Η Δύση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ: αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να επιβιώσουν από την πολιτική, οικονομική, και πολιτισμική κρίση, διότι η Δύση δεν έχει δώσει καμία απάντηση στην ανθρωπότητα. Η Δύση σήμερα είναι συνώνυμη με πόλεμο, καταστροφή, όπλα, ατομικά οπλοστάσια. Ποια είναι η κουλτούρα της Δύσης; Ερχόμαστε από […] 500 χρόνια στα οποία ακρωτηριάζουν τ’ αυτιά μας, κόβουν τις μύτες μας, κόβουν τα χέρια μας […] δένουν τα άκρα μας σε άλογα για να μας ξεσκίσουν. Αυτά μας άφησε η Δύση, σύντροφοι. Και αυτή η κουλτούρα καταστροφής τής Φύσης, της Μητέρας Γης, δεν σταματά. Δε σταματά η παρορμητική υλιστική όρεξή της να διεξάγει πόλεμο για να ιδιοποιείται τους στρατηγικούς πόρους άλλων λαών.
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ειδήσεις μονοπωλούσε η καταδίωξη της «17 Νοέμβρη», απαραίτητη προϋπόθεση για να μιλήσεις δημόσια —ό,τι κι αν επρόκειτο εν συνεχεία να πεις— ήταν να ξεκινήσεις με μια τελετουργική δήλωση καταδίκης τής τρομοκρατίας· όλη τη διετία που πέρασε, στη διάρκεια της κακόγουστης πανδημικής σκηνοθεσίας, για να μιλήσεις δημόσια ήσουν υποχρεωμένος να ξεκινήσεις με μια δήλωση πίστεως στην ύπαρξη του ιού και στην τρομερή φονικότητά του· με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τούτη τη στιγμή, για να σχολιάσεις δημόσια τη γεωπολιτική πραγματικότητα πρέπει απαραιτήτως να ξεκινήσεις με μιαν απερίφραστη καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας ή και βαρβαρότητας – και είναι κανόνας όχι μόνο για τα φερέφωνα της αιματοβαμμένης «σωστής πλευράς τής ιστορίας» αλλά και για τους «προοδευτικούς», που κυμαίνονται (όλως συμπτωματικά όπως στην περίπτωση της υγειονομικής ορθότητας) από την κοινοβουλευτική «αριστερά» μέχρις ένα κομμάτι τού «αντιεξουσιαστικού» χώρου.
Με την άδεια τού παραπάνω «δημοκρατικού τόξου», και για τους ίδιους λόγους που δεν το έκανα στις προηγούμενες περιπτώσεις, ούτε τώρα θα το κάνω. Ο παρεμπίπτων λόγος είναι ότι αρνούμαι οιοδήποτε τελετουργικό συμμόρφωσης σε άρρητες επικοινωνιακές μακρο-εντολές, και αν κάποιος θέλει να με φιμώσει ας αναγκαστεί να το κάνει με τον τρόπο κάθε παραδοσιακής δικτατορίας, όχι διαιωνίζοντας «δημοκρατικά» άλλοθι. Ο κύριος και ουσιωδέστερος λόγος είναι ότι ποτέ, σε καμία περίπτωση, δεν έχω καταδικάσει και δεν καταδικάζω «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Υποστηρίζω από θέση αρχής πως η βία (ό,τι κι αν προσωρινά περιλάβουμε σε αυτόν τον ασαφή όρο) είναι υποστηρήξιμη ή καταδικάσιμη ανάλογα με το συμφραζόμενο της άσκησής της και ανάλογα με το ποιος την ασκεί. Αν το καλοσκεφτείτε, ούτε επαγγελματίες ηθικολόγοι όπως οι χριστιανικές εκκλησίες δεν μπορούν να το αρνηθούν αυτό. Μόλις τον περασμένο μήνα, για παράδειγμα, τούτη η χώρα γιόρταζε με τις συνήθεις φανφάρες την 25η Μαρτίου, επέτειο της λεγόμενης Εθνεγερσίας. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν ένα εξαιρετικά βίαιο γεγονός, και για κάποιους —όπως π.χ. ο Μέτερνιχ— κάλλιστα μπορούσαν οι έλληνες επαναστάτες να χαρακτηριστούν τρομοκράτες και να καταδικαστούν στο όνομα της ειρήνης και της διεθνούς έννομης τάξης. Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία (σήμερα τουλάχιστον) δεν καταδικάζει αυτή τη βία στο όνομα της χριστιανικής αγάπης και της ανθρώπινης εν Θεώ αδελφότητας;
Δεν περιμένω βεβαίως απάντηση, αλλά θέλω να αναπτύξω με την μέγιστη δυνατή ορθολογική συνέπεια ένα επιχείρημα προς τους αυτοσχέδιους τιμητές τού «ανορθολογισμού». Η πρώτη απάντηση που μπορεί να δοθεί —που δίνεται εν πάση περιπτώσει από εθνικιστικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή πολιτικούς— στο ερώτημα «γιατί ήταν θεμιτή η βία τής Ελληνικής Επανάστασης;» είναι του τύπου «επειδή είχε ιερό σκοπό». Ο σκοπός είναι όμως πάντα υποκειμενικά σχετικός, πράγμα που εγείρει το ερώτημα «σκοπό τίνος;» Στην πραγματικότητα, μια τέτοια απάντηση είναι ταυτολογική και δεν λέει τίποτα περισσότερο από το «είναι θεμιτή επειδή είναι δική μας». Σε τελική ανάλυση, ανάγεται σε μια ωμή εργαλειακότητα τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» χωρίς να μπορεί να παρασχεθεί κανένα έλλογο επιχείρημα προς δικαιολόγηση του συγκεκριμένου σκοπού.
Μια πιο έλλογη απάντηση, που δεν ενδίδει στην εθνικιστική αυθαιρεσία, θα έθετε ζήτημα συμφραζομένου: «η βία τής Ελληνικής Επανάστασης ήταν δικαιολογημένη επειδή στόχευε στο να αποσείσει μια πολύ πιο αθέμιτη βία, την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική βία ενός ισχυρού δυνάστη απέναντι σ’ έναν ανίσχυρο και υποτελή λαό». Αυτή είναι μια ορθολογική απάντηση, αλλά πρέπει να την ακολουθήσουμε σε όλες τις αναγκαίες συνεπαγωγές της. Ως καθολικά ισχύον κριτήριο, θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλες τις λαϊκές, εθνεγερτικές, αντιαποικιακές κ.λπ. επαναστάσεις, πράγμα που μας υποχρεώνει σε μια παραδοχή με ισχύ οιονεί κανόνα: οιαδήποτε μορφή βίας είναι θεμιτή και υποστηρίξιμη εφόσον μπορεί εύλογα να παρουσιαστεί ως αντι-βία που αποσκοπεί στο να εξουδετερώσει μια προϋπάρχουσα, εναρκτήρια κατά κάποιον τρόπο, και πολύ πιο αθέμιτη μορφή βίας. Ποια μορφή βίας όμως μπορεί να χαρακτηριστεί «πιο αθέμιτη»; Εκ μέρους εκείνου, υποστηρίζω, που σε κάθε συγκεκριμένο συσχετισμό ισχύος είναι ο πιο ισχυρός. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η καρδιά τού ζητήματος. Σε κάθε διαμάχη, σε κάθε πόλεμο ή επαναστατική σύγκρουση, βιαιότητες διαπράττονται από κάθε πλευρά, και πολλές, αν τις δούμε μεμονωμένα, είναι αποκρουστικές. Δεν δρουν όμως και οι δύο πλευρές κάτω από την ίδια συνθήκη εξαναγκασμού. Ο ισχυρότερος έχει σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας των επιλογών του, άρα φέρει την ευθύνη και για τις πράξεις τού αντιπάλου του, ο οποίος τελεί υπό καθεστώς εξαναγκασμού («η ευθύνη είναι παραπληρωματική τής ισχύος», έλεγε ο Hans Jonas – και αναρωτιέμαι αν έβλεπε την εφαρμογή τού αξιώματός του στην περίπτωση του Ισραήλ…).
Ορθά εννοημένη αυτή η αρχή, μπορεί να παρασχεθεί όχι μόνον ως θεμέλιο αλλά και ως διορθωτικό κάθε ισχύοντος (θετικού) δικαίου. Από δικαιική άποψη, το ερώτημα είναι ποια μορφή βίας θα χαρακτηριστεί ως έγκλημα – διότι, σε αντίθεση με τον αόριστο χαρακτήρα της βίας, το έγκλημα έχει μια καθορισμένη νομική σημασία: προϋποθέτει μια δεδομένη έννομη τάξη τής οποίας συνιστά παραβίαση. Με αυτή την έννοια, όμως, όλες οι πράξεις εξέγερσης ή αντίστασης στην ιστορία είναι «εγκλήματα». Όπως μας θυμίζει ο δικηγόρος Δημήτρης Μπελαντής,1 μέχρι την Τροποποίηση της Συνθήκης τής Γενεύης του 1949 (που έγινε το 1974) οι εξεγερμένοι κατά της αποικιοκρατίας ή εναντίον ξένης κατοχής εθεωρούντο σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο μη εμπόλεμοι επειδή δεν έφεραν κρατική στολή μαχητή, οπότε, ως «ελεύθεροι σκοπευτές», ήταν θεμιτό να εκτελούνται νομίμως από τις αρχές κατοχής· όταν οι ναζί εκτελούσαν αντιστασιακούς πατριώτες στην Ελλάδα και σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, επικαλούνταν την προπολεμική Συνθήκη τής Χάγης του 1907 που τυπικά τους έδινε αυτό το δικαίωμα· ο ιμπεριαλιστικός και αντεπαναστατικός πόλεμος της Δύσης κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας τής Κορέας (και κατ’ επέκτασιν κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας τής Κίνας) του 1950-1954 ήταν απολύτως νόμιμος σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο αφού είχε ψηφιστεί από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με πλειοψηφία των δυτικών κρατών (όπου η ΕΣΣΔ απείχε για να μην νομιμοποιήσει τη φιλοϊμπεριαλιστική απόφαση)· βάσει της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1990, η στρατιωτική επέμβαση της Δύσης στον Περσικό Κόλπο, με συναίνεση της υπό διάλυσιν ΕΣΣΔ του Γκορμπατσόφ, ήταν τυπικά νόμιμη – και με βάση αυτήν την «νόμιμη» επέμβαση έγιναν φρικτά εγκλήματα πολέμου, τα οποία ποτέ δεν διερεύνησε εν συνεχεία ούτε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ούτε το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Προφανές είναι ότι μια τόσο συσταλτική έννοια του «εγκλήματος» όπως η απορρέουσα από το θετικό δίκαιο (το διεθνές δίκαιο, εν προκειμένω) δεν μπορεί να προβεί στις αναγκαίες πλαισιώσεις που προανέφερα —διεύρυνση του χρονικού ορίζοντα έτσι ώστε να συμπεριληφθεί η αλληλουχία των πράξεων που «προκάλεσαν» ένα παροντικό γεγονός, και αποτίμηση της συγκριτικής ισχύος μεταξύ των αντίμαχων μερών— προκειμένου ν’ αποδοθεί κατά μια ουσιώδη έννοια η ευθύνη, που είναι με τη σειρά της όρος για τον καταλογισμό μιας εγκληματικής πράξης. Ή, για το θέσω με ακόμη πιο ριζικό τρόπο, το διεθνές δίκαιο (όπως κάθε θετικό δίκαιο) δεν περιέχει εργαλεία για κριτική αποτίμηση των όρων της ίδιας τής θέσπισής του, του βαθμού βίας που ενέχεται στην επιβολή του, και της ανισότητας θέσεως και ισχύος μεταξύ εκείνων που νομοθετούν και αυτών οι οποίοι καλούνται να συμμορφωθούν με τις εντολές του.
Το πρόβλημα αυτό, που είναι δομικό σε κάθε μορφή θετικού δικαίου, επιδεινώνεται απροσμέτρητα στην περίπτωση που εκείνοι οι οποίοι καλούνται να το εφαρμόσουν το εφαρμόζουν σκανδαλώδες επιλεκτικά ή, ακόμη χειρότερα, διατηρούν το αυθαίρετο δικαίωμα, όποτε τους συμφέρει ή το μπορούν, να εξαιρούν τον εαυτό τους. Δεν χρειάζεται να πω ότι, αν στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια εγγενή ανεπάρκεια του θετικού δικαίου, στη δεύτερη έχουμε έναν ριζικό πραξικόπημα κατά οιασδήποτε έννοιας δικαίου – που ανάγει το «δίκαιο» σε απλό όπλο στα χέρια του εκάστοτε ισχυρού, της ίδιας τάξεως με τον στρατιωτικό του εξοπλισμό και τα μέσα προπαγάνδας. Τέτοια ακριβώς υπήρξε η χρήση του Διεθνούς Δικαίου σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τους συμμάχους τους, και ιδιαίτερα από το μόνιμο «κράτος εξαίρεσης» του Ισραήλ, κάτι που εν τοις πράγμασιν ακυρώνει όλες τις προσπάθειες για εδραίωση μιας παγκόσμιας έννομης τάξης μέσω θεσμών όπως η Κοινωνία των Εθνών (1920) και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (1945), άλλα και άλλα διεθνή σύμφωνα και θεσμοί όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τα ποικίλα Περιβαλλοντικά Πρωτόκολλα, οι Συμφωνίες για τον Περιορισμό των Πυρηνικών Όπλων, κτλ. Η εξακολουθητική πρακτική των ΗΠΑ να τα χρησιμοποιούν προς απονομιμοποίηση των ανταγωνιστών τους όταν μπορούν, και να αποσύρονται ή να εξαιρούνται αυτοβούλως όποτε θέλουν, καθιστούν το Διεθνές Δίκαιο κουρελόχαρτο και τις ίδιες τις ΗΠΑ (και τους συμμάχους τους) δυνάμεις εκτός δικαίου, κυριολεκτικά rogue states.
Για όλους αυτούς τους λόγους, μια καθ’ ύλην αντίληψη δικαίου στις διεθνείς υποθέσεις δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και καμία αξία να επικαλείται το γράμμα του «Διεθνούς Δικαίου» (όπως κάνει ο αξιοθρήνητος Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες σήμερα στις συνομιλίες του με τη ρωσική πολιτική ηγεσία, για λόγους που θα εξηγήσω καλύτερα). Απαιτεί μάλλον ένα ουσιώδες, οικουμενικό και όσο το δυνατόν ακλόνητο κριτήριο νομιμότητας, και αυτό μπορεί να παρασχεθεί μόνο από έναν συλλογισμό όπως εκείνος που εξέθεσα παραπάνω, περί της ευθύνης του ισχυρού. Απ’ όπου μοιάζει να απορρέει κάτι σαν κατηγορηματική προσταγή, που θα έλεγε: πάντα, υπό οιεσδήποτε συνθήκες, πρέπει να στρεφόμαστε, αναμφίλογα και ανυποχώρητα, κατά τού ισχυρού – η αταλάντευτη εναντίωση στην ισχύ και στον ισχυρό είναι η μόνη «ορθή πλευρά της ιστορίας».
*
ΥΠΟ ΕΝΑ ΤΈΤΟΙΟ ΠΡΙΣΜΑ και μόνο θα πρέπει να καταλάβουμε τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Και ξεκινώντας, εκ προοιμίου να πω ότι όσο αηδιαστικά υποκριτική είναι η δυτική προπαγάνδα που μιλάει για «παράνομη εισβολή», για «ρωσική βαρβαρότητα» ή «εγκλήματα πολέμου των εισβολέων», άλλο τόσο άστοχες και παραπλανητικές είναι δήθεν αντιεξουσιαστικές ή ελευθεριακές κορώνες περί «αντιμαχόμενων ιμπεριαλισμών» και υπενθυμίσεις πως η Ρωσία είναι «μια καπιταλιστική χώρα»... Ευχαριστούμε πολύ για την πληροφορία! Αν το μόνο που έχουμε να πούμε απέναντι σε αυτόν τον πόλεμο ο οποίος κυοφορεί πρωτόγνωρες απειλές για τον πλανήτη είναι «Κράτος και κεφάλαιο δολοφονούν», λυπάμαι αλλ’ αυτό είναι, όπως λέμε, η μπάλα στην κερκίδα…! Ή ακριβέστερα, είναι διανοητικό τικ ενός πρώην ριζοσπαστικού χώρου που σήμερα μοιάζει να βρίσκεται σε κατάσταση αθεράπευτης αφασίας. Το να αναλύσουμε το καθεστώς της σημερινής Ρωσίας, ή της Κίνας, ή του Ιράν, ή οποιαδήποτε άλλης χώρας που δεν ευθυγραμμίζεται με τον δυτικό άξονα, έχει ασφαλώς σημασία και είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε – όμως μόνο εφαπτομενικά τέμνεται με το ζήτημα το οποίο καλούμαστε υπό τη βία των συνθηκών να κρίνουμε και στο οποίο επείγει να τοποθετηθούμε. Υποθέτω πως όσοι νοιάζονται για το «συμφέρον των λαών» και όχι των «υπερδυνάμεων» είτε των «ιμπεριαλισμών» συμφωνούν ότι το συμφέρον των λαών είναι, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, η ειρήνη. Συμφωνούν, φαντάζομαι, ότι ο πόλεμος είναι όχι μόνο άμεση υπαρξιακή απειλή για την ανθρωπότητα αλλά και ότι συνιστά πηγή αυταρχικών εξελίξεων σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές: υποδαύλιση μιλιταρισμών, μισαλλόδοξων εθνικισμών, άρση εδραιωμένων δικαιωμάτων, φίμωση κοινωνικών διεκδικήσεων, κ.ο.κ. Συμφέρον των λαών είναι λοιπόν βραχυπρόθεσμα να σταματήσει ο πόλεμος, και μακροπρόθεσμα να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις εκείνες που είναι διαρκείς παραγωγοί πολέμου. Ποιες είναι όμως αυτές οι δυνάμεις; Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται οποιαδήποτε σοβαρή θεσιληψία.
Δεν είναι βέβαια η Ρωσία του Πούτιν. Αν δεν απατώμαι, από τη διάλυση της ΕΣΣΔ η Ρωσία όχι μόνο δεν έχει επιτεθεί σε κανένα κράτος, όχι μόνο προσέφερε στήριξη στις αποσχιθείσες περιοχές, αλλά και προέβη σ’ ένα θετικό βήμα ιδρύοντας την Ανεξάρτητη Κοινοπολιτεία των Κρατών κι εδραιώνοντας αμοιβαίες σχέσεις ανταλλαγής και συνεργασίας μαζί τους, με σχεδόν αποκλειστικό αντάλλαγμα τη δημιουργία μιας ζώνης ασφάλειας στην περίμετρο των συνόρων της. Απεναντίας, η δύναμη για την οποία μιλάμε, αληθινή συμφορά για την ανθρωπότητα και δολοφόνος της παραμικρής πιθανότητας για ειρήνη που κατά καιρούς αχνοφαίνεται στη γη, ήταν και παραμένει η (κεφαλαιοκρατική, αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική, χωρίς εισαγωγικά) Δύση. Κι επειδή κάποιοι έχουν αμφισβητήσει την ίδια τη συμπεριληπτική χρήση ενός τέτοιου όρου που εμπερικλείει πρόδηλα ρήγματα, αποκλίνοντα συμφέροντα και ασυμμετρίες δυνάμεων, θα εξηγήσω τί εννοώ με τον όρο και γιατί έχει εξακολουθητικό νόημα. Ως «Δύση» εννοούμε ένα μπλοκ δυνάμεων που στηρίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, τον οποίον εισήγαγε, εξέλιξε, επέβαλε δια της βίας σε ολόκληρο τον πλανήτη, κι εξακολουθεί να τον μεταβάλει ανάλογα με τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας ολιγαρχίας που έχει de facto ρόλο ηγεσίας αυτών των δυνάμεων. Το μπλοκ αυτό έχει δύο πόλους ισχύος, έναν πολιτικό κι έναν οικονομικό – οι οποίοι, παρότι δεν ταυτίζονται απολύτως, κατανοούν πλήρως την κοινότητα των συμφερόντων τους και αλληλοϋποστηρίζονται στενά, χρησιμοποιώντας ενίοτε ως μέσον ο ένας τον άλλον. Ο οικονομικός πόλος είναι μια ολιγάριθμη ελίτ που βρίσκεται στην κορυφή μιας Λερναίας Ύδρας επιχειρήσεων υπερεθνικής εμβέλειας, που έχει υπό τον έλεγχό της τη συντριπτική μερίδα του παγκόσμιου (πραγματικού ή ονομαστικού) κεφαλαίου κι επανδρώνει επίσης το σύνολο των υπερεθνικών οργανισμών και τις κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, και σήμερα αντιπροσωπεύεται από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Ο πολιτικός (και στρατιωτικός) πόλος είναι μια ιεραρχία κρατών που ηγεμονεύουν (ασφαλώς με περιφερειακές αμφισβητήσεις, τις οποίες ακριβώς προσπαθούν να κάμψουν) στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα. Στην κορυφή βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και οι στενότεροι σύμμαχοί τους (ο λεγόμενος Αγγλοσαξωνικός άξονας), και ο κύριος επιχειρησιακός τους βραχίονας είναι το ΝΑΤΟ. Αυτό είναι εν ολίγοις το «πρόσωπο» της Δύσης· έχει καθορισμένη και υποδείξιμη ταυτότητα, η οποία θα πρέπει να είναι και ο στόχος όλων των δυνάμεων πάνω στη γη που επιζητούν την ισότητα και την ελευθερία, την ειρήνη και την αποτροπή μιας ατέρμονης βύθισης στη βαρβαρότητα και στο αίμα.
Αυτές οι δυνάμεις (ειδικά ο Αγγλοσαξωνικός άξονας και το ΝΑΤΟ) είναι ο πρόξενος του πολέμου στην Ουκρανία. Πρέπει να είναι κανείς εντελώς αφελής, ή αδίστακτος προπαγανδιστής, για να υποστηρίξει ότι στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή πολεμούν δύο χώρες – η μεγάλη και ισχυρή Ρωσία που πραγματοποιεί εισβολή, και η μικρή Ουκρανία που υπεραμύνεται του εθνικού της εδάφους. Δύσκολα θα μπορούσαμε καν να εννοήσουμε τη σημερινή Ουκρανία ως «χώρα» με τη συνήθη έννοια του όρου. Ο ουκρανικός γεωφυσικός και γεωπολιτικός διάδρομος αποτελεί έναν πανάρχαιο χώρο διέλευσης φύλων τα οποία κινούνταν από την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη, έδαφος που έχει κατά καιρούς διεκδικηθεί από πολλές γειτονικές και διερχόμενες εθνότητες (Σκύθες, Σλάβους, Χαζάρους, Ρώσους, Τατάρους, Μογγόλους, Τούρκους)· κατάλοιπα όλων αυτών διασώζονται σήμερα στην εκτεταμένη εθνοφυλετική σύσταση του ουκρανικού νεοεθνικού μείγματος. Μέχρι το 1917 η Ουκρανία ήταν μέρος της μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο που ενοποιούσε όλο αυτό το πλούσιο πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό μωσαϊκό ήταν η ρωσική κουλτούρα και γλώσσα, της οποίας υπήρξε άλλωστε η ιστορική κοιτίδα. Είτε με την αυτονόμηση της Ουκρανίας από το Λένιν στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ομοσπονδίας των Λαϊκών Δημοκρατιών (όταν τέσσερις στρατοί πολεμούσαν στην επικράτειά της), είτε με την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (σε αποκατάσταση των δεινών τής σταλινικής περιόδου), αυτή η κουλτούρα υπήρξε ο μόνος εγγυητής της συνοχής της, και οι σχέσεις καλής γειτονίας με τη Ρωσία εγγυητής της ειρήνης και τη ασφάλειάς της, οικονομικής όσο και στρατιωτικής. Το πρόβλημα είναι πως η Ουκρανία, από την πρώτη στιγμή της ανεξαρτητοποίησής της το 1991, και ιδίως μετά το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του 2014, έπεσε θύμα μιας σταδιακής εισβολής – ακριβώς των δυτικών και ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων. Το πρώτο που πρέπει να είναι σε όλους σαφές είναι ότι με τη στρατιωτική της επιχείρηση η Ρωσία δεν παραβίασε την «εθνική ανεξαρτησία» τής Ουκρανίας, διότι η Ουκρανία ήταν ήδη μια κατεχόμενη χώρα. Εξαρχής έγινε αντιληπτή (από τη Δύση) σαν μια αντι-Ρωσία και μετατράπηκε σε στρατηγείο σκοτεινών επιχειρησιακών σχεδιασμών τού ίδιου εκείνου άξονα που δεν έχει πάψει να αιματοκυλά την οικουμένη από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και για τον οποίον ο «Ψυχρός Πόλεμος» ήταν απλώς ένα πρόσχημα για απεριόριστη ιμπεριαλιστική επέκταση. Απόδειξη αυτού ότι, ακόμη και μετά τον επίσημο τερματισμό του, ο εν λόγω άξονας συνεχίζει να δρα και να επεκτείνεται με τους ίδιους όρους, στοχοποιώντας τους ίδιους ανταγωνιστές χωρίς καν την ανάγκη «ιδεολογικού» άλλοθι – σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα.2 Το θέμα δεν είναι ότι μπαίνουμε σ’ ένα «νέο Ψυχρό Πόλεμο», όπως ακούμε να λέγεται συχνά από μια δημοσιογραφική γλώσσα· είναι ότι οι σχεδιαστές της αμερικανικής γεωπολιτικής δεν μπορούν να σκεφτούν με άλλον τρόπο.
Ακόμη κι αν αγνοούσαμε όλα όσα ήταν κοινό μυστικό για όσους παρακολουθούσαν στενά τα πράγματα, οι επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού ξεσκέπασαν ένα μεγάλο κομμάτι της ουκρανικής σφηκοφωλιάς. Μια τεράστια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ (στο Ατσάκοβο) σε χώρα που δεν είναι μέλος τού ΝΑΤΟ με πρόβλεψη για χρήση πυρηνικών· συσσώρευση νόμιμων και παράνομων όπλων· εργαστήρια βιολογικού πολέμου3· πλήθος ανεξέλεγκτων ιδιωτικών στρατών και ΜΚΟ· βρετανοί, γάλλοι, καναδοί, γερμανοί, ισπανοί, ρουμάνοι, λιθουανοί, πολωνοί στρατιωτικοί και «ειδικοί σύμβουλοι» (πολλοί από τους οποίους είναι αυτή τη στιγμή εγκλωβισμένοι στα υπόγεια του Αζοφστάλ)· ομάδες εθελοντών από διάφορα μέρη της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου (μέχρι και ισλαμιστές μαχητές!) σε συμπαράταξη με ναζιστικές μιλίτσιες όπως τα Τάγματα του Αζόφ, ο Δεξιός Τομέας, κτλ. – τί άλλο δηλώνουν αυτά παρά πυρετώδη προετοιμασία για πόλεμο; Και ποιος θα ήταν ο στόχος ενός τέτοιου πολέμου; Μήπως οι άοπλοι αυτονομιστές του Ντανμπάς – που από το 2014 μετρούν ήδη 14.500 νεκρούς προς πανηγυρισμό τής κας Νούλαντ και του κου Πάιατ; Για την ευόδωση των σκοπών τους, οι αρχιτέκτονες του σχεδίου «Ουκρανία» δεν διστάζουν ούτε να ανοίξουν τις εδαφικές ορέξεις των πολωνικών ελίτ στα δυτικά σύνορα της χώρας ούτε να αξιοποιήσουν τα υπολείμματα της φιλοναζιστικής παράδοσης που χρονολογείται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη δυτική Ουκρανία: αυτός ο μεθοδευμένα στηριζόμενος νεοναζισμός θα γίνει εντέλει πόλος έλξης για τα πιο επιθετικά ακροδεξιά και νεοφασιστικά στοιχεία από κάθε γωνιά της Ευρώπης, τα οποία συρρέουν με σταυροφορικό πνεύμα στην Ουκρανία σε επίπεδο συγκέντρωσης που δεν είχαμε ξαναδεί από τα χρόνια του Πολέμου. Με τις ευλογίες της Δύσης, η Ουκρανία —με ομφαλό τη Μαριούπολη, όπως αποκαλύπτεται— έγινε η Μέκκα του διεθνούς νεοναζισμού, το αληθινό αυγό του φιδιού που οι «φιλελεύθερες δημοκρατίες» δεν έπαψαν να επωάζουν υπολογίζοντας πάντα στις έκτακτες υπηρεσίες του.4 Η διείσδυσή του στις σχολές αξιωματικών, στη στρατιωτική ηγεσία και στα σώματα ασφαλείας της Ουκρανίας έχει δημιουργήσει από το 2014 ένα μηχανισμό εξουσίας στεγανοποιημένο απέναντι στον ουκρανικό πληθυσμό, που ήταν το πρώτο αληθινό θύμα τής τρομοκρατίας του – με δολοφονίες, εκβιασμούς, ρατσιστική βία, απαγορεύσεις γλώσσας και καταστολή της πολιτικής ζωής. Σε σύμπραξη με μια χούφτα μαφιόζων-ολιγαρχών απομυζούσαν το λαό μιας χώρας ιδιαίτερα πλούσιας σε πόρους που τα τρία τέταρτα του λαού της μέσα στην τελευταία τριακονταετία οδηγήθηκαν σε εποχική είτε μόνιμη μετανάστευση (σήμερα ο σταθερός πληθυσμός της Ουκρανίας είναι κάπου 10.000.000, από 45.000.000 που ήταν το 1991). Πρόκειται για ένα φαινόμενο στην καρδιά τής Ευρώπης που όμοιό του συναντάμε μόνο σε αμερικανικού σχεδιασμού «μπανανίες» της Λατινικής Αμερικής (και δεν χρειάζεται να θυμίσω εδώ, υποθέτω, πώς οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής μετά την ήττα τού Άξονα διέσωσαν επίλεκτα ναζιστικά στελέχη για να επανδρώσουν με αυτά τον σχεδιαζόμενο μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ανώτερα κρατικά και δικαστικά κλιμάκια της Δυτικής Γερμανίας, ούτε πώς το Βατικανό φυγάδευσε ναζί-εγκληματίες πολέμου στη Λατινική Αμερική, για να υπηρετήσουν εν συνεχεία ως σύμβουλοι δικτατόρων…). Η βαθύτατη ενότητα νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς και νεοφασιστικής ακροδεξιάς, που κάποιοι δεν έχουμε πάψει εδώ και χρόνια να καταγγέλλουμε —πίσω απ’ όλες τις αντι-«λαϊκιστικές» ρητορείες του λεγόμενου ακραίου κέντρου— πουθενά δεν αναδεικνύεται τόσο κατάφωρα όσο αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Αυτός ο τυχάρπαστος συνασπισμός είναι που μάχεται τούτη τη στιγμή τούς «εισβολείς», όχι ο «ουκρανικός λαός», που ο μισός είναι υπό διωγμόν και εξόντωση και ο άλλος μισός κρατιέται σαν ανθρώπινη ασπίδα σε πολιορκημένες πόλεις και κτήρια από τις ένοπλες συμμορίες που έχουν εντάξει στους κόλπους τους τον ίδιον το ουκρανικό στρατό… Είναι αυτά που δεν είδε η θλιβερός αχυράνθρωπος του ΟΗΕ κος Γκουτιέρες ενόσω τραύλιζε την ξύλινη γλώσσα του «διεθνούς δικαίου» – όπως δεν είδε την τουρκική προέλαση σε κουρδικά χωριά του Ιράκ τις ημέρες ακριβώς που ήρθε στην Άγκυρα για να διαπραγματευθεί, με την πολύτιμη συνδρομή των οικοδεσποτών του, την «ειρηνευτική διαδικασία».
Και όμως, υπάρχουν ακόμα κάποιοι στην Ελλάδα —και δεν εννοώ την κυβερνητική συμμορία, η οποία είναι αναμενόμενο να σέρνεται από το λουρί των κυρίων της— που υψώνουν ουκρανικές σημαίες σε συναυλίες-τσίρκο και μιλούν για «βάρβαρη ιμπεριαλιστική εισβολή [εν. των Ρώσων] στην Ουκρανία»!5 Είδαμε ακόμη και μια Νατοϊκή Αριστερά να υποδέχεται τηλεοπτικά νεοναζί δολοφόνους στη Ελληνική Βουλή, μαζί με το σκουπίδι που υποκρίνεται τον «πρόεδρο» της Ουκρανίας, σαν να ήταν ήρωες εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα…! Γιατί, αναρωτιέμαι, δεν απαίτησαν να εμφανιστεί ο σεΐχης Νασράλα το 2006 όταν το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο; Οι Κούρδοι μαχητές τις ίδιες αυτές ημέρες που η τουρκική εισβολή δολοφονεί μαζικά στο Ιράκ στο στη Συρία; Η ταπείνωση που τους επεφύλαξε ο υψηλός καλεσμένος τους πάντως, όταν τους βλέπαμε να σύρονται σαν μωρές παρθένες στα Μέσα για να πουν ότι «ξεγελάστηκαν», ήταν η δίκαιη τιμωρία τους…!
Αυτή η συνενοχή ωστόσο δεν είναι περιστασιακή, ούτε τυχαία. Αν κοιτάξει μόνο κανείς τις εφημερίδες ΕφΣυν και Αυγή τους δύο αυτούς μήνες των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία (αλλά και κάποια έντυπα ή δικτυακούς τόπους με «αντιεξουσιαστική» πόζα), θα δει να αναπαράγεται με πολλές διακυμάνσεις έμφασης η υστερική ιαχή μιας εκτός κάθε λογικού ελέγχου Δύσης «Πούτιν = Χίτλερ». Same old story: ο Μιλόσεβιτς ήταν Χίτλερ· ο Σαντάμ ήταν Χίτλερ· ο Καντάφι ήταν Χίτλερ· ο Άσαντ ήταν Χίτλερ… Αλήθεια, όλοι είναι «χίτλερ» – εκτός από τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών; Εντάξει, λοιπόν. Δεν συμπαθούμε τη Ρωσία επειδή είναι «αυταρχικό κράτος» (πράγμα σωστό μεν, αλλά όταν χρησιμοποιείται κατ’ αντιδιαστολήν προς τις δυτικές, «φιλελεύθερες» λεγόμενες δικτατορίες τού κεφαλαίου χρειάζεται πολύ ψυχραιμία έστω και για να καγχάσει κάποιος…). Το αληθινό ερώτημα είναι: οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ επιτίθενται στη Ρωσία επειδή είναι αυταρχικό κράτος; Από συμπόνια προς τον δυστυχή ρωσικό λαό που στενάζει κάτω από την εκμετάλλευση μιας χούφτας «ολιγαρχών» (σε αντίθεση με τους μεγιστάνες της Δύσης που είναι «στρατηγικοί επενδυτές»); Αν στη συγκεκριμένη θέση τής Ρωσίας βρισκόταν οιουδήποτε άλλου τύπου κράτος, ας πούμε λαϊκό όπως η Βενεζουέλα (αλλά κι αυτό είναι κάπως «αυταρχικό»…) ή ας υποθέσουμε —κι εδώ ποιος θα βρει ν’ αντιλέξει, αναρωτιέμαι— η Χιλή τού Αλιέντε, τί θα έπρεπε ή θα μπορούσε να κάνει; Να περιμένει καρτερικά τον προαναγγελθέντα του θάνατο υπό τους ειλικρινείς θρήνους τού «διεθνούς δικαίου»;
Μπορώ να το θέσω και αλλιώς αυτό το ερώτημα. Όλα τα κράτη του κόσμου σήμερα είναι, με τη μία ή με την άλλη μορφή, καπιταλιστικά· συνεπώς από θέση αρχής θα θέλαμε να τα δούμε, ως τέτοια, να εξαλείφονται. Ωστόσο: μεταξύ κρατών, εφόσον αυτά υφίστανται (και ανεξαρτήτως του πώς κρίνουμε τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας σε μια παγκόσμια ταξική συνθήκη ή σε ποια κατεύθυνση θέλουμε να τις μετασχηματίσουμε), τίθεται ή όχι ζήτημα δικαίου και αδίκου; Και αν ναι, ποιο θα ήταν το αποφασιστικό μας κριτήριο; Δεν χρειάζεται να επαναλάβω εδώ όσα είπα στην αρχή αυτού του κειμένου. Παρ’ όλο που, όπως έχω με πολλές ευκαιρίες τονίσει, η πολιτική έχει πολλά διαφορετικά επίπεδα —διαπροσωπικό, κοινωνικό, κρατικό/διαχειριστικό, γεωπολιτικό— με κρίσιμες ασυνέχειες μεταξύ τους, το κριτήριο του ορθού και του δικαίου που σχετίζεται με τις ανισότητες ισχύος και τη συνακόλουθη απόδοση ευθύνης δεν είναι ελαστικό· οφείλει να εφαρμόζεται με συνέπεια σε κάθε επίπεδο. Στο γεωπολιτικό επίπεδο επί του οποίου μιλάμε τούτη τη στιγμή —κι εδώ θα επαναλάβω τα χιλιοειπωμένα, έστω με κίνδυνο να κουράσω— δεν ήταν η Ρωσία που διέλυσε και κατεδάφισε τη Γιουγκοσλαβία, απέσπασε το Κόσοβο δια της βίας από τη Σερβία, κατέστρεψε το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη και το Σουδάν, απείλησε με πλήρη εξαφάνιση το Ιράν και τη Βόρειο Κορέα, επέβαλε με ληστρικό θράσος μονομερή τιμωρητικά μέτρα (τα ευφημιστικά και ψευδώς λεγόμενα «κυρώσεις»6) στη Βενεζουέλα, στο Ιράν, στην ίδια τη Ρωσία, ούτε ενέχεται για ανάλογου είδους πράξεις στα τριάντα περίπου χρόνια της ύπαρξής της.
Η Ρωσία αυτή τη στιγμή δέχεται απροκάλυπτη επίθεση από 40 χώρες (των οποίων οι υπουργοί άμυνας συσκέφθηκαν προσφάτως στη Γερμανία δηλώνοντας απερίφραστα τις προθέσεις τους) και η Ουκρανία είναι ο τόπος που επέλεξαν για τη διεξαγωγή του πολέμου τους, με πλήρη επίγνωση των ολέθριων συνεπειών για τη χώρα και τον λαό της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αρχιτέκτονας κι ενορχηστρωτής αυτού του πολέμου (με ειδική ανάθεση καθηκόντων στη Βρετανία), όχι μόνο δεν έκρυψαν τις προειλημμένες τους αποφάσεις για εξόντωση της Ρωσίας (γιατί ακριβώς;) αλλά κι επιστράτευσαν το σύνολο των ηγεσιών των χωρών τού ΝΑΤΟ σ’ ένα σχέδιο θανάσιμης παγίδευσης της Ρωσίας, όπου αυτή θα ήταν χαμένη είτε έκανε είτε δεν έκανε κίνηση: εάν δεν αντιδρούσε στην ασφυκτική της στρατιωτική περικύκλωση, θα υπέγραφε για τον εαυτό ένα μέλλον γνώριμο σε όλους μας από τη Χιλή του Αλιέντε μέχρι τις οντότητες των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής που προαναφέρθηκαν· αν έκανε μια προληπτική στρατιωτική κίνηση —όπως όντως έκανε— θα ξεσηκωνόταν αρχικά ένας πόλεμος επικοινωνιακού της λυντσαρίσματος, όπως αυτός που πράγματι μαίνεται τούτη τη στιγμή στα χειραγωγούμενα Μαζικά Μέσα της Δύσης, και στη συνέχεια θα μεθοδευόταν μια στρατιωτική επιχείρηση εξοντωτικής της αιμορραγίας με καύσιμη ύλη πρώτα και κύρια τον ουκρανικό πληθυσμό και τη χώρα. Και αυτό όντως γίνεται.7 Οι «υπέρμαχοι της ειρήνης» που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις «συμφορές τής εισβολής» είναι εκείνοι που λυσσαλέα δεν θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος (προαναγγέλλουν προφητικά μάλιστα ότι θα συνεχιστεί ώς το 2023 – όπως ακριβώς από τους ίδιους κύκλους έχει προφητευθεί το πότε θα λήξει η «πανδημία τού κορωνοϊού»!), είναι εκείνοι που τον τροφοδοτούν ατέρμονα στέλνοντας θηριώδη φορτία όπλων στην Ουκρανία και απαγορεύοντας στην σκιώδη «ηγεσία» της καν να διαπραγματευθεί, με διακηρυγμένο τους στόχο να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή φθορά, μιαν ατέρμονη αιμορραγία στη Ρωσία – και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα το κάνουν μέχρις ότου σκοτωθεί και ο τελευταίος Ουκρανός, εάν κάποιος ή κάτι δεν τους σταματήσει.
Ιδού λοιπόν ένα πεδίο έμπρακτης δράσης για τους απανταχού αντιεξουσιαστές και ειρηνιστές, αν δεν τους αρκεί μια αφηρημένη «καταδίκη του πολέμου» που δίνει απλώς χρόνο σε όποιον έχει υπεροπλία. Ένας είναι ο στόχος στον οποίον πρέπει να έχουν στραμμένα τα μάτια και τις δυνάμεις τους: να τιμωρηθεί η Ευρώπη για τον ύπουλο ρόλο της, να ταπεινωθούν οι ΗΠΑ και ο στρατιωτικός μηχανισμός του ΝΑΤΟ, να εκκαθαριστούν μέχρις ενός οι φασιστικές συμμορίες της Ουκρανίας και της πρώην Ανατολικής Ευρώπης – ειδάλλως κανένας μας δεν θα είναι ποτέ ασφαλής σε αυτόν τον πλανήτη (και η έννοια της «αλήθειας» είδος υπό εξαφάνισιν).
Θα το επαναλάβω για όσους επιμένουν να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους: η Ρωσία είναι στην προκειμένη περίπτωση το αμυνόμενο μέρος, γι’ αυτό και δεν έχει καμία επιλογή να υποχωρήσει. Προελαύνει με πολύ σοβαρές απώλειες στο πεδίο λόγω της αθρόας τροφοδοσίας των ουκρανών μαχητών με όπλα κι εθελοντικό ανθρώπινο δυναμικό, λόγω της καθοδήγησης του αποδυναμωμένου ουκρανικού στρατού από στελέχη και αξιωματικούς τού NATO, λόγω του εξελιγμένου ηλεκτρονικού πολέμου που δοκιμάζει όλα τα τελευταία τεχνολογικά μέσα της Δύσης, και ξέρει καλά ότι αν παραιτηθεί τώρα θα έχει υπογράψει τον θάνατό της. Η Ρωσία, στην πραγματικότητα, έχει συμφέρον να τελειώσει όσο τον δυνατόν γρηγορότερα ο πόλεμος. Το ίδιο συμφέρον έχει και ο λαός της Ουκρανίας, ο οποίος πληρώνει δυσθεώρητο τίμημα του γεωπολιτικού παιχνιδιού που παίζεται στην πλάτη του. Το ίδιο συμφέρον έχουν όμως και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες είναι ο αμεσότερα πληττόμενος, οικονομικά τουλάχιστον, από τα τιμωρητικά μέτρα που επέβαλε η Ουάσινγκτον υποθετικά στη Ρωσία. Ποιος λοιπόν θέλει, συνδαυλίζει και παρατείνει με κάθε μέσον αυτόν τον πόλεμο;
Το ερώτημα είναι ρητορικό. Η απάντηση είναι ηλίου φαεινότερη και κανείς δεν αγνοεί τον δράστη. Από την έναρξη των επιχειρήσεων, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία έχει επισήμως ανέλθει στον ποσόν των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στα τέλη Απριλίου ο Πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε από το Κογκρέσο την αποδέσμευση του αστρονομικού ποσού 33 επιπλέον δισεκατομμυρίων δολαρίων (!) για «στήριξη της Ουκρανίας». Δεν φαίνεται πιθανό κίνητρο μιας τέτοιας εντυπωσιακής θυσίας να ήταν η ηθική αγανάκτησή του για τα θύματα μιας άδικης εισβολής… Αναρωτιέται πραγματικά κανείς, τί είναι αυτό που διακυβεύεται τόσο λυσσαλέα για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτόν τον πόλεμο, δεδομένου ότι ούτε γι’ αστείο δεν τίθεται θέμα στρατιωτικής απειλής των ΗΠΑ εκ μέρους τής Ρωσίας;
Εν πρώτοις είναι ο… πόλεμος για τον πόλεμο! Συνιστά προπαίδεια για κάθε μαρξιστικά εκπαιδευμένο αναλυτή ότι το «κλασικό» μέσο υπέρβασης των καπιταλιστικών κρίσεων είναι ο πόλεμος. Θεαματικότερη επαλήθευση αυτού στον εικοστό αιώνα στάθηκε η υπέρβαση της Μεγάλης Ύφεσης τού ’29 μέσ’ από και χάρη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος εκτός των άλλων εκτίναξε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στη θέση παγκόσμιας υπερδύναμης. Οι ΗΠΑ δεν ξέχασαν ποτέ αυτό το μάθημα· και πολύ περισσότερο σήμερα που η πολεμική βιομηχανία είναι ο μόνος αληθινά παραγωγικός τομέας της αμερικανικής οικονομίας, η αληθινή μεγαμηχανή που την κινεί. Αυτή είναι μία από τις βασικότερες εξηγήσεις των ατέρμονων «πολέμων των ΗΠΑ» μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου· πράγμα που σημαίνει επίσης ότι, αν οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν την ηγεμονική τους θέση στην παγκόσμια οικονομία, είναι υποχρεωμένες να κινούν μια τεράστια πολεμική βιομηχανία και να αιματοκυλούν τον πλανήτη. Ο συμπληρωματικός λόγος γι’ αυτό θα φανεί σε λίγο.
Δεύτερον, πρέπει να είναι σαφές πως η επιθετική χειρονομία των ΗΠΑ (από κοινού με τη θλιβερή της παρατρεχάμενο Βρετανία) είχε διπλή στόχευση. Όλες οι κυρώσεις που ζήτησαν επιτακτικά συνοψίζονται κατά βάθος σε μία: τη διακοπή τής ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη. Δεδομένων των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης (και ιδίως της ατμομηχανής τού ευρωπαϊκού συστήματος, της Γερμανίας), αυτό ισοδυναμεί με θανατηφόρο πλήγμα στη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και σε οιαδήποτε υπόνοια (σχετικής) αυτονόμησης της Ε.Ε. Ο στόχος ήταν να τσακιστεί η παραμικρή πιθανότητα ενοποίησης ή συνεργασίας ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Ρωσία, κάτι στο οποίο οι ίδιες οι γεωφυσικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες μοιάζουν αναπότρεπτα να ωθούν – και αυτό, φυσικά, με δυσθεώρητο κόστος για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το ζήτημα για τις ΗΠΑ ήταν, σε μια στιγμή όπου η μεταπολεμική τους παγκόσμια ηγεμονία τρίζει επικίνδυνα, να μην επιτρέψουν να δημιουργηθεί ένας δυνητικός οικονομικός (και δευτερευόντως πολιτικός) ανταγωνιστής στη γεωπολιτική σφαίρα που από την περίοδο του Μπρέτον Γουντς είχαν σχεδιάσει ως buffer zone τής αυτοκρατορικής τους ισχύος. Σε κάθε περίπτωση, το κίνητρο δεν ήταν απλώς να πουλήσουν οι ΗΠΑ το δικό τους υγροποιημένο αέριο (LNG) στην Ευρώπη – ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ πίστεψαν πραγματικά ότι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το άφθονο και φτηνό ρωσικό αέριο, ούτε οι Ευρωπαίοι είχαν προφανώς την ψευδαίσθηση πως θα λύσουν έτσι το πρόβλημά τους (γι’ αυτό άλλωστε και πανικόβλητοι σπεύδουν, ο καθένας για λογαριασμό του, να κάνουν εγκαίρως συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι»).
Τότε, θα ρωτούσε κάποιος, γιατί οι Ευρωπαίοι υποτάχθηκαν τόσο εύκολα, και αυτοκτονικά για τους ίδιους, στο αμερικανικό πρόσταγμα; Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να ξεχάσει ίσως ότι ήταν η ίδια σχέδιο των ΗΠΑ, και δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας ψυχολογικός παράγων εσωτερικευμένης υποτέλειας στην Αμερική που για τις άρχουσες τάξεις της μεταπολεμικής Ευρώπης έχει γίνει δεύτερη φύση. Ο δομικός λόγος όμως σχετίζεται με τη βαθύτερη ενότητα αυτού που, δικαιολογημένα όπως επιχειρηματολόγησα, ονομάζουμε «η Δύση». Οι συνέπειες του εμπάργκο-μπούμεραγκ θα πλήξουν πρωτίστως τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της Ευρώπης, όχι τις ίδιες τις ελίτ. Η ελαφρότητα με την οποία οι τελευταίες παραγνωρίζουν ή αποδέχονται —σε όποιον βαθμό αποδέχονται— αυτόν κίνδυνο είναι ένδειξη ακριβώς του βαθμού στον οποίον οι ιθύνουσες ευρωπαϊκές ελίτ είναι ξεκομμένες από του λαούς τους και αδιάφορες για τη μοίρα τους (όσο τουλάχιστον δεν διακυβεύεται άμεσα η εξουσία τους από πιθανές εξεγέρσεις8). Είναι παραλογισμός να πιστεύει κανείς πως η κυβερνητική γραφειοκρατία της Ε.Ε. και των συνιστωσών χωρών εκπροσωπεί οποιαδήποτε λαϊκά στρώματα, τα οποία αντιμετωπίζει μάλλον σαν ενόχληση πλέον. Τα πραγματικά της συμφέροντα είναι οργανικό μέρος τού υπερεθνικού μπλοκ εξουσίας που συνδέει τους εταιρικούς γίγαντες, όλο και περισσότερο στα πεδία της ηλεκτρονικής, της βιοτεχνολογίας και των φαρμάκων, με ελεγχόμενους από τις ΗΠΑ διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΠΟΥ, το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα και το διεθνές διατραπεζικό σύστημα που γίνονται αντιληπτά ως εργαλεία επιβολής ενός (δυνητικά) παγκοσμίου ελέγχου εκ μέρους τους. Και η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ παραμένει ο έσχατος εγγυητής, δεν χρειάζεται να το πούμε, μιας τέτοιας επιβολής.
Τρίτον, και σπουδαιότερο όλων ίσως: όπως ήδη έχει επισημανθεί από κάποιους αναλυτές, ο πόλεμος των ΗΠΑ προς τη Ρωσία έχει βαθύτερο στόχο και παραλήπτη την Κίνα. Εκείνο που κάνει τις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής τόσο ακραία επιθετικές και απρόβλεπτα επικίνδυνες σήμερα είναι το γεγονός ακριβώς ότι νιώθουν να χάνουν την παγκόσμια ηγεμονία – και για το αποτρέψουν αυτό, ας μην έχει κανείς αμφιβολία, είναι ικανές να ανατινάξουν τη γη. Η δομική αντίφαση του παγκοσμίου συστήματος έγκειται στο ότι οι παραγωγικές ζώνες του καπιταλισμού μετατοπίζονται διαρκώς προς Ανατολάς (στην Ασία) ενώ οι κυρίαρχοι δρόμοι του εμπορίου εξακολουθούν να ελέγχονται από τη Δύση. Αυτή η αντίφαση εγκυμονεί μια σκληρή παγκόσμια σύγκρουση και οι κύριοι πόλοι αυτής της σύγκρουσης είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (με τους δορυφόρους τους) και η Κίνα (με τους κατά συνθήκην συμμάχους της). Ορθά οι ΗΠΑ διέβλεψαν ότι η αυξανόμενη προσέγγιση της Ρωσίας με την Κίνα θα γείρει αποφασιστικά την παγκόσμια πλάστιγγα εναντίον τους – παρότι η τραγικά εσφαλμένη στρατηγική που διάλεξαν επιταχύνει μάλλον εκείνο που φοβούνται. Διότι, επίσης ορθά, η Κίνα διέβλεψε ότι, αν η Ρωσία πέσει, η ίδια θα είναι ο επόμενος στόχος (ήδη η Αυστραλία στον Ειρηνικό έχει αναλάβει τον ρόλο που έχει αναλάβει η Βρετανία στην Ευρασιατική ήπειρο). Οι ασυνήθιστης οξύτητας δηλώσεις του εκπροσώπου τού Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, όπως και η στρατηγική συμφωνία τής τελευταίας με τα Νησιά του Σολομώντος, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το τί βλέπει το Πεκίνο.
Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως, σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον, στρατιωτική σύγκρουση. Αν θέλει κάποιος να εκθρονίσει τις ΗΠΑ από τη θέση του παγκόσμιου ηγεμόνα, πρέπει να εκθρονίσει το δολάριο από παγκόσμιο νομισματικό αποθεματικό. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το κλειδί της αμερικανικής κυριαρχίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και αυτός είναι ο συμπληρωματικός λόγος για την ανάπτυξη της αμερικανικής πολεμικής μηχανής: χωρίς άσκηση εξαναγκασμού δεν συντηρείται μια παγκόσμια αγορά!9 Εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, ωστόσο, ένας αργά διευρυνόμενος αριθμός χωρών γλιστράει σταδιακά από τη λαβίδα τού δολαρίου, δημιουργώντας ένα ετερόκλητο μπλοκ στο οποίο πρωτοβουλία κινήσεων έχει ολοφάνερα η Κίνα. Αυτό είναι που προσπαθούν με λυσσώδεις προσπάθειες να ανακόψουν οι ΗΠΑ, αλλά οι απονενοημένες τους ενέργειες μάλλον επιταχύνουν τις εξελίξεις εναντίον τους. Και αυτό γίνεται άμεσα εμφανές στην περίπτωση των πρόσφατων ατυχών «κυρώσεων» κατά της Ρωσίας. Ο αμερικανός οικονομολόγος Michael Hudson, συγγραφέας τού κλασικού έργου Υπεριμπεριαλισμός: η οικονομική στρατηγική της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας (1972), παρατηρεί σε πρόσφατο άρθρο του:
Η Ρωσία είχε παραμείνει πολύ εμποτισμένη από την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς για να λάβει μέτρα ώστε να προστατεύσει τη δική της γεωργία ή βιομηχανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν την απαραίτητη βοήθεια επιβάλλοντας εσωτερική αυτονομία στη Ρωσία (μέσω κυρώσεων) […] Η Ρωσία ανακαλύπτει (ή πρόκειται να ανακαλύψει σύντομα) ότι δεν χρειάζεται δολάρια ΗΠΑ για να εγγυηθεί τη συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου. Η κεντρική της τράπεζα μπορεί να δημιουργήσει τα ρούβλια που απαιτούνται για την πληρωμή εθνικών μισθών και για τη χρηματοδότηση σχηματισμού κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, οι κατασχέσεις των ΗΠΑ θα μπορούσαν τελικά ν’ αναγκάσουν τη Ρωσία να τερματίσει τη νεοφιλελεύθερη νομισματική φιλοσοφία, όπως ο Sergey Glaziev έχει από καιρό υποστηρίξει […] Αυτό που δεν έχουν κάνει οι ξένες χώρες από μόνες τους —να αντικαταστήσουν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλα σκέλη της αμερικανικής διπλωματίας— τούς αναγκάζουν οι αμερικανοί πολιτικοί να το κάνουν. Αντί οι χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και του Νότου να απομακρύνονται με βάση τον δικό τους υπολογισμό των μακροπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων τους, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που τις απομακρύνουν, όπως έκαναν με τη Ρωσία και την Κίνα.10
Ένας πανηγυρισμός ωστόσο θα ήταν πρώιμος. Οι ΗΠΑ είναι αποδεδειγμένα ένας μηχανισμός εκτός δικαίου και χωρίς απολύτως κανέναν ηθικό φραγμό. Έχουν αρκετή δύναμη για να κάνουν παρανάλωμα τον πλανήτη, αρκετό παραλογισμό για να αψηφήσουν τις αυτοκτονικές συνέπειες της πράξης τους, και τη λύσσα τού πληγωμένου θηρίου η οποία τις κάνει πιο απρόβλεπτες και πιο δολοφονικές από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία τους. Απόδειξη, το τελευταίο (μέχρι στιγμής) έγκλημα που κλιμακώνουν στην Ουκρανία, με τη συνενοχή όλης της Δύσης – αυτών των μικρών καθαρμάτων που σπεύδουν να συνταχθούν με την «ορθή πλευρά της ιστορίας» (δηλαδή την ισχύ). Όσοι τουλάχιστον αποβλέπουμε σ’ ένα ανθρώπινο μέλλον και δεν παραιτούμαστε από την εξαγορά της οδύνης του παρελθόντος, έχουμε καθήκον να ενώσουμε τις δυνάμεις για να τις εξουδετερώσουμε όσο το δυνατόν ταχύτερα.
*
ΥΠΑΡΧΕΙ ΩΣΤΟΣΟ ΚΑΤΙ που θα μπορούσαμε όντως να πανηγυρίσουμε αναφορικά τον πόλεμο στην Ουκρανία; Από επίσημα και ανεπίσημα χείλη ακούγεται όλο και συχνότερα τις ημέρες αυτές ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμανε το «τέλος της παγκοσμιοποίησης». Και, δεδομένου ότι ο όρος «παγκοσμιοποίηση» έχει μια συνδήλωση απειλής στα αυτιά της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου, η διαπίστωση εμπνέει μάλλον αισθήματα ανακούφισης. Όμως, παρ’ όλο που η ενστικτώδης αντίληψη των μαζών είναι σωστή, υπάρχει ακόμα πολλή σύγχυση ως προς το τί ακριβώς εννοούμε λέγοντας «παγκοσμιοποίηση». Αν, ας πούμε, μιλάμε για τη δυστοπία μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης από μία μικρή ελίτ, το όραμα της ομάδας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που εκφράστηκε δια στόματος Κλάους Σβαμπ στο βιβλίο του Η μεγάλη επανεκκίνηση11, τότε ασφαλώς η δυναμική των παγκόσμιων αναμετρήσεων που πυροδοτεί ο τρέχων πόλεμος τη ματαιώνει – και ευτυχώς. Τί είναι όμως εκείνο που οραματίζονται και προτείνουν οι αντίπαλοι ενός τέτοιου δυσοίωνου σχεδίου; Όπως συχνά λέγεται, έναν «πολυπολικό κόσμο»· και μια θεμελιώδης παραδοχή που υπορρέει αυτό το αίτημα, την οποία υιοθετεί μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της διαφωνούσας αριστεράς, λέει ότι «αντίπαλο δέος τής παγκοσμιοποίησης είναι το έθνος-κράτος». Η «κρατική ανεξαρτησία» λοιπόν γίνεται το σύνθημα των δυνάμεων που αντιτίθενται στην ολοκληρωτική προοπτική της «παγκοσμιοποίησης».
Από εδώ όμως ξεκινούν ατέρμονες συγχύσεις. «Παγκοσμιοποίηση» είναι ένας εσκεμμένα ουδέτερος όρος που αποσιωπά τον ιδιαζόντως κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της ποθούμενη πλανητικής ενοποίησης ή δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας (ενοποίηση την οποίαν υπό άλλους όρους θα είχαμε κάθε λόγο να ευχόμαστε). Ο κίνδυνος είναι λοιπόν μια καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που σημαίνει ασφυκτική υπαγωγή της παγκόσμιας κοινωνίας σε μία κεντρική αγορά, ελεγχόμενη δικτατορικά από μια ολιγάριθμη ελίτ που διαχειρίζεται το σύνολο των πόρων τού πλανήτη και υπαγορεύει ανάγκες και τρόπους ζωής στον παγκόσμιο πληθυσμό. Μια αφηρημένη αντίθεση στην «παγκοσμιοποίηση» που δεν έχει σαφή αντικαπιταλιστική στοχοθεσία μπορεί να πάρει —και παίρνει— τη μορφή αναβίωσης αποκρουστικών εθνικισμών, ρατσιστικής μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας και, σε τελική ανάλυση, ενός λυσσαλέου ανταγωνισμού «εθνικών» συμφερόντων η οποία συνιστά γεωπολιτικό κάτοπτρο των συγκρουόμενων ιδιωτικών συμφερόντων στη δομή τής αγοράς. Η υπαγωγή μικρών και ανίσχυρων κρατών σε ένα παγκόσμιο διακρατικό σύστημα που κυριαρχείται από λίγες κολοσσιαίες υπερδυνάμεις είναι προφανώς κάτι στο οποίο πρέπει με όλες μας τις δυνάμεις ν’ αντισταθούμε, αλλά η έννοια της «εθνικής ανεξαρτησίας» δεν αρκεί για να εξηγήσει το πώς θέλουμε ν’ αντισταθούμε και με ποιο όραμα. Διότι αν «ανεξαρτησία» ενός κράτους λέμε την ικανότητά του να καθορίζει όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα τις επιλογές του, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα γίνει εν συνεχεία το ίδιο αυτό συμφορά για άλλα κράτη, αλλά και για τους πληθυσμούς που υπάγονται στην κυριαρχία του.12 Από αυτή την άποψη, το πιο «ανεξάρτητο» κράτος σήμερα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής... Αυτό είναι το ιδεώδες που μας συγκινεί;
Όλες οι μορφές «αριστερού εθνοκρατισμού» (ή, επί το ευγενέστερον, «πατριωτισμού») πρέπει να διαβάζονται σαν αραιωμένες μορφές (είτε ασυνείδητη κληρονομιά τού) σταλινισμού, παραλλαγές τού περίφημου δόγματος περί «σοσιαλισμού σε μία και μόνη χώρα». Εκτός του ότι διαψεύστηκε οικτρά από τις ιστορικές εξελίξεις του εικοστού αιώνα —το μείζον «επαναστατικό» παράδειγμα είναι η ίδια η Σοβιετική Ένωση· το μείζον «ειρηνικό» παράδειγμα η Χιλή του Αλιέντε, που τον σημαδιακό ρόλο της δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε— το δόγμα αυτό ενέχει ένα κρίσιμο θεωρητικό σφάλμα: εκλαμβάνει τα έθνη-κράτη ως μεμονωμένους δρώντες, περίπου όπως τα «ελεύθερα» υποκείμενα στην κεφαλαιοκρατική αγορά. Τα κράτη όμως ορίζονται και λειτουργούν ως τέτοια μέσα σ’ ένα παγκόσμιο διακρατικό σύστημα, που είναι το πολιτικό εποικοδόμημα του συστήματος παραγωγής το οποίο καλούμε καπιταλισμό. Ο «καπιταλισμός» είναι έννοια υψηλής αφαιρέσεως και δεν αντιστοιχεί σε καμία κοινή εμπειρική παράσταση (Έχει δει ποτέ κανείς άραγε τον «καπιταλισμό»;) Είναι ένα περίπλοκο σύνολο σχέσεων με κάποιες σταθερές δομικές αρχές και αναρίθμητα περιθώρια παραλλαγών. Οι σχέσεις αυτές διατηρούνται και αναπαράγονται μέσ’ από ένα σύνολο λειτουργιών οι οποίες εξασφαλίζονται από εξίσου περίπλοκους θεσμικούς μηχανισμούς· και ο κύριος τέτοιος θεσμικός μηχανισμός, δια του οποίου εξασφαλίζονται οι λειτουργίες που αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις, ήταν και παραμένει το έθνος-κράτος. Το έθνος-κράτος δεν είναι το αντίθετο της παγκοσμιοποίησης· είναι μάλλον το εργαλείο της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. Είναι ο αναγκαίος διαβιβαστής των εντολών —απ’ όπου κι αν εκπορεύονται— προς τους συγκροτημένους σε πολιτικά σώματα λαούς, και οι νόμιμοι μηχανισμοί βίας που έχει το κράτος στη διάθεση του είναι αναγκαίος όρος για την επιβολή και εφαρμογή αυτών των εντολών. Σήμερα, το μεμονωμένο έθνος-κράτος είναι όσο ποτέ άλλοτε ανίσχυρο μέσα στο διεθνοποιούμενο σύστημα εξουσίας (που λέμε «παγκοσμιοποίηση»), και ταυτόχρονα όσο ποτέ άλλοτε ισχυρό έναντι του πολιτικού σώματος που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί: αν αυτό που βιώνουμε στην παρούσα ιστορική συγκυρία ισοδυναμεί με ολοκληρωτική μετάλλαξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ορατή όψη της είναι η ανάληψη δικτατορικών εξουσιών από το (κάθε μεμονωμένο) κράτος. Η μαζική περιφρόνηση των λαών προς την κοινοβουλευτική οπερέτα (που μαρτυρείται από τα ραγδαία ανεχόμενα ποσοστά εκλογικής αποχής παντού) πηγάζει από τη διαίσθηση ακριβώς ότι κανενός κράτους η πολιτική δεν μπορεί να επηρεαστεί πλέον από τη λαϊκή βούληση.
Ορθά κατανοημένο αυτό δεν σημαίνει πως οι δια-κρατικές συγκρούσεις είναι χωρίς νόημα ή δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν. Παρότι σκληροί ανταγωνισμοί εντός των κυρίαρχων τάξεων είναι μια κανονική ενδοκαπιταλιστική διαδικασία, πρώτον, θέτουν εμπόδια στη συγκεντροποίηση της ισχύος που είναι προς το συμφέρον των υποτελών να τις εκμεταλλευθούν και να τις διευρύνουν για την επέκταση των δικών τους περιθωρίων αυτονομίας· και δεύτερον, όπως είπα, θέτουν επίσης το ηθικό πρόβλημα της στήριξη του ανίσχυρου απέναντι στον ισχυρό που πρέπει να είναι αμετακίνητη πυξίδα της δράση μας. Εξ άλλου, υπάρχει μια δυνατότητα (υπό όρους κι εντός καθορισμένων πλαισίων) στήριξης του έθνους-κράτους με αντιεξουσιαστικό ακριβώς κριτήριο. Αντιεξουσιαστική πολιτική δεν σημαίνει αφηρημένη εναντίωση στο «κράτος» (κι αυτό μάς το διδάσκει καλύτερα απ’ όλους σήμερα μια ύπουλη νεοφιλελεύθερη ρητορική που οικειοποιείται πολλούς τέτοιους «αντιεξουσιαστικούς» στερεοτύπους) αλλά μια επιμονή να λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις συλλογικά και όσο πιο κοντά γίνεται στη λαϊκή βάση. Με αυτή την έννοια, και από αντιεξουσιαστική σκοπιά, είναι προτιμότερο να λαμβάνονται αποφάσεις σε επίπεδο γειτονιάς παρά σε επίπεδο δήμου· προτιμότερο σε επίπεδο δήμου παρά σε επίπεδο περιφέρειας· προτιμότερο σε επίπεδο περιφέρειας παρά σ’ εθνοκρατικό επίπεδο· αλλά και, με την ίδια λογική, προτιμότερο σ’ εθνοκρατικό επίπεδο (όπου και αν είναι αυτό δυνατόν) παρά σε επίπεδο υπερεθνικών ολοκληρώσεων (τύπου Ε.Ε., NAFTA, κτλ.)! Μόνο σε αυτό το πολύ καθορισμένο πλαίσιο είναι δυνατόν να υποστηριχτεί, με όλες τις αναγκαίες επιφυλάξεις και την κριτική επαγρύπνηση, ένα αίτημα «εθνικής ανεξαρτησίας»· αλλά επίσης, όταν αυτό είναι το καθορισμένο πλαίσιο και υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, πρέπει να υποστηριχτεί. Το ζήτημα είναι σε ποια ευρύτερη προοπτική εντάσσεται.13
Η «εθνική ανεξαρτησία» είναι ένα διφορούμενο αίτημα, διότι μπορεί να εννοηθεί τόσο προς εθνικιστική όσο και προς διεθνιστική κατεύθυνση. Και αποκτά έναν δυσοίωνο εθνικιστικό χαρακτήρα ιδίως εάν συνδυάζεται με αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμικό εθνικισμό». Παρότι συχνά εκλαμβάνεται ως «ασθενέστερη» μορφή εθνικισμού, ο πολιτισμικός εθνικισμός είναι στην πραγματικότητα μια πολύ πιο καταστροφική ιδεολογία από τον πολιτικό εθνικισμό. Ξεκινάει σαν κίνηση διάσωσης κάποιας πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας από την απειλή του παγκοσμιοποιητικού «κοσμοπολιτισμού» και καταλήγει, μέσ’ από μια φλογερή ρητορεία κατά των «ανοιχτών συνόρων» (που συγχέει πονηρά τις ροές των κεφαλαίων με τις κινήσεις των ιδεών και των ανθρώπων), στην υποκίνηση μιας αδιάκριτης εχθρότητας κατά των «ξένων» εν γένει (κατηγορία στην οποίαν εντάσσονται εξίσου πονηρά «ιμπεριαλιστές» και μετανάστες) που οδηγεί σε ωμά εγκληματικές πράξεις εναντίον προσφύγων, αλλοεθνών, αλλοθρήσκων, «διαφορετικών» κάθε είδους, και γίνεται δεξαμενή μιας αληθινά φονικής ακροδεξιάς – την οποία εν συνεχεία χειραγωγούν οι παγκόσμιες κεφαλαιοκρατικές ελίτ για να ποριστούν κατ’ αντιπαράθεσιν οι ίδιες εχέγγυα δημοκρατικής νομιμότητας. Ο πολιτισμός είναι όμως εξ ορισμού ανοιχτότητα, υφίσταται μόνο σαν συνομιλία με άλλους πολιτισμούς και διαρκής εμπλουτισμός από άλλους πολιτισμούς· ένας «πολιτισμός» αμυντικός και κλεισμένος εντροπικά στον εαυτό του, ένας πολιτισμός που αξιώνει μοναδικότητα και υπεροχή έναντι άλλων πολιτισμών, είναι βαρβαρότητα.14
Δεν πρέπει επίσης να παραβλεφθεί ότι κρατικές οντότητες οι οποίες προσφέρονται για εύκολη ταύτιση εκ μέρους των πολεμίων της «παγκοσμιοποίησης», όπως η Κίνα, διατηρούν αξιοπερίεργα αγαστή συνεργασία με τους ορκισμένους εμπορικούς και στρατιωτικούς τους αντιπάλους, τις ΗΠΑ, στον πιο ανησυχητικό από τους τομείς στους οποίους προελαύνει σήμερα η κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση: των εξελιγμένων τεχνολογιών βιοκυβερνητικού ελέγχου (όπως έγινε οδυνηρά φανερό από την υιοθέτηση του υγειονομικού σεναρίου «Covid-19» εκ μέρους των κινεζικών αρχών και την έμπρακτη σύγκλισή τους με τον ΠΟΥ, πρωτοπορώντας μάλιστα στην καθιέρωση του εφιαλτικού «social credit system» που μοιάζει να εποφθαλμιά η Δύση). Όσες κριτικές επιφυλάξεις κι αν υπαγορεύει έναντι των βιαστικών συστρατεύσεων, το κύριο μάθημα είναι ότι η δημιουργία ισχυρών ανεξάρτητων κρατών δεν είναι από μόνη της ικανό ανάχωμα στην κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια, χωρίς μια ρητή αντικαπιταλιστική στοχοθεσία, που περιλαμβάνει στρατηγικές ριζικής απο-εμπορευματοποίησης και ανάπτυξης αυτονομίας από την κοινωνική βάση, καμία εμμονή στην «εθνική ανεξαρτησία» δεν μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει ως απελευθερωτικό πρόγραμμα για τη δυναστευόμενη ανθρωπότητα.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. https://www.facebook.com/dimitris.belantis/posts/2876950732602030, ανάρτηση 6ης Απριλίου 2022.
2.. Όπως εύστοχα σχολίασε ένας φίλος, συνταξιούχος εισαγγελέας από τη Θεσσαλονίκη: «Αυτό είναι αντικομμουνισμός χωρίς κομμουνισμό!».
3. Γύρω στα 35 τέτοια βιολογικά εργαστήρια λέγεται ότι έχουν βρεθεί μέχρι τις αρχές Μαΐου (περιλαμβανομένου τού Αζοφστάλ), με τεκμηριωμένη την προσωπική εμπλοκή τού υιού Μπάιντεν. Για μια πρώτη αναφορά, και για την αμήχανη παραδοχή εκ μέρους τής κας Νούλαντ, βλ. https://www.anatropinews.gr/2022/03/09/%cf%84%ce%b9-
4. Για μια συγκλονιστική τεκμηρίωση της ομηρίας τής χώρας σε αυτές τις συμμορίες από το 2014, με στοιχεία αδιάψευστα για τη σύσταση, τον εξοπλισμό και τη δράση τους, βλ. το ντοκιμαντέρ-έρευνα του γάλλου δημοσιογράφου Paul Moreira, του οποίου η προβολή το 2016 στη Γαλλία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους των επίσημων αρχών του Κιέβου: https://youtu.be/IIAfML_4tdQ
5. Η φράση είναι του Γιώργου Καραμπελιά από πρόσφατη διαδικτυακή του εμφάνιση – όπου, με το επίσημο ύφος που χαρακτηρίζει πολλούς επικίνδυνους ψυχοπαθείς, δήλωσε ότι το «ρωσικό κόμμα» είναι επίσης υπεύθυνο για την άρνηση των εμβολιασμών στην Ελλάδα, η οποία «προκάλεσε πολλά αθώα θύματα». Απολαύστε: https://www.youtube.com/watch?v=455R3H0pnEs
6. Από τη Νότιο Αμερική, που γνωρίζει καλά τις ΗΠΑ, ήρθε δια στόματος του πρώην υπουργού Προεδρίας της Βολιβίας Χουάν Ραμόν Κιντάνα, στην επικαιρική ομιλία του προς τις έξι Ομοσπονδίες του αγροτικού συνδικάτου Tropico de Cochabamba και στα μέλη αγροτικής κοινότητας της Κοτσαμπάμπα ύστερ’ από αίτημα του Έβο Μοράλες (στο πλαίσιο μιας σειράς παρουσιάσεων με αφορμή την έκδοση ενός καινούργιου βιβλίου με τίτλο Επιχείρηση Διάσωσης του Έβο που έγραψε ο δημοσιογράφος, οικονομολόγος και Διευθυντής του Λατινοαμερικάνικου Στρατηγικού Κέντρου Γεωπολιτικής Alfredo Serrano), το ακόλουθο σχόλιο: «Οι Βορειοαμερικανοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα πώς να χρησιμοποιήσουν μια πολιτική εκβιασμών, εκφοβισμού και πίεσης κατά των χωρών που θα θεωρούνται φιλορωσικές. Και τί θα συμβεί σε αυτές τις χώρες, σύντροφοι; Θα μπλοκάρουν τη δανειοδότηση. Θα υπάρξουν μονόπλευρες κυρώσεις, κυρώσεις που αναπτύσσονται ταχύτατα. Οι μονόπλευρες κυρώσεις είναι οι αφέντες του κόσμου. Δε συμφωνούν οι λευκοί με κάποιο μέτρο; μονόπλευρες κυρώσεις. Κυρώσεις κατά του λαού της Κούβας, εξήντα χρόνια, κατά των Βενεζουελάνων, είκοσι χρόνια, κατά των Νικαραγουανών, δέκα χρόνια. Σήμερα, παραπάνω από χίλιες κυρώσεις κατά των Ρώσων. Και ποιος επέβαλε κυρώσεις κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βαρβαρότητα των πολέμων στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική; […] Έτσι, θα υπάρξουν πολιτικές εντάσεις στη Λατινική Αμερική. Και αυτό θα γίνει μέσω της στρατιωτικοποίησης, σύντροφοι. Δεν πρόκειται να εξαιρεθούμε από νέα πραξικοπήματα διότι απλώς θα υπάρχουν κυβερνήσεις που δεν συμμορφώνονται με τις δυτικές και βορειοαμερικανικές πολιτικές, οπότε θα έρθουν τα πραξικοπήματα ενάντια στους φιλορώσους. Σίγουρα οι ΗΠΑ θα βρουν έναν όρο, όπως τα «αποτυχημένα κράτη» για εκείνες τις κυβερνήσεις που δεν καταδικάζουν τον Πούτιν. Και τα πραξικοπήματα, η αποσταθεροποίηση, οι παρεμβολές, και τα εκατομμύρια επί εκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα υποδαυλίσουν την αποσταθεροποίηση των δημοκρατιών μας στη Λατινική Αμερική». Βλ. Quintana: Latin America to Experience Phase II of the Cold War - Kawsachun News
7. Όποιος θέλει να πάρει μιαν αληθή εικόνα τού τί συμβαίνει στην Ουκρανία και όλου τού σχετικού παρασκηνίου, πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει τη μακροσκελή έκθεση του συνταγματάρχη Jacques Baud, συγγραφέα πολλών βιβλίων για τον πόλεμο, τις πληροφορίες και την τρομοκρατία, που είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://www.militaire.gr/. Μεταξύ 1983-90 ο Jacques Baud ήταν μέλος της Ελβετικής Υπηρεσίας Στρατηγικών Πληροφοριών και, αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, συμμετείχε σε συζητήσεις με ρώσους στρατιωτικούς και αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών στο ανώτατο επίπεδο. Το 1995 ηγήθηκε των αποστολών των Ηνωμένων Εθνών στην Αφρική για βοήθεια στους πρόσφυγες και το 2002 εντάχθηκε στο Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Ασφάλειας (CPSI) στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ το 2005 ηγήθηκε ενός πολιτικο-στρατιωτικού κέντρου πληροφοριών για την αποστολή τού ΟΗΕ στο Σουδάν. Το 2009-11 υπηρέτησε με το Γραφείο Στρατιωτικών Υποθέσεων στο Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων (DPKO) στη Νέα Υόρκη, πριν επιστρέψει στην Αφρική για να ηγηθεί του Τμήματος Ερευνών του International Peace Support Training Center (IPSTC) στο Ναϊρόμπι. Από το 2013 εργάζεται για το Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων και Πολιτικής Ασφάλειας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Η έκθεσή του, κατεδάφιση τόνων αναίσχυντης δυτικής προπαγάνδας, τεκμηριώνει με συγκλονιστικά στοιχεία την καταγγελία του ότι «στην πραγματικότητα, δεν προσπαθούμε να βοηθήσουμε την Ουκρανία, αλλά να πολεμήσουμε τη Ρωσία».
8. Για την ανάσχεση αυτού του κινδύνου άλλωστε έχουν επιστρατευθεί μείζονες στρατηγικές αντι-εξέγερσης, που κυμαίνονται από τις δρακόντειες «αντιτρομοκρατικές» νομοθεσίες μέχρι τη συστηματική υποβολή των πληθυσμών σε υγειονομικούς και περιβαλλοντικούς τρόμους (όπως η πρόσφατη σκηνοθεσία του «φονικού ιού») που επιτρέπουν την άρση παραδοσιακών δημοκρατικών ελευθεριών, την ασφυκτική συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας και τον τεχνο-ολοκληρωτικό έλεγχο.
9. Για την ιστορία της καθιέρωσης του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, ειδικά μέσ’ από τη σύνδεσή του με την πετρελαϊκή αγορά (που στάθηκε το κλειδί όλης τής μεσανατολικής πολιτικής των ΗΠΑ), για την επερχόμενη κρίση του και για τις ραγδαίες νομισματικές ανακατατάξεις που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, βλ. το εξόχως διαφωτιστικό άρθρο τής Helen Brown, αμερικανίδας δικηγόρου και προέδρου τού Ινστιτούτου Δημόσιας Τραπεζικής Πολιτικής, «Η επερχόμενη παγκόσμια οικονομική “επανάσταση”: η Ρωσία ακολουθεί το αμερικανικό μοντέλο» : https://autonomidrasi.com/2022/05/02/%CE%B7-
10. Παρ. από την Helen Brown, ό.π.
11. Βλ. Klaus Schwab & Thierry Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση (Λιβάνης 2021, μετ. Αριάδνη Αλαβάνου [2020]).
12. Δεν είναι άσκοπο να θυμίσω εδώ την αντίδραση του Μαρξ όταν διάβασε στο Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του Φερδινάνδου Λασάλ τη φράση «ελεύθερο κράτος». Δηκτικά, Ο Μαρξ γράφει: «Αν το πάρουμε γραμματικά, ελεύθερο κράτος είναι εκείνο το κράτος που είναι ελεύθερο απέναντι στους πολίτες τους, δηλαδή ένα κράτος με δεσποτική κυβέρνηση». Βλ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004, σελ. ), σελ. 47.
13. Όπως ωραία το διατυπώνει ένας σπουδαίος ινδός μαρξιστής αναλυτής, ο Aijaz Ahmad, στο Πέρ’ από τον Οριενταλισμό: έθνη, τάξεις, λογοτεχνίες, και οι ιδεολογικές χρήσεις το τριτοκοσμισμού (Ηριδανός: Αθήνα 2017, εισαγ.-μετ. Φώτης Τερζάκης): «Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία τής αστικής τάξης και δεν έχει τίποτε το επαναστατικό ως τέτοιος· οιαδήποτε επένδυση σε αυτόν, και πάντα υπό αυστηρά διευκρινισμένες συνθήκες, έχει νόημα μόνο εφ’ όσον μπορεί να μετατραπεί σε αντι-ιμπεριαλισμό».
14. Και είναι οπωσδήποτε ανησυχητικό το φαινόμενο ότι οι παγκόσμιες αναμετρήσεις σήμερα τείνουν να γίνονται όλο και περισσότερο κατανοητές με όρους «πολιτισμικής» αντιπαράθεσης. Μοντέλο αυτού του τύπου ανάλυσης είναι ασφαλώς η κατασκευή τού Samuel Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (Πατάκης: Αθήνα 2017, μετ. Σήλια Ριζοθανάση, επιμ. Γ. Αντωνόπουλος [1993]), ιδεολογικό έρεισμα της αμερικανικής γεωπολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Δύσκολα ωστόσο μπορεί να διαφύγει από τον προσεκτικό αναγνώστη η υπόγεια «συνεννόηση» με το σύγγραμμα που υποτίθεται πως εκφράζει το αντίπαλο δέος, τη γεωπολιτική του λεγόμενου Ευρωασιατισμού, από τον ρώσο θεωρητικό Alexandr Dugin, Η τέταρτη πολιτική θεωρία (Έσοπτρον: Αθήνα 2013, μετ. Δημ. Ευαγγελόπουλος [2012]). Εντύπωση κάνει εν πρώτοις ότι στο μανιφέστο του Ντούγκιν δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε υλικές ιστορικές πραγματικότητες, παραγωγικές σχέσεις και οιαδήποτε στοιχειώδη ταξική ανάλυση. Γραμμένο μάλλον σαν έκκληση σε νεοπαραδοσιακές Ορθόδοξες και Ισλαμικές αξίες, το έργο αυτό, που διαβάζεται σαν ιδεολογικό υπέρεισμα της Νέας Ρωσίας, μοιάζει να έχει σημείου προς σημείο συλληφθεί σαν ένας προγραμματικός αντι-Χάντινγκτον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου