Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Pete Seeger - The American Folk Song Collection


Pete Seeger 1919-2014

Αμερικανός τραγουδοποιός, εμβληματική μορφή της φολκ μουσικής και του τραγουδιού διαμαρτυρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεγάλες του επιτυχίες υπήρξαν τα τραγούδια «If I Had a Hammer», «Where Have All the Flowers Gone» και «Turn! Turn! Turn!», ενώ συνέβαλε στην καθιέρωση του σπιρίτσουαλ «We Shall Overcome» ως του ύμνου της αμερικανικής Αριστεράς και των κινημάτων διαμαρτυρίας.

Ο Πίτερ Σίγκερ (Peter Seeger) γεννήθηκε στις 3 Μαΐου του 1919 στη Νέα Υόρκη, από μουσική οικογένεια, η οποία του έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθεί με τη μουσική. Το 1937 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά το εγκατέλειψε μετά από λίγους μήνες για να ταξιδέψει και να γνωρίσει την Αμερική. Στα ταξίδια του ανακάλυψε τα προβλήματα και τις ανησυχίες του απλού Αμερικανού και τα εξέφρασε με το μπάντζο του, παίζοντας σε απεργιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του '50 εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, αλλά το εγκατέλειψε το 1951, απογοητευμένος από τη σοβιετική εκδοχή του κομμουνισμού. To 1956 καταδικάστηκε για ασέβεια, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, του περιβόητου γερουσιαστή ΜακΚάρθι και να καταδώσει τους συντρόφους του. Θα δικαιωθεί δικαστικά, αλλά θα εξαφανιστεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για περίπου 17 χρόνια.

Έγινε γνωστός το 1948 με το φωνητικό συγκρότημα «The Weavers», τραγουδώντας επιτυχίες, όπως τα «Goodnight, Irene» και «If I Had a Hammer», που έγινε γνωστό αργότερα από το τρίο των Peter, Paul and Mary. Όταν η μπάντα τον έδιωξε υπό τις πιέσεις της κυβέρνησης, εκείνος έγραψε ορισμένα από τα πιο αρχετυπικά τραγούδια της δεκαετίας του '60., όπως το «Where Have All the Flowers Gone», που έγινε ύμνος κατά του πολέμου του Βιετνάμ και το θρυλικό «Turn! Turn! Turn!», που έκαναν επιτυχία οι Byrds.

Συνέβαλε στην καθιέρωση του Μπομπ Ντίλαν, αν και αργότερα συγκρούστηκε μαζί του, όταν ο Ντίλαν εισήγαγε τον ηλεκτρικό ήχο στη φολκ μουσική. Επηρέασε καλλιτέχνες, όπως η Τζόαν Μπαέζ και ο Μπρους Σπρίνγκστιν, ο οποίος τον χαρακτήρισε «ζωντανό αρχείο της αμερικάνικης μουσικής και συνείδησης». Ο «Μπος» κυκλοφόρησε το 2006 τον δίσκο «We Shall Overcome: The Seeger Sessions», με τραγούδια που έκανε γνωστά ο Πιτ Σίγκερ.

Παρέμεινε ενεργός μουσικά για πάνω από εβδομήντα χρόνια. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στις 21 Σεπτεμβρίου του 2013 στο «Farm Aid», την ετήσια μουσική εκδήλωση για την ενίσχυση των αναξιοπαθούντων γεωργών, που έγινε στο Σαρατόγκα Σπρινγκς της Νέας Υόρκης.

Ο Πιτ Σίγκερ πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 2014 στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 94 ετών. Πριν από λίγους μήνες είχε φύγει από τη ζωή η επί εβδομήντα χρόνια σύζυγός του, η σκηνοθέτιδα Τόσι Σίγκερ, με την οποία είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
https://mega.co.nz/#!9pBzVJBZ!LNHQZD_F9CbrnSG5yw1xB6H7As2wEChuYd6hHIGb3Ho

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Υπάρχει φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού;


του Φώτη Τερζάκη

Στον κόσμο που δεν έχει διαβάσει ποτέ φιλοσοφία επικρατεί η αντίληψη ότι πρόκειται για κάτι το σιβυλλικό και σε τελική ανάλυση ακατανόητο. Μικρό ώς εδώ το κακό· το χειρότερο είναι ότι συχνά τείνουν να εφαρμόζουν αυτό τον συλλογισμό και αντίστροφα: ό,τι τους φαίνεται συβιλλικό και ακατανόητο πρέπει να είναι φιλοσοφία... Το πραγματικά καταστροφικό, τώρα, είναι ότι εμφανίζεται μια μερίδα λογίων οι οποίοι, ενσωματώνοντας υπόρρητα τη διαστροφή της κοινής αντίληψης, αισθάνονται ότι για να καταξιωθούν φιλοσοφικά οφείλουν να είναι σιβυλλικοί και ακατανόητοι και ότι, αν είναι τέτοιοι, μπορούν να χριστούν αυτοδικαίως φιλόσοφοι. Αυτό ίσως ενισχύεται από μια ψυχολογική ανάγκη που μοιάζουν να εκδηλώνουν ορισμένοι, οι οποίοι αντλούν προφανώς κάποιου είδους διαστροφική ηδονή επινοώντας αλλόκοτες κι εκκωφαντικά ηχηρές εκφράσεις, αβυθομέτρητης σημασίας, με τις οποίες κόβουν το αίμα τού απλοϊκού κοινού τους - κάνοντας τσιχλόφουσκα τη σύνταξη, ουσιαστικοποιώντας ρήματα, ρηματοποιώντας ουσιαστικά, αποκολλώντας και ανασυγκολλώντας προθέσεις με αφηρημένους ονοματικούς τύπους... Το έθος αυτό, ως γνωστόν, παρουσιάζει ενδημική εξάπλωση στην παριζιάνικη διανόηση, ιδίως σε εποχές όπως η δική μας όπου γίνεται όλο και σπανιότερο να έχεις κάτι να πεις, ωστόσο στην Ελλάδα έχει εξαρχής βρει ενθουσιώδεις μιμητές. Πρώτος διδάξας ήταν ο Γιώργος Βέλτσος, ο οποίος σιγά σιγά δημιούργησε σχολή: σήμερα διαθέτουμε έναν ολόκληρο αστερισμό μεταφραστών και μεταφρασεολόγων, διδακτόρων (κατά προτίμησιν του Παντείου και κατά προτίμησιν του Τμήματος Επικοινωνιών), ψυχαναλυτών ή «ψυχαναλυτών», επιφυλλιδογράφων στον Τύπο κι εκδοτών περιοδικών οι οποίοι διακονούν με προσήλωση το είδος.

Τέτοια είναι, δυστυχώς, η περίπτωση του Αλαίν Μπαντιού, στον οποίον επεφύλαξαν εσχάτως διθυραμβική υποδοχή στον Ελλάδα ως τον τελευταίον εν ζωή μεγάλο φιλόσοφο. Και είναι θλιβερό να βλέπεις έναν ξεμωραμένο γέρο να τον σέρνουν σε παράτες και εκδηλώσεις, τιμητικές εσπερίδες και συνεντεύξεις Τύπου και αυτός, με ύφος μακάριας αυταρέσκειας και με τη γενναιόδωρη καταδεκτικότητα οιονεί θεού, να ανοίγει το στόμα του και να φθέγγεται μνημειώδεις ασυναρτησίες. Το γεγονός συνοδεύτηκε από αλλεπάλληλες εκδόσεις παλαιότερων και πρόσφατων έργων του (φιλοσοφικών και πολιτικών, διότι ο Μπαντιού έχει γράψει επίσης μυθιστορήματα και θεατρικά έργα). Τα βιβλία αυτά στην πλειονότητά τους δεν διαβάζονται, και πιθανότατα δεν φταίει γι' αυτό η μετάφραση (μολονότι κατά τόπους ίσως έχει συμβάλει στην ακατανοησία): η «φιλοσοφική» του πρόζα θυμίζει τις παρλάτες των κωμικών του ελληνικού κινηματογράφου, όταν μιμούνται το ιδίωμα των «κουλτουριάρηδων» - κοντολογίς, βγάζει γέλιο. Προς τι, λοιπόν, όλη αυτή η φασαρία; Τελικώς λέει κάτι ο Μπαντιού, και τι είναι αυτό;

Ο Αλαίν Μπαντιού, γεννημένος το 1937 στη Ραμπάτ του Μαρόκου, ξεκίνησε τη θεωρητική του σταδιοδρομία ως μαθηματικός. Ο προσηλυτισμός του στον μαρξισμό έγινε υπό την επιρροή τού Λουί Αλτουσέρ, επιτονισμένη με ισχυρές, και ισόβιες, όπως φαίνεται, μαοϊκές συμπάθειες. Δεν είναι του παρόντος να σχολιάσουμε την πολιτική σημασία τού εγχειρήματος του Αλτουσέρ (ό,τι ο Καστοριάδης στη ριζοσπαστική του νιότη αποκαλούσε πνευματωδώς «νέο-πρώην-νέο-σταλινισμό»)· εν πάση περιπτώσει, ένα βιβλίο του γραμμένο εκείνη την εποχή (1970), που έτυχε να μεταφραστεί στα ελληνικά, η Διαλεκτική επιστημολογία (Καστανιώτης, 1972), είναι βιβλίο αρκετά σοβαρό και συγκροτημένο επιχειρηματολογικά, που πραγματεύεται κάτι συγκεκριμένο: τη διείσδυση της αστικής ιδεολογίας στα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται στις κοινωνιομετρικές αναλύσεις - και σε αξιοσημείωτη απόκλιση, πρέπει να προσθέσουμε, από τον ίδιο τον Αλτουσέρ, ο οποίος αντιδιέστελλε δογματικά την «επιστήμη» προς την «ιδεολογία»... Το σαράκι τού μεγάλου στοχαστή φαίνεται ότι ξύπνησε στην ψυχή του Μπαντιού γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '80, ύστερα από την καταβύθιση του τελευταίου θορυβώδους θεωρητικού ρεύματος που πρυτάνευσε στην παρισινή σκηνή έως τη δεκαετία του '70 και ορισμένοι συνόψισαν υπό την αμφίλογη έννοια του «μεταμοντέρνου», οπότε άρχισε να καταστρώνει και το πιο φιλόδοξο έργο του: Είναι και συμβάν (1988). Η σκέψη του έκτοτε περιστρέφεται γύρω από ανάπτυξη της έννοιας του συμβάντος (evenement), που αυτός όσο και οι οπαδοί του θεωρούν την πιο προσωπική φιλοσοφική του συμβολή. Το «συμβάν» διαστέλλεται προς το Είναι, όπως το «γίγνεσθαι» διαστέλλεται προς το Είναι στον Χέγκελ, ο «χρόνος» διαστέλλεται προς το Είναι στον Χάιντεγκερ και το «μηδέν» διαστέλλεται προς το Είναι στον Σαρτρ: μέσα από τη ρητορική τού τίτλου, εμφανώς, ο Μπαντιού διεκδικεί μια ισότιμη θέση στη χορεία των παραπάνω στοχαστών. Τι περισσότερο έχει όμως να πει με την κατασκευή του;

Η προβληματική αυτή ξεκινάει από τον τρόπο που ο Χέγκελ χρησιμοποίησε τις τροπικές κατηγορίες του υπαρκτού/δυνατού για να παραγάγει όλο τον δυναμισμό που διέπει τα διάφορα επίπεδα του συστήματός του - τόσο στο πεδίο της λογικής έκπτυξης της Εννοιας όσο και στον αντεστραμμένο κόσμο της Φύσης, κι εντέλει της ίδιας της Ιστορίας. Η χειρονομία αυτή συνιστά την καρδιά της εγελιανής διαλεκτικής, πρέπει όμως να γίνεται κατανοητή υπό δύο διευκρινιστικούς όρους: πρώτον, το «Είναι» που γίνεται αντικείμενο άρνησης, εδώ εννοείται ως Είναι-διορισμένο· και, δεύτερον, η άρνηση του Είναι συνιστά πάντα διαλεκτική άρνηση (Aufhebung): δηλαδή, επανακαθορισμό του καθορισμένου, που αποδεσμεύει τις ενυπάρχουσες σε αυτό, αλλά μη ενεργοποιημένες ακόμα, δυνατότητες - άρση εδραιωμένων διορισμών που ανοίγει ένα (ορίσιμο μάλλον, παρά αόριστο, και πάντως πεπερασμένο) πεδίο εφικτών μετασχηματισμών. Στην ιστορικοποιημένη διαλεκτική του Μαρξ αυτό ακριβώς είναι το έργο της επανάστασης. Οταν ο Ερνστ Μπλοχ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έδιναν σε αυτή την ιδέα έναν μεσσιανικό επιτονισμό, δεν έκαναν άλλο από να τονίζουν την αξιακή προτεραιότητα του ελευσόμενου έναντι του υπαρκτού, ως τέτοιου που υπάρχει. Κληρονόμοι της φαινομενολογικής παράδοσης, όπως ο Χάιντεγκερ και ο Σαρτρ, από την άλλη πλευρά, προσπαθούσαν να μεταγράψουν σε οντολογική γλώσσα αυτή την προτεραιότητα του καθορίσιμου (ύπαρξη) έναντι του καθορισμένου (ουσία), ενώ ο Μπεργκσόν αναδιέτασσε το ίδιο ζεύγμα υπό τη διαστολή του οργανικού/ζωικού προς το «ανόργανο». Υπόδειγμα του ανόργανου για τον Μπεργκσόν ήταν ακριβώς η λογιστική διάνοια, τα μαθηματικά, τα οποία επίσης για τον Χέγκελ αντιπροσώπευαν την κατώτερη, στατική μορφή τού νοείν (Verstand), η οποία αδυνατεί να συλλάβει το πέρασμα από το Είναι στο γίγνεσθαι.

Ξαναθέτω το ερώτημα: Τι έχει να προσθέσει σε αυτά ο Αλαίν Μπαντιού; Οταν στα δοκίμια που έχουμε μπροστά μας εξισώνει τα μαθηματικά με την οντολογία, λέει κάτι περισσότερο από τούτο τον κοινό τόπο στις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις του 20ού αιώνα; Εκείνο που απλώς επιχειρεί είναι, χρησιμοποιώντας όλα τα λογικά παράδοξα της σύγχρονης μαθηματικής, μοντέλα και θεωρήματα που ελάχιστοι καταλαβαίνουν και τα οποία δεν χρησιμεύουν σε κανέναν (εκτός από τους ίδιους τους μαθηματικούς, για να τους θυμίζουν τα όρια των αποβλέψεών τους), γαρνίροντας επιπροσθέτως αυτή την απόπειρα με εκκεντρικές έννοιες δικής του κοπής -η «υφαίρεση», το «γενολογικό» και άλλες τέτοιες πομπώδεις κενολογίες- ή με κοινόχρηστους όρους, όπως «αναποφάνσιμο», «μη διακρίσιμο» κ.λπ., στους οποίους νομίζει πως δίνει καινούρια σημασία, να υποδείξει μία έννοια αλήθειας αντιτιθέμενη σε όλες τις σημασίες που έχει λάβει ποτέ αυτή στη μακραίωνη χρήση της: κοντολογίς, μιαν «αλήθεια» τόσο ασύλληπτη, α-διανόητη, μη διακρίσιμη και ανεπίδεκτη διορισμού, που είναι ακριβώς σαν να μην υπάρχει! Ερώτημα: Και τι θα άλλαζε αν δεν είχαμε αυτή την έννοια; Μια «αλήθεια» που δεν διαφοροποιείται σε τίποτε από τον σχετικιστικό της αντίποδα, και μια «ηθική» που πρακτικώς δεν διακρίνεται από τον πιο καθαρό ντεσιζιονισμό (η «ελευθερία» του Σαρτρ -είμαι ό,τι οι πράξεις μου με κάνουν- έλεγε ήδη όλα όσα πάει να πει ο Μπαντιού με τον όρο «υποκειμενοποίηση», με το ασύγκριτο πλεονέκτημα ότι ήταν μια κοινή έννοια που όλοι καταλάβαιναν) είναι, για να το πούμε έτσι, τζάμπα το χαρτί και το μελάνι.

Στα δύο τελευταία κείμενα του βιβλίου, που είναι κείμενα αναφοράς, αντιλαμβάνεται πλήρως κανείς την έλλειψη γείωσης που μαστίζει αυτή τη σκέψη. Το κείμενο με τον παραπλανητικό τίτλο «Φιλοσοφία και ψυχανάλυση» ταυτίζει, όπως αποδεικνύεται, την ψυχανάλυση με τον Ζακ Λακάν, ενώ η φιλοσοφία δεν υπεισέρχεται παρά ως απελπισμένη απόπειρα του Μπαντιού να τιθασεύσει τις ανοικονόμητες σημασιολογικές ακροβασίες του Λακάν, υπερακοντίζοντας σε εννοιολογικές ακροβασίες που φαίνονται πολύ πιο γελοίες, επειδή ακριβώς τούς λείπει η διαβολική αίσθηση της ειρωνείας που διαθέτει ο ίδιος ο Λακάν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί δεν το τιτλοφορούσε «Εγώ και ο Λακάν»; Στο κείμενο «Althusser, το υποκειμενικό στοιχείο χωρίς υποκείμενο», τέλος, επιχειρεί μία ακτιβιστική, αν μπορώ να το πω έτσι, ανάγνωση του Αλτουσέρ, η οποία μας επιτρέπει να ιχνηλατήσουμε τις πολιτικές εμμονές του Μπαντιού μεν, προδίδει κατάφωρα τον ίδιο τον Αλτουσέρ, την κληρονομιά τού οποίου διατείνεται πως διασώζει, δε. Στο πολιτικό πεδίο η έννοια του συμβάντος αντιδιαστέλλεται προς την έννοια του «γεγονότος»: το τελευταίο αντιπροσωπεύει την καταγεγραμμένη, τη «νεκρή», όπως θα λέγαμε, ιστορία, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη σκοπιά τής κυριαρχίας, δηλαδή του κράτους· το συμβάν τότε αντιπροσωπεύει την απρόοπτη ιστορική έλευση, τη ρήξη με το υπάρχον - με άλλα λόγια, την επανάσταση. Κατά ποία έννοια όμως αυτή η οπτική -η οποία δεν προσθέτει ούτε κεραία, πρέπει να θυμόμαστε, σε όσα ο Κύκλος της Φραγκφούρτης έλεγε ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου- συγγενεύει με τον Αλτουσέρ, έναν δεδηλωμένο υπέρμαχο της γραμμής συνδιαχείρισης (ή ειρηνικής «κατάληψης») του αστικού κράτους; Στο όνομα αυτής της γραμμής ο Αλτουσέρ και το κόμμα του δεν ελεεινολόγησαν τον Γαλλικό Μάη, τον οποίον τώρα ο Μπαντιού ανεμίζει ως λάβαρο του «κομμουνισμού» του;

Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, στο πολιτικό μανιφέστο του, που εκδόθηκε προσφάτως από τις ίδιες εκδόσεις (Η κομμουνιστική υπόθεση, Πατάκης 2008), ο Μπαντιού παραθέτει ως ένα από τα ορόσημα του ουτοπικού κομμουνισμού του, ισάξιο με την Παρισινή Κομμούνα και τον Γαλλικό Μάη, τι; Την Πολιτιστική Επανάσταση στη μαοϊκή Κίνα! Ισως προσεχώς σκεφτεί και τους Ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη! Ο άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση... Ρητόν: Μία τέτοια υπεράσπιση του «κομμουνισμού» είναι το καλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει κάποιος στον ξαναζεσταμένο αντικομμουνισμό, τον οποίο σερβίρουν σήμερα οι παγκόσμιες ελίτ ως αντίδοτο στην κοχλάζουσα οργή των μαζών που συσσωρεύεται - όπως ακριβώς και μια τέτοια υπεράσπιση της «αλήθειας» είναι μουσική στα αυτιά του μεταμοντέρνου σχετικισμού, τον οποίο ο «φιλόσοφος» Μπαντιού, σαν άλλος Δαυίδ, ορθώνει το μικρό ανάστημά του για ν' ανασχέσει. 
 
πηγή: enet.gr

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Τελευταίος σταθμός (απόσπασμα)

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
   τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
lσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ομως ο τόπος που τον  πελεκούν και που του καίνε σαν
    το πεύκο, και τον  βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
   νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δει-
    χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν~
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελόυτας
λεύγες και λεύγες~
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει~
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Γιώργος Σεφέρης
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Οσίπ Μαντελστάμ - Κάποιος πολίτης

Κάποιος πολίτης, μάλλον μεθυσμένος αρκετά,
Ίσως, όμως, απλά πιωμένος, -
Στο διαμέρισμα του
Τοποθέτησε ένα όργανο.
Το μουσικό όργανο μούγκρισε. Το πλήθος των ενοίκων παρεξηγήθηκε.
Φώναξαν το διαχειριστή – εκείνος μέσα στην οργή, -
Αμέσως κάλεσε το θυρωρό Σεμπαστιάν
Μπαζ! Μπαχ! – το μηχάνημα έσπασε, του κατεργάρη έσπασε τα δόντια.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Σεμπαστιάν είναι αγροίκος,
Το πρόβλημα είναι ότι το μπαχ που ακούστηκε ήταν χοντροκομμένο….


Αρχές 1934


Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

FAHRENHEIT 9/11

Μόνο για να φτάσει στις αμερικάνικες αίθουσες η ταινία χρειάστηκε να περάσει από χιλιάδες κύματα:
η απόσυρση μιας εταιρείας παραγωγής ύστερα από -όπως φημολογείται- τηλεφώνημα μέσα από τον Λευκό Οίκο, η άρνηση της Disney να διανείμει την ταινία, η αγορά της από τη Miramax, ο χρυσός φοίνικας στο φεστιβάλ των Καννών το 2004 είναι μερικοί σταθμοί στην πολύπαθη πορεία του εισπρακτικά πιο επιτυχημένου ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ο Moore επικαλούμενος ντοκουμέντα και αποδείξεις σκιαγραφεί ένα διόλου φιλικό πορτρέτο για τον πρώην πλανητάρχη, παρουσιάζοντας τις διασυνδέσεις του με διάφορες εταιρείες και ύποπτους μετόχους.

Παρουσιάζεται επίσης η ιστορία των παιδιών που πάνε και σκοτώνονται στο Ιράκ για έναν κατασκευασμένο πόλεμο και τον θρήνο των οικογενειών τους, τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και την προπαγάνδα που επικρατεί στο σύγχρονο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Όσκαρ Γουάιλντ - Στο δάσος

Εικονογράφηση: Γιώργος Χαλκιάς

-In the Forest- Oscar Wilde

Out of the mid-wood's twilight
Into the meadow's dawn,
Ivory limbed and brown-eyed,
Flashes my Faun!

He skips through the copses singing,
And his shadow dances along,
And I know not which I should follow,
Shadow or song!

O Hunter, snare me his shadow!
O Nightingale, catch me his strain!
Else moonstruck with music and madness
I track him in vain!
 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Τέσσερα ανένταχτα ποίηματα του Νίκου Καββαδία


Τέσσερα ανένταχτα ποίηματα του Νίκου Καββαδία. Τὰ παρακάτω ποιήματα δεν εντάχθηκαν σε κάποια ποιητική συλλογή του αλλά δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα.

(Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου.)


Ἀθήνα 1943

Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς
τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη.
Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς
κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι.

Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ
καὶ περπατᾶν ἀργὰ στοὺς δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ὡς τὶς ἑφτὰ ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ «Σιστὰς Μοσκβὰ»
καὶ στὶς ὀχτὼ (βαλ᾿ τὸ σιγὰ) «Ἐδῶ Λονδίνο».

Φύσα ταχιὰ σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραῖγο μου κατρακύλα ἀπ᾿ τὴν Κριμαία.
Κατὰ τετράδας πᾶν στὸ δρόμο οἱ γερμανοὶ
κάτου ἀπὸ μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα τὸ μήνα καὶ πληθαίνουν οἱ πιστοί,
ὥρα τὴν ὥρα καὶ φουντώνει τὸ μελίσι
ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲς στοὺς δρόμους θ᾿ ἀκουστεῖ
ἡ μουσικὴ ποὺ κάθε στόμα θὰ λαλήσει.
* Δημοσιεύτηκε στὸ παράνομο περιοδικὸ «Πρωτοπόροι», τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1943 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀ. Ταπεινός.


Ἀντίσταση

Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.

Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.

Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.
* Δημοσιεύτηκε στὰ «Ἐλεύθερα Γράμματα» στὶς 10 Αὐγούστου 1945 στὸ φύλλο ὑπ᾿ ἀριθμὸν 14.


Στὸν τάφο τοῦ Ἐπονίτη

Ἐπέταξα τὴ σάκα μου καὶ τρέχω μὲ τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Ἀδερφέ, τὸ μάτι δὲν μὲ πιάνει.
Στὴ μάχη ὅμως κουβάλησα χιλιάδες τὰ φουσέκια
κι ἀκόμα μ᾿ εἶδαν Γερμανοὺς νὰ στρώνω στὸ ρουμάνι.
Στὴ γειτονιὰ μὲ ξέχασε τὸ τόπι, τὸ ξυλίκι.
Καὶ μοναχὰ ποὺ πέρναγα μὲ τὸ χωνὶ στὸ στόμα.
Παιδί! Μὰ μὲ λογάριασαν οἱ λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο τὸ κουράγιο μου. Καὶ ποῦ νὰ δεῖς ἀκόμα.
Μία μέρα μᾶς μπλοκάρανε. Δυὸ ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ σαράντα.
Σφαίρα τὴ βρῆκε τὴν καρδιὰ πού ῾μοιαζε μὲ γρανίτη.
Σὲ μία γωνιὰ μὲ θάψανε χωρὶς ἀνθούς, μὰ πάντα
Σὰ ρόδο θὰ μοσκοβολάει ὁ τάφος τοῦ Ἐπονίτη.

* Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Νέα Γενιά» χρόνος 3ος, ἀρ. φύλλου 51, 15 Ἰουνίου 1945. Τὸ ποίημα βρέθηκε καθ᾿ ὑπόδειξη τοῦ Γιώργου Ζεβελάκη.


Σπουδαστές

Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ
μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα
ἐσᾶς ποὺ κάματε τὴ δύσκολην ἀρχὴ
κεῖνα τὰ χρόνια τὰ βαριὰ τὰ κολασμένα.

Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ
σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ
καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα.
* Ἀφιερωμένο στοὺς Μάκη Ρηγᾶτο καὶ Γιάννη Καούνη,μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Νεολαίας Λαμπράκη.

** Δημοσιεύτηκε στὴν «Πανσπουδαστικὴ» λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967.


ΠΗΓΗ: 24grammata

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Γιατί οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στον Σπύρο Στρατούλη;

του Νίκου Μαρκετάκη

Ο Σ. Στρατούλης είναι 41 ετών και έχει ήδη εκτίσει στις φυλακές 22 ολόκληρα χρόνια πληρώνοντας το τίμημα που του αναλογούσε για τις πρότερες εγκληματικές πράξεις του. Πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς όλοι γνωρίζουμε πως ακόμα και η ποινή των ισοβίων δεσμών ισούται με 20 χρόνια κάθειρξη. Ο Στρατούλης όμως έχει πολλά χρόνια ακόμα να εκτίσει καθώς πλέον πληρώνει και την στράτευσή του στους αγώνες υπέρ των δικαιωμάτων των φυλακισμένων.

Ο Στρατούλης συνιστά μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου και για άλλους, πιο σοβαρούς και κρίσιμους για εμάς λόγους. Είναι ένας άνθρωπος που προέρχεται ταξικά από τον απόπατο της ελληνικής κοινωνίας, που στο παιχνίδι της ζωής έπρεπε να παίξει με σημαδεμένα χαρτιά, για να χάσει όπως ήταν το πλέον αναμενόμενο, και να καταλήξει γρήγορα στη χαβούζα του ελληνικού “σωφρονιστικού” συστήματος. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε περαιτέρω για το τι σημαίνει αυτό για κάποιον που δεν έχει καβάτζα καμιά, κανένα οικογενειακό ή φιλικό υπόβαθρο που να δύναται να τον ξεμπλέξει από τα δίχτυα του παραδικαστικού, παρα-αστυνομικού, και παρακρατικού εν τέλει “σωφρονιστικού” κυκλώματος.

Το ιδιάζον εδώ είναι ότι παρά όλα αυτά, κάποτε πριν χρόνια, ο Στρατούλης βρήκε το κουράγιο και το σθένος να ακούσει με καλή προαίρεση μια ρητορεία αλληλεγγύης υπέρ των φυλακισμένων σαν κι αυτόν, που προερχόταν από έναν τόσο διαφορετικό, μακρινό και ίσως ακόμα και εχθρικό κόσμο - σε σχέση με τον δικό του, αυτόν της αφθονίας, των ευκαιριών, της ελευθερίας. Το ιδιάζον είναι ότι προσπάθησε και βρήκε ένα μέρος στο μυαλό και την ψυχή του για να επεξεργαστεί απροκατάληπτα το νόημα των κινήσεων αλληλεγγύης αναρχικών και αντιεξουσιαστών προς τους κρατούμενους των φυλακών. Το νόημα δηλαδη που έχει η κίνηση κάποιου/ας που φαινομενικά (και συγκριτικά βεβαίως) έχει τα πάντα, να συμπαρίσταται σε κάποιους που πραγματικά δεν έχουν τίποτα.

Από κει κι έπειτα ο άνθρωπος αυτός έγινε ο Στρατούλης των αγώνων υπέρ των ανύπαρκτων δικαιωμάτων στις φυλακές, της ανιδιοτελούς προσφοράς, της αλληλεγγύης. Εισέπραξε αλληλεγγύη και τώρα την μαθαίνει και στους συγκρατούμενούς του, μέσα από αγώνες στην μαύρη τρύπα της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα “σωφρονιστικά καταστήματα”.

Ο Στρατούλης δεν δηλώνει “αναρχικός”. Όχι ως τακτική τώρα με την απεργία πείνας - αλλά από ταπεινοφροσύνη δεν δήλωνε ποτέ τέτοιας φόρτισης ιδιότητα. Παρόλο που φρόντισε μεθοδικά εδώ και αρκετά χρόνια, από την πρώτη του επαφή με το κίνημα, να “συγκροτήσει” από την αρχή τον εαυτό του διαβάζοντας και ρουφώντας πολιτική θεωρία, παρόλο που πλέον είναι πολύ πιο συγκροτημένος πολιτικά από πολλά άτομα του “χώρου” εντός και εκτός φυλακών, ο ίδιος δεν επεθύμησε να αυτοαποκαλεστεί έτσι.

Ίσως σε αυτό να έχει παίξει ρόλο και το ότι γνωρίζει πλέον πολύ καλά ότι το ήθος και ο σεβασμός σε έννοιες που μας ξεπερνούν, δεν περισσεύει και πολύ ανάμεσα σε πολλούς και πολλές που δηλώνουν φανατικά “αναρχικοί/ές”. Και ο Στρατούλης δεν έχει πια λόγο να βάζει νερό στο κρασί του. Δεν τό 'παιξε “σύντροφος” κανενός, μόνο και μόνο επειδή εκείνος βρέθηκε στην ίδια φυλακή με τον ίδιον. Ο Στρατούλης γνωρίζει στο πετσί του τί εστί ταξική διαστρωμάτωση, και μυρίζεται τα κίνητρα εκείνων που εσχάτως την θολώνουν, την απαξιώνουν και καμώνονται πως την καταρρίπτουν. Δεν έπαιξε το παιχνιδάκι της δήθεν όσμωσης “ποινικών” και “πολιτικών”, που τα φράγκα (των γονιών) των τελευταίων την εξαγόρασαν για να καμωθούν τους επαναστάτες. Αλλά ούτε διανοήθηκε να μπει στο κάδρο των “αναρχικών κρατουμένων” που παραλληρούν ως ημιμαθείς και πονηροί υπέρ μιας ψευδοαναρχίας που μισεί όλον τον κόσμο. Ο Στρατούλης είναι αυτό που λέει ότι είναι: υπέρμαχος των δικαιωμάτων των συγκρατούμενών του.

Και είναι μπροστάρης σε αυτόν τον αγώνα. Έχει αφιερώσει όση ενέργεια και ικμάδα του απέμεινε μετά από 22 χρόνια ασυλοποίησης στα μπουντρούμια της Ελληνικής Δημοκρατίας στον αγώνα αυτό. Και για αυτό ακριβώς το λόγο το κράτος τον ξεσκίζει με νέα κατασκευασμένα κατηγορητήρια, εμπλέκοντας τον σε υποθέσεις που αφορούν άλλου φυράματος “αναρχικούς”, με τους οποίους πασχίζει να μην συγχέεται. Ο Στρατούλης αποδείκτηκε πολύ επικίνδυνος αντίπαλος για το κράτος, το οποίο δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο από σιγή νεκροταφείου στα λεπροκομεία που αποκαλεί φυλακές. Για αυτό του στερεί μετά από 22 χρόνια καθείρξεων όλες τις άδειες που δικαιούταν, οι οποίες στην ουσία είναι απολύτως κρίσιμες για την ψυχική του υγεία και ισορροπία μέσα στη φυλακή.

Ο Σπύρος Στρατούλης είναι τώρα στην 55η μέρα απεργίας πείνας και η ζωή του είναι ήδη σε θανάσιμο κίνδυνο, ενώ η υγεία του έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες. Το αίτημά του είναι τόσο “μικρό”, κι όμως τον αφήνουν να πεθάνει. Να αποσυρθούν οι κατηγορίες που τον εμπλέκουν – αν και φυλακισμένο – σε υποθέσεις δήθεν μηδενιστικής ένοπλης σαχλαμάρας, με την οποία είναι σε σαφή και αδιαπραγμάτευτη ιδεολογική διάσταση. Και να του δώσουν πίσω τις ελάχιστες άδειες που δικαιούται. Αυτό είναι όλο. Δεν πρέπει να πεθάνει για αυτό. Θα είναι μια ντροπιαστική και συντριπτική ήττα για όλους και όλες μας.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Τα ονόματα ενός αναρχοκομμουνιστή

του risinggalaxy

Κινείσαι στο χώρο του κοινωνικού αναρχισμού. Δηλαδή αναρχοκομμουνιστής ή αναρχοσυνδικαλιστής. Αυτό πρακτικά σημαίνει:
  1. Oι εξεγερσιακοί σε λένε "αναρχοπατεροθεωρητικό"
  2. Οι μηδενιστές σε λένε "Κνίτη"
  3. Το ΚΚΕ σε λέει "πράκτορα" ή "παραπλανημένο"
  4. Οι ακροδεξιοί σε λένε "Συριζαίο"
  5. Οι Συριζαίοι σε λένε "τα σύγχρονα κινήματα" ή "αλληλεγγύη για όλους με αξιοπρέπεια και αυτοοργάνωση"
  6. Τα ξένα μέσα σε λένε "ακτιβιστή"
  7. Η άκρα αριστερά σε λέει "αντιφασίστα" ή "ειδικό της βίας" ανάλογα ποιος τις έχει φάει.
  8. Τα ΜΜΕ αντι να σε πουν οτιδήποτε βάζουν απειλητική η αγωνιώδη μουσική με σκηνές από περιπολικά.
  9. Οι φιλελέδες σε λένε "κρυπτοφασίστα".
  10. Οι φασίστες "ανθέλληνα".
  11. Οι μπάτσοι σε λένε πρεζάκι.
  12. Τα πρεζάκια σε λένε μπάτσο.
Ε δε μπορεί, κάτι κάνουμε σωστά.

Υ.Γ.: Ξέχασα να αναφέρω ότι μιλάμε 5 γλώσσες, μικροδείχνουμε και είμαστε μετριόφρονες πάνω απ'όλα.

Δείτε ακόμα