.
Εδώ απαντιούνται, συνοδεία ιστορικών τεκμηρίων, ερωτήματα όπως:
- Τι ήταν ο αγκυλωτός σταυρός;
- Γιατί επέλεξε ο Χίτλερ τον αγκυλωτό σταυρό ως σύμβολο του 3ου Ραϊχ;
- Τι ήταν η «Άρια Φυλή»; κ.λπ..
Ερωτήματα που, για τους περισσότερους ίσως, είτε δεν υπάρχουν απαντήσεις, είτε οι απαντήσεις είναι προϊόντα παραπληροφόρησης ή και φαντασίας.
Το ντοκιμαντέρ είναι μόνο 25 λεπτών μήκους και με γερμανική αφήγηση, αλλά το μετέφρασα στα ελληνικά και το υποτίτλισα.
Είναι από μία σειρά ντοκιμαντέρ του 1993 με τίτλο: "Die großen Rätsel des 2. Weltkriegs" (Οι μεγάλοι γρίφοι του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου).Αν μη τι άλλο, προκαλεί θυμηδία το γεγονός ότι, ακόμα και στις μέρες μας, υπάρχουν κάποιοι που εδραίωσαν τις ιδεολογίες και τις κοσμοθεωρίες τους επάνω στα αποκυήματα της φαντασίας των Λιακόπουλων του 19ου αιώνα, που τότε άκουγαν στα ονόματα Γκουίντο Φον Λιστ και μαντάμ Μπλαβάτσκυ.
Από την άλλη όμως, βλέπουμε πόσο επικίνδυνο όπλο μπορούν να γίνουν τέτοιου είδους ανοησίες στα χέρια φαντασιόπληκτων ηλιθίων που ηγούνται απαίδευτων και παραπληροφορημένων λαών.
Δευτέρα 9 Απριλίου 2012
Ὁ Μπαταριᾶς (Μιλτιάδη Μαλακάση)
Ἕνα Σάββατο βράδυ,
μιὰ Κυριακὴ πρωί...
Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.
Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζὴ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
γιὰ τὸ βιλούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.
Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
τοὺς δέχονταν ὀρθός,
καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.
Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
τά ῾ργανα, σιγαλὰ
τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζαν, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.
Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
μεγάλε Μπαταριᾶ!
στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.
Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
παλληκαριές, καϋμούς,
τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα
στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς θεούς.
Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.
Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
καλοκαιριοῦ χαρά,
καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
κι ὅλα μαζὺ νὰ σπρώχνουν δυνατά,
καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ,
- δὲν ἔμενε εἰκοσόχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.
Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλιε νὰ φτερίσουν,
σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.
Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
κι ὁ πλανταγμένος νοῦς
ποῦ πήγαινε δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,
καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.
Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,
τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτους, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
πρωὶ καὶ Κυριακή,
νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει
μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.
Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγαν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
κ᾿ οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,
μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
ποὺ φάνταζαν χρυσές,
καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές...
Κυριακή 8 Απριλίου 2012
Και ψωμί κόβει και λαιμούς παίρνει...
Θεοί ήταν (και είναι ακόμα) οι φόβοι οι ανθρώπινοι για το άγνωστο και το ανεξήγητο, για την τροφή, για το θάνατο και τη ζωή - η άγνοια.
Θεός έγινε (και είναι ακόμα):
Θεός έγινε (και είναι ακόμα):
- Η δύναμη η σωματική για το κυνήγι της τροφής και η πνευματική υπεροχή για την επιβολή στο πλήθος (έτσι φτιάχτηκαν οι "αρχ-ηγοί"= αυτοί που κρατούν την αρχή, την εξουσία).
- Η γνώση και η ίαση της έμβιας αδυναμίας/α-σθένειας με ό,τι βρίσκεται στο νερό και στο χώμα (έτσι γεννήθηκαν οι γιατροί και θεωρήθηκαν "μάγοι", άλλοτε σε συσκευασία "δύο σε ένα" με τους αρχηγούς κι αργότερα χωριστά και σε συνεργασία μεταξύ τους, αλλά συχνά και με την αλληλοϋποβολή και τη στρατηγική της τρικλοποδιάς).
- Η μελέτη, η πρόβλεψη και κάποτε η καθυπόταξη των φυσικών φαινομένων (έτσι δυνάμωσαν τη θέση τους οι αρχηγοί και οι μάγοι που μοιράζονταν τη γνώση, κι έχουμε τη μετεξέλιξη των μάγων-γιατρών σε "ιερείς").
- Η δυνατότητα επικοινωνίας για ανταλλαγή με (ή για επιβολή σε) άλλες ομάδες-φυλές (κι άλλο δυνάμωμα της θέσης μάγου-αρχηγού και αναγκαστική μοιρασιά της δύναμης-αρχηγίας με βοηθούς/πρωτοπαλίκαρα/αξιωματούχους)...Όταν όλα αυτά (κι άλλα, τι να πρωτομετρήσεις;) συμπήξανε την οργανωμένη κοινότητα (αργότερα την πόλη-κράτος κ.ο.κ.) και οι άνθρωποι ξεχώρισαν σε έθνη και χρώματα, γλώσσες και γεωγραφική μοιρασιά/κατοχή, η γνώση κι η δύναμη παρέμειναν "αρετές" μοναδικές στην πάλη του ανθρώπου για την επιβίωση και τη ζωή - και όσοι τις κατείχαν τις ανήγαγαν πια από μαγεία σε θρησκεία. Το τοτέμ έγινε ναός, μαστίγιο, δικαστήριο, παλάτι, στρατηγείο, έμπορος, πλούσιος γαιοκτήμονας ή ιδιοκτήτης στόλου, εφορία, μαντείο, αυτοκρατορία και πάει λέγοντας ώς τις μέρες μας...
[Ήταν ανάγκη γι' αυτά τα τελευταία να παραμείνουν ο φόβος και η άγνοια ριζωμένα στους ανθρώπους - κι η γνώση μοιραζόταν (και μοιράζεται ακόμα) σε μικρές τοσοδούλικες ποσότητες, συχνά ανακατεμένη με ψέματα και θελημένες ανακρίβειες.]
Φωτεινά διαλείμματα, οι πολλές και συχνά πετυχημένες απόπειρες για να αλλάξουν όλα αυτά από κείνους τους λίγους που δυσφορούν πάντα - και την ανημποριά όλων την παίρνουν στους ώμους τους και την κάνουν εξέγερση, επανάσταση. (Μεγάλη κουβέντα αυτή, τα πώς της επιτυχίας και τα γιατί της επιστροφής στα πριν, με ολίγην από "εξέλιξη", να τα πούμε την άλλη ή την παράλλη φορά...)
Αλλά ο φόβος δεν σβήνεται έτσι, από μόνος του. Θέλει κούραση και θέληση για να οργανωθούν ξανά οι κοινότητες των ανθρώπων βασισμένες στη γνώση, στην επιστήμη και στην αξιολόγηση της αρνητικής και θετικής εμπειρίας των προηγουμένων. Θέλει κόπο να απαγκιστρωθούμε από τα αφομοιωμένα βολέματα για να επιστρέψουμε στην ισορροπία της φύσης, απαλλαγμένοι από το φόβο.
Στην πορεία των χιλιάδων χρόνων ιστορίας και προϊστορίας όλα τούτα φαίνονται πότε άλματα και πότε τέλματα... Οι εξεγέρσεις κι οι επαναστάσεις ηχούν σαν τις πανάρχαιες γιορτές/τελετές της ανθοφορίας και της γονιμότητας - είναι μουσική και ποίηση ένα μαζί, είναι γλέντι. Και της ιστορίας οι σιωπές δεν έρχονται από της ηδονής και της γνώσης τους κήπους - αλλά μέσα από το φόβο.
Αυτόν το φόβο... που είναι σιωπή (βουβαμάρα και θόρυβος μαζί). Βουβαμάρα καθώς επελαύνει ο στρατός των δυνατών και βίαιων - και θόρυβος στα πάσης φύσεως καπηλειά και ναούς, ακόμα και στην πιο μεγάλη ένδεια και πείνα... να ξορκιστεί το κακό για λίγο, να πιούμε / να προσευχηθούμε και να νιώσουμε πιο δυνατοί παρέα μ' άλλους αδύναμους.
Το φόβο μας και τη σιωπή μονάχα το γλέντι της εξέγερσης θα τα νικήσει. Ας οργανώσουμε του αιώνα μας τη γιορτή με όλη τη σοβαρότητα και τη γνώση που απαιτείται για να συντριβεί η αρχή των λίγων και του ενός, για να είναι αχρείαστα το πισώπλατο χτύπημα και ο φόνος - το κράτος και η θρησκεία.
Φωτεινά διαλείμματα, οι πολλές και συχνά πετυχημένες απόπειρες για να αλλάξουν όλα αυτά από κείνους τους λίγους που δυσφορούν πάντα - και την ανημποριά όλων την παίρνουν στους ώμους τους και την κάνουν εξέγερση, επανάσταση. (Μεγάλη κουβέντα αυτή, τα πώς της επιτυχίας και τα γιατί της επιστροφής στα πριν, με ολίγην από "εξέλιξη", να τα πούμε την άλλη ή την παράλλη φορά...)
Αλλά ο φόβος δεν σβήνεται έτσι, από μόνος του. Θέλει κούραση και θέληση για να οργανωθούν ξανά οι κοινότητες των ανθρώπων βασισμένες στη γνώση, στην επιστήμη και στην αξιολόγηση της αρνητικής και θετικής εμπειρίας των προηγουμένων. Θέλει κόπο να απαγκιστρωθούμε από τα αφομοιωμένα βολέματα για να επιστρέψουμε στην ισορροπία της φύσης, απαλλαγμένοι από το φόβο.
Στην πορεία των χιλιάδων χρόνων ιστορίας και προϊστορίας όλα τούτα φαίνονται πότε άλματα και πότε τέλματα... Οι εξεγέρσεις κι οι επαναστάσεις ηχούν σαν τις πανάρχαιες γιορτές/τελετές της ανθοφορίας και της γονιμότητας - είναι μουσική και ποίηση ένα μαζί, είναι γλέντι. Και της ιστορίας οι σιωπές δεν έρχονται από της ηδονής και της γνώσης τους κήπους - αλλά μέσα από το φόβο.
Αυτόν το φόβο... που είναι σιωπή (βουβαμάρα και θόρυβος μαζί). Βουβαμάρα καθώς επελαύνει ο στρατός των δυνατών και βίαιων - και θόρυβος στα πάσης φύσεως καπηλειά και ναούς, ακόμα και στην πιο μεγάλη ένδεια και πείνα... να ξορκιστεί το κακό για λίγο, να πιούμε / να προσευχηθούμε και να νιώσουμε πιο δυνατοί παρέα μ' άλλους αδύναμους.
Το φόβο μας και τη σιωπή μονάχα το γλέντι της εξέγερσης θα τα νικήσει. Ας οργανώσουμε του αιώνα μας τη γιορτή με όλη τη σοβαρότητα και τη γνώση που απαιτείται για να συντριβεί η αρχή των λίγων και του ενός, για να είναι αχρείαστα το πισώπλατο χτύπημα και ο φόνος - το κράτος και η θρησκεία.
Fallen Art
Η βραβευμένη ταινία μικρού μήκους Fallen Art (2004) του Πολωνού δημιουργού Τomasz Bagiński παρουσιάζει την ιστορία ενός αξιωματικού με ..καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η «τέχνη» του στηρίζεται σε μια διεστραμμένη μέθοδο κινηματογράφησης και συνίσταται στην κινηματογραφική προβολή φωτογραφιών που απεικονίζουν τα αποτελέσματα της βίαιης πτώσης στρατιωτών από μεγάλο ύψος. Ένας σαδιστής αξιωματικός στην κορυφή, για το σπρώξιμο, κι ένας ατάραχος γιατρός στρατοπέδου στο έδαφος, για τη φωτογραφία, συμπληρώνουν το τοπίο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)