Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Jacques Prévert - Το μαγικό λυχνάρι του Πικάσο



Όλα τα μάτια μιας γυναίκας στον ίδιο πίνακα
Τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης που η μοίρα χτύπησε
κάτω απ' τα ακίνητα λουλούδια μιας φτηνής ταπετσαρίας
Το άσπρο χορτάρι του φονικού σε δάσος από καρέκλες
Ένας ζητιάνος από χαρτόνι ξεκοιλιασμένος πάνω σ'ένα μαρμάρινο τραπέζι
Οι στάχτες ενός πούρου πάνω στην αποβάθρα κάποιου σταθμού

Το πορτραίτο ενός πορτραίτου
Το μυστήριο ενός παιδιού
Η αναντίρρητη λαμπρότητα ενός πάγκου μαγειρείου
Η άμεση ομορφιά ενός κουρελιού που παρασύρεται απ' τον άνεμο
Ο τρελλός τρόμος της παγίδας στο βλέμμα του πουλιού
Το παράλογο χλιμίντρισμα ενός αλόγου ασυνάρτητου
Η ανυπόφορη μουσική των μουλαριών με τα κουδούνια
Ο ταύρος που σκοτώνεται στεφανωμένος με καπέλλα
Η πάντα διαφορετική γάμπα μιας κοκκινομάλλας που κοιμάται
και το πελώριο αυτί των πιο μικρών καημών της

Το αεικίνητο που εξαπατήθηκε απ' το χέρι
Η χαρά της κάθε μέρας και η αβεβαιότητα του θανάτου
και το σίδερο του έρωτα στην πληγή ενός χαμόγελου
Το πιο μακρινό αστέρι του πιο ταπεινού σκύλου
και αλατισμένη σ'ένα τζάμι η γλυκειά γεύση του ψωμιού
Η γραμμή της τύχης που χάθηκε και ξαναβρέθηκε τσακισμένη
και ανορθωμένη στολισμένη με τα κουρέλια της αναγκαιότητας
Η εκκωφαντική εμφάνιση μιας σταφίδας απ' τη Μάλαγα
σε μια πουτίγκα ρυζιού

Ένας άντρας σε μια τρώγλη πληκτική με κόκκινες ανταύγειες
η νοσταλγία
και η εκτυφλωτική λάμψη ενός πατώματος από κεριά
Ένα παράθυρο πάνω στη θάλασσα ανοιχτό σα στρείδι
το ξυλοπάπουτσο ενός αλόγου και το γυμνό πόδι μιας ομπρέλλας
Η απαράμιλλη χάρη μιας τρυγόνας ολομόναχης
μέσα σε σπίτι παγωμένο
Το νεκρό βάρος ενός εκκρεμούς και οι χαμένες του στιγμές
Ο υπνοβάτης ήλιος που απότομα μέσα στη νύχτα ξυπνάει την κοιμισμένηκαι ξάφνου έκπληκτη Ομορφιά ρίχνει στους ώμους της ένα πανωφόρι καμινάδας και την παρασύρει μες στο σκοτάδι καπνού καλυμμένου με το λευκό της Ισπανίας, ντυμένου με χαρτιά κολλαριστά

Και τόσα ακόμα
Μια κιθάρα από ξύλο πράσινο που νανουρίζει την παιδική ηλικία της τέχνης
Ένα εισιτήριο τραίνου με όλες του τις αποσκευές
Το χέρι που μετατοπίζει ένα πρόσωπο που σκίζει το πρόσωπο ενός τοπίου
Ο σκίουρος που ξεπετάχτηκε απότομα
απρόσμενα από μια θήκη μπουκαλιών
ή ένα μουσικό κουτί σαν πανοπλία πράσινων μακρόβιων και φαλλικών φυτών
και τον χαϊδεύει μια γυμνή νέα κοπέλλα
υπέροχη χαμογελαστή και άσεμνη
που κι αυτή ξεπετάχτηκε απότομα από μια σάπια θήκη
ενός νοσταλγικού ακαδημαϊκού φοίνικα απελπιστικά γέρου
κι ωραίου σαν κάτι αρχαίο

Και οι καμπάνες με ψαθάκι πρωινό να ραγίζουν από τις κραυγές
μιας απογευματινής εφημερίδας
Οι τρομερές δαγκάνες ενός κάβουρα που ξεπροβάλλουν κάτω απ' το καλάθι
Το τελευταίο λουλούδι ενός δέντρου με τις δυο σταγόνες νερού ενός κατάδικου
Και η νύφη πανέμορφη μόνη και απαρνημένη
σ'ένα κρεββάτι βαθύ κόκκινο της ζήλειας
απ' το χλωμό τον τρόμο των πρώτων της συζύγων

Κι έπειτα σε κήπο χειμωνιάτικο στη ράχη ενός θρόνου
μια γάτα τρομαγμένη με τα μουστάκια της ουράς της
στα ρουθούνια κάποιου βασιλιά

Και στο πέτρινο πρόσωπο μιας γριάς καθισμένης δίπλα σ' ένα καλάθι από λυγαριά ο σβησμένος ασβέστης ενός βλέμματος

Και συσπασμένα πάνω στο φρέσκο μίνιο του κιγκλιδώματος ενός κάτασπρου φάρου μελανιασμένα από την παγωνιά τα δυο χέρια ενός περιπλανώμενου Αρλεκίνου που κοιτάει τη θάλασσα και τα μεγάλα της τα άλογα που αποκοιμιούνται μέσα στη δύση κι έπειτα πάλι ξυπνούν με ρουθούνια αφρισμένα μάτια που φωσφορίζουν ξετρελλαμένα από τη λάμψη του φάρου και τα ανυπόφορα περιστρεφόμενα φώτα του
Κι ένας καλοψημένος κορυδαλλός στο στόμα ενός ζητιάνου

Μια άρρωστη κοπέλλα τρελλή, σ'ένα δημόσιο κήπο, που, χαμογελώντας μ'ένα μηχανικό χαμόγελο σα σκίσιμο και λικνίζοντας στην αγκαλιά της ένα παιδί ληθαργικό χαράζει στο χώμα με το γυμνό βρώμικο πόδι της τη σιλουέτα του πατέρα, το χαμένο του πρόσωπο, ενώ παρουσιάζει στους περαστικούς το νεογέννητο της, φτιαγμένο από κουρέλια,
Κοιτάξτε λοιπόν τον ωραίο μου γιο,
Κοιτάξτε λοιπόν την ωραία μου κόρη,
το θαύμα των θαυμάτων μου, το νόθο μου παιδί, από τη μια είναι αγόρι ενώ απ' την άλλη είναι κορίτσι,
κάθε πρωί το αγόρι κλαίει και κάθε βράδυ παρηγορώ το κορίτσι
και τα κουρδίζω όπως τα ρολόγια

Κι ακόμα ο φύλακας της λεωφόρου γοητευμένος από το λυκόφως
Η ζωή μιας αράχνης που κρέμεται  από έναν ιστό
Η αϋπνία μιας κούκλας με σπασμένο μηχανισμό και τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα για πάντα
Ο θάνατος ενός λευκού αλόγου τα νιάτα ενός σπουργίτη
Η πόρτα ενός σχολείου στην οδό Πον ντε Λοντί
Και οι μεγάλοι Αυγουστίνοι παλουκωμένοι στα κάγκελα ενός σπιτιού σ'ένα μικρό δρομάκι που έχουν το όνομα του
Όλοι οι ψαράδες της Αντίμπ γύρω από ένα μόνο ψάρι

Η βία ενός αυγού και η θλίψη ενός στρατιώτη
Η έμμονη παρουσία ενός κλειδιού κρυμμένου κάτω από το χαλάκι κάποιας πόρτας
και η γραμμή του στόχου και η γραμμή του θανάτου
στο παχουλό και αυταρχικό χέρι ενός ομοιώματος ανθρώπου παχύσαρκου που παραληρώντας κρύβει με φροντίδα πίσω από τις σημαίες και τους εσταυρωμένους που θεαματικά στολίζουν το μεγάλο νεκρώσιμο μπαλκόνι του μουσείου του τρόμου και των πολεμικών τιμών
κρύβει το ζωντανό γελοίο άγαλμα των μικρών κοντών ποδιών του του ασύμμετρου θώρακα
αλλά παρά το ωραίο του χαμόγελο το μεγαλειώδες και μεγαλόψυχο δεν καταφέρνει να κρύψει τα ανίατα κι αξιολύπητα ίχνη του φόβου της ανίας του μίσους και της μαλακίας τα χαραγμένα στη μάσκα του από κρέας υπόξανθο χλωμό σαν τα άσεμνα συνθήματα της μεγαλομανίας που οι αξιοθρήνητοι βασανιστές της νέας τάξης χαράζουν στα ουρητήρια της νύχτας

Και πίσω του στη θήκη ενός μισάνοιχτου διπλωματικού σάκκου
το απλούστατο πτώμα ενός φτωχού χωρικού που χτυπήθηκε στο χωράφι του με ράβδους χρυσού από αναμάρτητους χρηματιστές
Και παραδίπλα σ'ένα τραπέζι μια ανοιχτή χειροβομβίδα και μέσα της
μια πόλη ολάκερη
Κι όλος ο πόνος αυτής της γκρεμισμένης και ματωμένης πόλης
σε χρώμα άσπρο

Κι ολόκληρη η πολιτοφυλακή να περιστρέφεται γύρω από το φορείο
όπου ακόμα ονειρεύεται ένας νεκρός τσιγγάνος
κι όλος ο θυμός ενός λαού ερωτευμένου
εργατικού ανέμελου και γοητευτικού
να ξεσπάει απότομα
σαν την κόκκινη κραυγή ενός κόκκορα που σφάχτηκε δημόσια
Και το ηλιακό φάσμα των χαμηλόμισθων που υψώνεται αιμόφυρτο πάνω απ' τη ματωμένη είσοδο ενός εργατικού σπιτιού κρατώντας στ'ακροδάχτυλα, φτωχό φως της αθλιότητας, μια λάμπα ματωμένη απ' τη Γκουέρνικα κι αποκαλύπτει καταμεσής της μέρας με το σκληρό αληθινό του φως τις ανυπόφορες ψεύτικες αποχρώσεις ενός ξεθωριασμένου κόσμου
χρησιμοποιημένου μέχρι το τέρμα και αδειανού ως το μεδούλι
Ενός κόσμου επί ποδός
Ενός κόσμου καταδικασμένου
και ήδη ξεχασμένου
Πνιγμένου απανθρακωμένου απ' τις χίλιες φωτιές
του νερού ενός μικρού ποταμού λαϊκού
όπου το αίμα του λαού τρέχει ακούραστα ανεξάρτητα
στις αρτηρίες και τις φλέβες της γης και στις αρτηρίες και τις φλέβες των γνήσιων παιδιών της
και ζωγραφισμένο απλά σ'ένα άγραφο χαρτί
το πρόσωπο οποιουδήποτε παιδιού

Το πρόσωπο του Αντρέ Μπρετόν το πρόσωπο του Πολ Ελυάρ
το πρόσωπο του αμαξά που πρόβαλε στο δρόμο
Η λάμψη που ξεχύνεται καθώς κλείνει το μάτι του ο ανθοπώλης
Το διάσπαρτο χαμόγελο ενός γλύπτη που φτιάχνει κάστανα γλυπτά
και σκαλισμένο στο γύψο ένα γύψινο πρόβατο σγουρό
που βελάζει την αλήθεια στα χέρια ενός γύψινου βοσκού όρθιου δίπλα σ'ένα σίδερο ρούχων
Δίπλα σ'ένα άδειο κουτί πούρων
Δίπλα σ'ένα μολύβι ξεχασμένο
Δίπλα στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου
Δίπλα σ'ένα κορδόνι παπουτσιών
Δίπλα σε μια πολυθρόνα με κομμένα τα πόδια απ' την κούραση των χρόνων
Δίπλα σ' ένα πόμολο
Δίπλα σε μια νεκρή φύση όπου τα παιδικά όνειρα μιας νοικοκυράς
ψυχορραγούν στην κρύα πέτρα του νεροχύτη σαν ψάρια που ασφυκτιούν και σκάνε
στα αναμμένα κάρβουνα

Και το σπίτι να κουνιέται συθέμελα απ' τις καημένες κραυγές του νεκρού ψαριού της νοικοκυράς που ξαφνικά με απελπισία ναυαγεί και ανασηκώνεται από τα βάθη του πατώματος για να αγκυροβολήσει αξιολύπητα στον κήπο του Βερ Γκαλάν στις όχθες του Σηκουάνα
Κι εκεί παραλυμένη σ'ένα παγκάκι
Λογαριάζει
Και δε βλέπει τον εαυτό της αθώο διεφθαρμένο απ' τις αναμνήσεις
και θερισμένο σα στάχυ
Ένας χώρος της απομένει ένα υπνοδωμάτιο
Και καθώς παίζει κορώνα γράμματα
ελπίζοντας μάταια να κερδίσει λίγο χρόνο
Ξεσπάει μεγάλη καταιγίδα μέσα στον τρίφυλλο καθρέφτη
Μ' όλες τις φλόγες της ζωής της χαράς της
Όλες τις λάμψεις της ζεστασιάς της
Όλες τις λάμψεις της καλής διάθεσης
Και δίνοντας τη χαριστική βολή στο σπίτι που είχε χάσει το δρόμο του
Βάζει φωτιά στις κουρτίνες του υπνοδωμάτιου
και κυλώντας σα σφαίρα φλογισμένη
τα σεντόνια στα πόδια του κρεββατιού
Ανακαλύπτει γελώντας μπροστά σ' όλον τον κόσμο
το παζλ του έρωτα με όλα του τα κομματάκια
Όλα τα κομμάτια του τα διαλεγμένα τα διαλεγμένα απ' τον Πικάσο

Ένας ερωτευμένος η αγαπημένη του και τα πόδια της στο λαιμό της και τα μάτια στους γλουτούς τα χέρια λίγο πολύ παντού
Τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και τα στήθη πάνω κάτω
Τα δυο κορμιά τιναγμένα ανταλλαγμένα χαϊδεμένα
Ο έρωτας αποκεφαλισμένος απελευθερωμένος και μαγεμένος
Το εγκαταλειμένο κεφάλι κυλάει στο χαλί
Οι ιδέες αφημένες, ξεχασμένες στην άκρη
δεν είναι πια εμπόδια απ' τη χαρά την ηδονή
Οι ιδέες θυμωμένες απατημένες από το θυμωμένο έρωτα
Οι ιδέες χωμένες και έκπληκτες σαν άθλιοι ποντικοί θανάτου
που οσμίζονται ότι έρχεται το ανατρεπτικό ναυάγιο του Έρωτα
Οι ιδέες ξανά στη θέση τους  μπροστά στην πόρτα του δωματίου
δίπλα στο ψωμί και τα παπούτσια
Οι ιδέες καρβουνιασμένες κλεμμένες εξατμισμένες άδειες από ιδέες
Οι ιδέες απολιθωμένες μπροστά στη θαυμαστή αδιαφορία
ενός κόσμου παθιασμένου
Ενός κόσμου που ξαναβρέθηκε
Ενός κόσμου που δε συζητιέται και δεν εξηγείται
Ενός κόσμου που δεν ξέρει τη ζωή αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της
Ενός κόσμου συγκρατημένου και μεθυσμένου
Ενός κόσμου θλιμμένου και χαρούμενου

Τρυφερού και σκληρού
Πραγματικού και υπερ-πραγματικού
Τρομακτικού και υπέροχου
Νυχτερινού και ημερήσιου
Συνηθισμένου και ασυνήθιστου
Ωραίου όπως όλα


Μετάφραση από τα γαλλικά: Βάλια Σερέτη


Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

3η νύχτα συγκρούσεων στη Γκρενόμπλ στη Γαλλία






Στη Γαλλία οι συγκρούσεις μαίνονται και χρησιμοποιήθηκε μέχρις και ο Στρατός για να κατασταλεί η εξέγερση. Παρ' ολ' αυτά τα καθεστωτικά Μαζικά Μέσα Εξημέρωσης τηρούν σιγή ιχθύος, προφανώς από το φόβο του ντόμινο. Θα δουν ότι η οργή μας είναι πιο δυνατή απ' τους θορύβους που δημιουργούν με τα Μέσα τους για να μας μπερδέψουν. La rage!

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Του Άδη Και Του Χάρου (1931-1950)

Μια συλλογή που κυκλοφόρησε στα τέλη περίπου της δεκαετίας του '90 από την Fm records και περιλαμβάνει 18 ρεμπέτικα τραγούδια , με κοινό θέμα , τον Άδη, το Χάρο, το θάνατο...
18 τραγούδια που καλύπτουν την περίοδο από το 1931 ως το 1950.

1) Γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς (Απ.Χατζηχρήστου)
Απόστολος Χατζηχρήστος

2) Μες στης Πεντέλης τα βουνά (Σ.Παγιουμτζή-Κ.Καπλάνη)
Στράτος Παγιουμτζής

3) Μανές Νεβά τσιφτετέλι (Τον χάρο τον ρωτήσανε) (Π.Τούντα-Δ.Ατραίδη)
Δημήτρης Ατραίδης

4) Μάνα με μαχαιρώσανε (Μ.Βαμβακάρη)
Μάρκου Βαμβακάρη

5) Ο Χάρος (Π.Τούντα)
Δημήτρης Στεργίου (Μπέμπης)

6) Η μόνη μου παρηγοριά (Στ.Κηρομύτη)
Στέλιος Κηρομύτης

7) Μάνα μου διώξε τους γιατρούς (Στ.Χρυσίνη)
Ρίτα Αμπατζή

8) Μινόρε μανές (Στ.Παγιουμτζή)
Στράτος Παγιουμτζής

9) Κακούργα πεθερά (Ι.Μοντανάρη)
Αντώνης Νταλγκάς

10) Η μανούλα (Απ.Χατζηχρήστου)
Απόστολος Χατζηχρήστος

11) Τα νιάτα μου δεν χάρηκα (Γ.Παπαιωάννου)
Βιργινία Μαγκίδου

12) Η αμαρτωλή (Σ.Καλούμενος)
Σ.Καλούμενος

13) Γιώργο μου φαρμακώθηκα (Ρ.Εσκενάζυ-Δ.Σέμση-Γ.Πετροπουλέα)
Ρόζα Εσκενάζυ

14) Λιώνει το κορμί μου λιώνει (Στ.Περπινιάδη)
Στελλάκης Περπινιάδης

15) Σαν πεθάνω (Ι.Μοντανάρη)
Κώστας Ρούκουνας

16) Ο Πίκινος (Κ.Ρούκουνα)
Κώστας Ρούκουνας

17) Στα πεύκα και στα έλατα (Γ.Παπαιωάννου)
Οδυσσέας Μοσχονάς

18) Αγιάτρευτος καημός (Κ.Σκαρβέλη)
Ρόζα Εσκενάζυ

H επιμέλεια είναι του Πέτρου Ταμπούρη.

Πολλά από τα τραγούδια αυτής της συλλογής, οι νεώτεροι τα μάθαμε στις μεταγενέστερες εκτελέσεις τους.Το "Γλυκοβραδιάζει" από τη Χαρούλα, τον "Πίκινο" από τον Νταλάρα, το "Χάρο" από τη διασκευή του Μπιθικώτση, τη "Μανούλα" από την εκτέλεση της δεκαετίας του '60 από το Στράτο Παγιουμτζή με τη συνοδεία του Ζαμπέτα στο μπουζούκι.

Και σ'αυτές τις πρώτες εκτελέσεις όμως ακούμε σπουδαίες φωνές.Φωνές που αδικήθηκαν από την εποχή τους και από τα μέσα παραγωγής. Ακούστε το Στράτο Παγιουμτζή στους αμανέδες που περιλαμβάνονται σ'αυτή τη συλλογή και είναι σίγουρο πως θα συμφωνήσετε μαζί μου, όταν λέω πόσο μεγάλος τραγουδιστής υπήρξε. Αλλά και η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, ο Ρούκουνας , ο Μοσχονάς και ο Στελλάκης Περπινιάδης... Μεγάλες φωνές, σπουδαία τραγούδια. Άλλες εποχές...


Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

The prison experiment







Το πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ ήταν μια μελέτη που έλαβε χώρα το 1971 και αφορούσε τις ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει η μετατροπή ατόμων σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες.

Τον Αύγουστο του 1971, ο καθηγητής Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο (Philip Zimbardo), εμπνεόμενος κι από ανάλογο πείραμα του Στάνλεϊ Μίλγκραμ, δημοσίευσε αγγελία, με την οποία αναζητούσε εθελοντές για την διεξαγωγή ενός πειράματος προσομοίωσης φυλακής, προσφέροντας ως αμοιβή 15 δολάρια την ώρα και για διάστημα δύο εβδομάδων που θα διαρκούσε το πείραμα. Ο Ζιμπάρντο, με αφορμή διαδηλώσεις που γίνονταν τότε για τα πολιτικά δικαιώματα και για τον πόλεμο ενάντια στο Βιετνάμ, επιλέγει από ένα σύνολο 75 εθελοντών, 24 άτομα, που είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την φοιτητική ιδιότητα. Όπως είπε ο ίδιος ο Ζιμπάρντο, κατέληξε στην επιλογή φοιτητών, καθώς στο προσκήνιο των διαδηλώσεων της εποχής, οι φοιτητές εμφανίζονταν ως οι κύριοι πολέμιοι ενάντια στην εξουσία και την κατάχρησή της. Επιλέχτηκαν άτομα που θεωρήθηκαν ως πιο σταθερά και υγιή από ψυχολογική άποψη και κυρίως άτομα που ανήκαν επί το πλείστον στην λευκή φυλή και μεσαία κοινωνική τάξη.

Το πείραμα ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου 1971. Οι εθελοντές αφού χωρίστηκαν τυχαία (με το στρίψιμο νομίσματος) σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες, οδηγήθηκαν σε μια υποτυπώδη φυλακή που δημιουργήθηκε σ’ έναν υπόγειο χώρο τού πανεπιστημίου για τις ανάγκες τού πειράματος. Οι «φυλακισμένοι» οδηγήθηκαν σ’ αυτόν τον χώρο με δεμένα τα μάτια, έτσι ώστε να μην έχουν αίσθηση του χώρου στον οποίον βρισκόταν, ενώ φόρεσαν ειδικά ρούχα που πάνω τους υπήρχε ένας αριθμός, αντί του ονόματός τους. Ο χώρος, επίσης, στερούνταν φυσικού φωτισμού, δημιουργώντας έτσι και την αίσθηση απώλειας του χρόνου.

Ο ίδιος ο Ζιμπάρντο, εκτός από τον ρόλο του επιβλέποντα του πειράματος, ανέλαβε και τον ρόλο τού «διευθυντή» της «φυλακής», δίνοντας οδηγίες και καθορίζοντας τα όρια μέσα στα οποία θα μπορούσαν να κινηθούν οι «δεσμοφύλακες», έχοντας ως σκοπό να δημιουργήσει συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον αποπροσανατολισμό και την αποπροσωποποίηση των συμμετεχόντων εθελοντών. Οι «δεσμοφύλακες» ντύθηκαν με χακί στρατιωτικά ρούχα, εξοπλίστηκαν με γκλομπς, τα οποία όμως δεν είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν εναντίον των «φυλακισμένων» (ήταν δηλαδή, απλά δηλωτικά εξουσίας, όπως και τα ρούχα, χωρίς κανένα δικαίωμα εξάσκησης βαριάς σωματικής βίας), ενώ υποχρεώθηκαν να φορέσουν γυαλιά ηλίου «καθρέφτες» (αντικατροπτίζοντα), έτσι ώστε να μην υπάρχει απευθείας επαφή των ματιών μεταξύ αυτών και των «φυλακισμένων». Δημιουργήθηκε έτσι μια σχετικά απρόσωπη κατάσταση, που περιόριζε τον όποιο συναισθηματισμό, επιτρέποντας στους εξουσιάζοντες «δεσμοφύλακες», μια ελευθερία κινήσεων απαλλαγμένη από τέτοιου είδους αναστολές, μεταδίδοντας στους «φυλακισμένους» το αίσθημα του φόβου και την αντίληψη αυθαιρεσίας τής εξουσίας.

Ο Ζιμπάρντο αναγκάστηκε να διακόψει το πείραμα, μετά από έξι ημέρες, στις 20 Αυγούστου 1971, καθώς η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχό του και σ’ αυτό έπαιξε ρόλο, όπως παραδέχτηκε κι ίδιος, το ότι ανέλαβε και τον ρόλο του «διευθυντή» τής «φυλακής» και κάπου ταυτίστηκε κι αυτός με τον συγκεκριμένο ρόλο. Ήδη μέχρι τότε, πέντε άτομα ζήτησαν ν’ αποχωρήσουν απ’ το πείραμα, καθώς δεν άντεχαν τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί. «Δεσμοφύλακες» και «φυλακισμένοι» ταυτίστηκαν με τους ρόλους τους, δημιουργώντας πιεστικές καταστάσεις. Άλλοι «φυλακισμένοι» αποδέχτηκαν και υποτάχτηκαν στην εξουσία των «δεσμοφυλάκων» (μερικοί εκ των οποίων παρουσίασαν σαδιστικές τάσεις, χωρίς ωστόσο οι υπόλοιποι «καλοί» «δεσμοφύλακες» ν’ αντιδρούν στις αυθαιρεσίες τους), ενώ άλλοι εξεγέρθηκαν.

Όλα ξεκίνησαν, όταν κάποιοι «φυλακισμένοι», άρχισαν να κοροϊδεύουν και να βρίζουν τους «δεσμοφύλακες». Τέθηκε έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ένα «στοίχημα» που έπρεπε να το κερδίσουν οι μεν ή οι δεν. Οι αντιδραστικοί, υποβλήθηκαν από τους «δεσμοφύλακες» σε καψώνια κι εξευτελισμούς, ενώ οι πιο ζωηροί οδηγούνταν στην «τρύπα», έναν μικρό σκοτεινό θάλαμο που λειτουργούσε σαν απομόνωση. Η συνεκτικότητα και η αλληλεγγύη των «φυλακισμένων» υπονομεύτηκε και διασπάστηκε, έντεχνα κι επιτήδεια από τους «δεσμοφύλακες». Τα όρια προσομοίωσης και πραγματικότητας, άρχισαν να στενεύουν επικίνδυνα και κάποιοι «φυλακισμένοι» άρχισαν ν’ αγγίζουν τις ψυχικές τους αντοχές και να καταρρέουν ψυχολογικά. Σ’ αυτό το σημείο, ο Ζιμπάρντο, λαμβάνοντας υπόψιν και την γνώμη συναδέλφου του, που θεώρησε τις συνθήκες τού πειράματος απάνθρωπες κι ανήθικες, αποφάσισε να διακόψει το πείραμα.

Έκτοτε, το πείραμα αυτό έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων και κριτικών, ενώ από πολλούς επιστήμονες θεωρήθηκε ως ανήθικο και αντιεπιστημονικό. Αξίζει να σημειωθεί, πως όταν έγινε γνωστή, το 2004, η ιστορία τής απάνθρωπης φυλακής των Αμερικανών στο Αμπού Γκράιμπ του Ιράκ, πολλοί έφεραν στο μυαλό τους το συγκεκριμένο πείραμα. Ο δε Ζιμπάρντο, συμμετείχε στην υπερασπιστική ομάδα των δεσμοφυλάκων τού Αμπού Γκράιμπ, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι η δική τους αυθαιρεσία δεν ήταν αυτοδημιούργητη, αλλά βοηθούσε στην καλλιέργεια και ανάπτυξή της, το ανώτερο σύστημα εξουσίας και διοίκησης.

Το πείραμα του Ζιμπάρντο, ενέπνευσε τον κινηματογράφο και βάσει αυτού γυρίστηκαν κάποιες ταινίες, με πιο γνωστή την γερμανική παραγωγή τού 2001 «Das Experiment» (Το πείραμα).

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Γιώργος Χαλκιάς - Τα λουλούδια μου

http://sphotos.ak.fbcdn.net/hphotos-ak-snc4/hs106.snc4/35661_404164234323_638634323_4178077_3111406_n.jpg

Τα λουλούδια μου
άλλοτε είναι χαρούμενα
άλλοτε λυπημένα
άλλοτε φωτεινά
άλλοτε σκοτεινά
άλλοτε ντύνονται γιορτινά
άλλοτε ντύνονται πένθιμα

Απ' το νερό που τα
πότισες
εξαρτάται...

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Motown Classics: Gold [Original recording remastered]

    CD 1
    1. Money (That's what I want) - Barrett Strong
    2. Shop around - Berry Gordy Jr.
    3. Please Mr. Postman - Brian Holland
    4. Do you love me - Berry Gordy Jr.
    5. You beat me to the punch - Mary Wells
    6. Fingertips, Part 2 - Berry Gordy Jr.
    7. (Love is like a) Heat wave - Brian Holland
    8. My guy - Mary Wells
    9. Where did our love go - Brian Holland
    10. Dancing in the street - Martha Reeves & The Vandellas
    11. How sweet it is (To be loved by you) - Brian Holland
    12. My girl - Smokey Robinson
    13. Shotgun - Berry Gordy Jr.
    14. Stop! in the name of love - Brian Holland
    15. I can't help myself (Sugar pie, honey bunch) - Brian Holland
    16. The tears of a clown - Smokey Robinson
    17. What's going on - Art Stewart
    18. Smiling faces sometimes - Norman Whitfield
    19. Papa was a Rolling Stone - Norman Whitfield
    20. Neither one of us (Wants to be the first to say goodbye) - Gladys Knight & The Pips

    CD 2
    1. You can't hurry love - Brian Holland
    2. Reach out, I'll be there - Brian Holland
    3. Jimmy Mack - Brian Holland
    4. Your precious love - Harvey Fuqua
    5. I heard it through the grapevine - Gladys Knight & The Pips
    6. I heard it through the grapevine - Marvin Gaye
    7. My whole world ended (The moment you left me) - David Ruffin
    8. I can't get next to you - Norman Whitfield
    9. I want you back - Jackson 5
    10. Someday we'll be together - Diana Ross & The Supremes
    11. Up the ladder to the roof - Frank Wilson
    12. Ball of confusion (That's what the world is today) - Norman Whitfield
    13. Signed, sealed, delivered (I'm yours) - Stevie Wonder
    14. It's a shame - Stevie Starr
    15. War - Edwin Starr
    16. The tears of a clown - Smokey Robinson
    17. What's going on - Art Stewart
    18. Smiling faces sometimes - Norman Whitfield
    19. Papa was a Rolling Stone - Norman Whitfield
    20. Neither one of us (Wants to be the first to say goodbye) - Gladys Knight & The Pips



Δείτε ακόμα