Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Διαπιστώνω ότι από χθες το απόγευμα πάρα πολύς κόσμος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -και όχι μόνο- επιτίθεται στην βουλευτίνα της ΔΗΜΑΡ Ρεπούση, για τη δήλωσή της ότι «ο χορός του Ζαλόγγου ήταν ένας εθνικός μύθος». Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι τα χτυπήματα έρχονται από αντιφατικές μεριές: κάποιοι θεωρούν ότι η δήλωση της Ρεπούση συνιστά ψέμα και την αναδεικνύει ως αγράμματη, άλλοι βρίσκουν τη δήλωση άκαιρη, μερικοί καταλαβαίνουν ότι η Ρεπούση θέλει να τραβήξει επάνω της την προσοχή και διάβασα κάπου επίσης, ότι στόχος της είναι να απαλλάξει την ιστορία μας από κάθε στοιχείο αντίστασης (προσωπικά δεν θα χαρακτήριζα ακριβώς «αντιστασιακή» μια ομαδική αυτοκτονία, αλλά ας είναι). Κοινό στοιχείο των τριών τελευταίων απόψεων είναι ότι θεωρούν μάλλον αληθή τη δήλωση της Ρεπούση: ο χορός του Ζαλόγγου δεν υπήρξε πραγματικό γεγονός.
Σχετικά με την ομάδα των ανθρώπων που πιστεύει ότι η Ρεπούση κάνει λάθος και ο Χορός του Ζαλόγγου είναι πραγματικό γεγονός, δεν έχω να πω και πολλά πράγματα. Η Ιστορία ως επιστήμη δεν είναι βέβαια Φυσική ή Μαθηματικά, αλλά μια σχετική αυστηρότητα την έχει. Εδώ μιλάμε για ένα «γεγονός» που δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά, το οποίο από τη φύση του θα έπρεπε να μην έχει μάρτυρες (γνωστό το ανέκδοτο σχετικά με το «τι να έκανε η τελευταία του χορού») και διέπεται ως διήγηση από μια σειρά αντιφάσεων. Για παράδειγμα, η πιθανότητα να τραγούδαγαν οι ηρωικές σουλιώτισες ''Εχετε γεια βρυσούλες/ κάμποι βουνά ραχούλες'' είναι ευθέως ανάλογη της πιθανότητας να τραγούδαγαν ''So long taps/ lowlands, mountains and ridges'', δεδομένου ότι στο Σούλι μιλάγανε αρβανίτικα και όχι ελληνικά και η ύπαρξη κρυφών φροντιστηρίων παραμένει υπό αμφισβήτηση.
Με ενδιαφέρει ωστόσο περισσότερο, το κομμάτι εκείνο που ενώ αποδέχεται την ορθότητα της θέσης που εξέφρασε η Ρεπούση, ανακαλύπτει διάφορες αιτίες για να της επιτεθεί. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η Ρεπούση δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής: ούτε ως πρόσωπο ούτε ως βουλευτίνα της ΔΗΜΑΡ. Επίσης έχει γράψει διάφορες ανοησίες κατά καιρούς, οι οποίες κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά μια προσπάθεια του εθνικισμού να αλλάξει δέρμα. Στο θέμα μας, ωστόσο, αναρωτιέμαι: Ποια είναι η «έγκαιρη στιγμή» για να πεις κάποιος κάτι που ισχύει; Και μάλιστα κάτι το οποίο έχει συλλογική ισχύ και δεν αφορά διαπροσωπικές σχέσεις. Κατανοώ γιατί να αποκρύψεις σε έναν βαριά ασθενή πόσος καιρός ζωής του μένει, αλλά όχι γιατί να αποκρύψεις από ένα κοινωνικό σύνολο ότι ο Χορός του Ζαλόγγου δεν είναι πραγματικό γεγονός. Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η γνώση της πραγματικότητας, τόσο πιο εύκολη είναι και η προσφυγή στη διαλεκτική σκέψη, ως εκ τούτου η αλήθεια, αν δεν είναι επαναστατική, είναι πάντως παράγοντας όξυνσης του νου. Εκτός αυτού, η πραγματική ζωή δεν είχε «έγκαιρες στιγμές», συνηθίζει να προχωρά με ρήξεις.
Μια δεύτερη ιδέα είναι ότι η θέση της Ρεπούση «ενισχύει τη Χρυσή Αυγή». Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη ιδέα. Υπονοεί ότι η κοινωνία είναι αρκετά ηλίθια ώστε να είναι καταδικασμένη να πιστεύει σε μύθους, άρα εμείς πρέπει να αφήνουμε τους ήδη υπάρχοντες στη θέση τους και αν είναι δυνατόν να κατασκευάζουμε τους δικούς μας και να τους καθιστούμε ισχυρότερους. Είναι λοιπόν μια ιδέα που θεωρεί δεδομένη τη συλλογική ηλιθιότητα, επενδύει σε αυτήν και προσπαθεί να την καθοδηγήσει. Εδώ βρίσκεται η πηγή ενός νέου ολοκληρωτισμού. Οι κομμουνιστές, αντίθετα, δεν πιστεύουμε στη συλλογική ηλιθιότητα, αλλά στην δυνατότητα των κοινωνιών να χειραφετηθούν δια της μόρφωσης αλλά και δια της ελεύθερης δράσης τους. Με γνώμονα τις ανάγκες τους και όχι τους μύθους τους. Επικαλούμαι εδώ το σχήμα του Βολτέρου : «Κι όμως, υπάρχει κάποιος που είναι πιο έξυπνος και από τη μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα και αυτή είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη», αλλά και του Μπρεχτ: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες».
Τέλος, υπάρχει και η αντίληψη εκείνη που λέει ότι χρέος μας είναι όχι να διαψεύσουμε τους εθνικούς μύθους, αλλά να τους προσεταιριστούμε: να γίνουμε εμείς το έθνος. Για να το πράξουμε μάλιστα αυτό, μπορούμε να τους ερμηνεύσουμε αυθαίρετα κατά το δοκούν. Ετσι, μια υποτιθέμενη συλλογική αυτοκτονία, πράξη αναμφίβολα γενναία και οριακή αλλά σε κάθε περίπτωση παραίτησης, ονομάζεται «αντίσταση». Ανάλογα χαρακτηριστικά μπορούν να δοθούν σε διάφορες όψεις θρησκευτικότητας ή υποταγής και πάει λέγοντας. Η ιδέα αυτή, δεν βασίζεται παρά σε ένα εντελώς αξιολύπητο σύνδρομο κατωτερότητας, που οφείλεται στην αίσθηση του «διωγμένου» που κατατρέχει την ελληνική αριστερά: μια μηχανιστική αντίληψη ότι «όλα αυτά είναι δικά μας».
Η αλήθεια είναι ότι το έθνος –το κάθε έθνος- γεννά τους μύθους του για να ενσωματώσει τις κοινωνίες μέσα στον κεντρικό μύθο που είναι το Εθνος το ίδιο. Κομμουνιστές και προλετάριοι, εμείς, αντιλαμβανόμαστε τη συλλογικότητα διαφορετικά: ως μια ομοσπονδία αναγκών και όχι ως μια συγκέντρωση έμμονων ιδεών. Η κατάρρευση των εθνικών μύθων, δεν είναι μια μνησίκακη ανάγκη, αλλά ένα πραγματικό βήμα προς τον κομμουνισμό. Είναι προφανές ότι αυτό το τελευταίο δεν αφορά καθόλου τη Ρεπούση. Η υπεράσπιση των εθνικών μύθων όμως, η απολογητική και συνδροματική στάση απέναντι στην ιδέα του Εθνους, δεν αφορά καθόλου την κομμουνιστική τάση μέσα στην κοινωνία.
Ας αποφασίσουμε εμείς, εάν θα συνεχίσουμε να την υπερασπίζουμε ή θα εξακολουθούμε να γυρεύουμε λίγα ψίχουλα αποδοχής από έναν προκατασκευασμένο κορμό που τον θεωρούμε πανίσχυρο.
Ο κομμουνισμός, λέμε, είναι η νιότη του κόσμου. Οι κομμουνιστές είμαστε σε πολιτικό επίπεδο παιδιά: μπορούμε να φωνάξουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Δεν έχουμε κανένα λόγο από τη μεριά μας, να χορεύουμε πολιτικούς χορούς του Ζαλόγγου.
Σχετικά με την ομάδα των ανθρώπων που πιστεύει ότι η Ρεπούση κάνει λάθος και ο Χορός του Ζαλόγγου είναι πραγματικό γεγονός, δεν έχω να πω και πολλά πράγματα. Η Ιστορία ως επιστήμη δεν είναι βέβαια Φυσική ή Μαθηματικά, αλλά μια σχετική αυστηρότητα την έχει. Εδώ μιλάμε για ένα «γεγονός» που δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά, το οποίο από τη φύση του θα έπρεπε να μην έχει μάρτυρες (γνωστό το ανέκδοτο σχετικά με το «τι να έκανε η τελευταία του χορού») και διέπεται ως διήγηση από μια σειρά αντιφάσεων. Για παράδειγμα, η πιθανότητα να τραγούδαγαν οι ηρωικές σουλιώτισες ''Εχετε γεια βρυσούλες/ κάμποι βουνά ραχούλες'' είναι ευθέως ανάλογη της πιθανότητας να τραγούδαγαν ''So long taps/ lowlands, mountains and ridges'', δεδομένου ότι στο Σούλι μιλάγανε αρβανίτικα και όχι ελληνικά και η ύπαρξη κρυφών φροντιστηρίων παραμένει υπό αμφισβήτηση.
Με ενδιαφέρει ωστόσο περισσότερο, το κομμάτι εκείνο που ενώ αποδέχεται την ορθότητα της θέσης που εξέφρασε η Ρεπούση, ανακαλύπτει διάφορες αιτίες για να της επιτεθεί. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η Ρεπούση δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής: ούτε ως πρόσωπο ούτε ως βουλευτίνα της ΔΗΜΑΡ. Επίσης έχει γράψει διάφορες ανοησίες κατά καιρούς, οι οποίες κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά μια προσπάθεια του εθνικισμού να αλλάξει δέρμα. Στο θέμα μας, ωστόσο, αναρωτιέμαι: Ποια είναι η «έγκαιρη στιγμή» για να πεις κάποιος κάτι που ισχύει; Και μάλιστα κάτι το οποίο έχει συλλογική ισχύ και δεν αφορά διαπροσωπικές σχέσεις. Κατανοώ γιατί να αποκρύψεις σε έναν βαριά ασθενή πόσος καιρός ζωής του μένει, αλλά όχι γιατί να αποκρύψεις από ένα κοινωνικό σύνολο ότι ο Χορός του Ζαλόγγου δεν είναι πραγματικό γεγονός. Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η γνώση της πραγματικότητας, τόσο πιο εύκολη είναι και η προσφυγή στη διαλεκτική σκέψη, ως εκ τούτου η αλήθεια, αν δεν είναι επαναστατική, είναι πάντως παράγοντας όξυνσης του νου. Εκτός αυτού, η πραγματική ζωή δεν είχε «έγκαιρες στιγμές», συνηθίζει να προχωρά με ρήξεις.
Μια δεύτερη ιδέα είναι ότι η θέση της Ρεπούση «ενισχύει τη Χρυσή Αυγή». Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη ιδέα. Υπονοεί ότι η κοινωνία είναι αρκετά ηλίθια ώστε να είναι καταδικασμένη να πιστεύει σε μύθους, άρα εμείς πρέπει να αφήνουμε τους ήδη υπάρχοντες στη θέση τους και αν είναι δυνατόν να κατασκευάζουμε τους δικούς μας και να τους καθιστούμε ισχυρότερους. Είναι λοιπόν μια ιδέα που θεωρεί δεδομένη τη συλλογική ηλιθιότητα, επενδύει σε αυτήν και προσπαθεί να την καθοδηγήσει. Εδώ βρίσκεται η πηγή ενός νέου ολοκληρωτισμού. Οι κομμουνιστές, αντίθετα, δεν πιστεύουμε στη συλλογική ηλιθιότητα, αλλά στην δυνατότητα των κοινωνιών να χειραφετηθούν δια της μόρφωσης αλλά και δια της ελεύθερης δράσης τους. Με γνώμονα τις ανάγκες τους και όχι τους μύθους τους. Επικαλούμαι εδώ το σχήμα του Βολτέρου : «Κι όμως, υπάρχει κάποιος που είναι πιο έξυπνος και από τη μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα και αυτή είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη», αλλά και του Μπρεχτ: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες».
Τέλος, υπάρχει και η αντίληψη εκείνη που λέει ότι χρέος μας είναι όχι να διαψεύσουμε τους εθνικούς μύθους, αλλά να τους προσεταιριστούμε: να γίνουμε εμείς το έθνος. Για να το πράξουμε μάλιστα αυτό, μπορούμε να τους ερμηνεύσουμε αυθαίρετα κατά το δοκούν. Ετσι, μια υποτιθέμενη συλλογική αυτοκτονία, πράξη αναμφίβολα γενναία και οριακή αλλά σε κάθε περίπτωση παραίτησης, ονομάζεται «αντίσταση». Ανάλογα χαρακτηριστικά μπορούν να δοθούν σε διάφορες όψεις θρησκευτικότητας ή υποταγής και πάει λέγοντας. Η ιδέα αυτή, δεν βασίζεται παρά σε ένα εντελώς αξιολύπητο σύνδρομο κατωτερότητας, που οφείλεται στην αίσθηση του «διωγμένου» που κατατρέχει την ελληνική αριστερά: μια μηχανιστική αντίληψη ότι «όλα αυτά είναι δικά μας».
Η αλήθεια είναι ότι το έθνος –το κάθε έθνος- γεννά τους μύθους του για να ενσωματώσει τις κοινωνίες μέσα στον κεντρικό μύθο που είναι το Εθνος το ίδιο. Κομμουνιστές και προλετάριοι, εμείς, αντιλαμβανόμαστε τη συλλογικότητα διαφορετικά: ως μια ομοσπονδία αναγκών και όχι ως μια συγκέντρωση έμμονων ιδεών. Η κατάρρευση των εθνικών μύθων, δεν είναι μια μνησίκακη ανάγκη, αλλά ένα πραγματικό βήμα προς τον κομμουνισμό. Είναι προφανές ότι αυτό το τελευταίο δεν αφορά καθόλου τη Ρεπούση. Η υπεράσπιση των εθνικών μύθων όμως, η απολογητική και συνδροματική στάση απέναντι στην ιδέα του Εθνους, δεν αφορά καθόλου την κομμουνιστική τάση μέσα στην κοινωνία.
Ας αποφασίσουμε εμείς, εάν θα συνεχίσουμε να την υπερασπίζουμε ή θα εξακολουθούμε να γυρεύουμε λίγα ψίχουλα αποδοχής από έναν προκατασκευασμένο κορμό που τον θεωρούμε πανίσχυρο.
Ο κομμουνισμός, λέμε, είναι η νιότη του κόσμου. Οι κομμουνιστές είμαστε σε πολιτικό επίπεδο παιδιά: μπορούμε να φωνάξουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Δεν έχουμε κανένα λόγο από τη μεριά μας, να χορεύουμε πολιτικούς χορούς του Ζαλόγγου.