Ήταν ή εποχή πού τα λεωφορεία είχαν εισπράκτορα. Αυτός καθόταν στην πίσω πόρτα τού λεωφορείου απ' όπου και ή είσοδος των επιβατών οι οποίοι και πλήρωναν πάραυτα το αντίτιμο. Όταν το όχημα γέμιζε, η δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στη στάση, φώναζε ένα δυνατό "πάμε" ή "φύγεεε" στον οδηγό ο οποίος έκλεινε τις πόρτες και ξεκινούσε...
Θυμάμαι, ήταν (πάλι) παραμονές εορτών όταν η μάνα μου με πήρε να κατεβούμε για ψώνια στην Αθήνα (ναι εμείς οι Καισαριανιώτες δεν λέμε πάω στο κέντρο, λέμε κατεβαίνω στην Αθήνα). Αφού περάσαμε πρώτα από τον Κατράντζο και μου αγόρασε κάποιο ρούχο, πάντα δυο-τρία νούμερα μεγαλύτερο "για να μου κάνει και του χρόνου βρε παιδί μου", καταλήξαμε στη Βαρβάκειο για τα ψώνια του εορταστικού τραπεζιού. Μετά από τους πατροπαράδοτους καυγάδες με τους χασάπηδες και αφού ως συνήθως αγόρασε το καλύτερο κρέας, "σιγά μην κοροϊδέψουν εμένα οι κλεφταράδες", ανηφορήσαμε προς την Ακαδημίας όπου ήταν και η αφετηρία για τα λεωφορεία της Καισαριανής. Κόσμος πολύς, όλοι φορτωμένοι με σακούλες, όχι με δώρα αλλά με τρόφιμα, κυρίως κρέας. Μεταξύ μας, εμένα πολύ μου άρεσε το στριμωξίδι στα λεωφορεία, όλο και κάποια όμορφη αρωματισμένη κυρία βρισκόταν πλάι μου και σε κάθε φρενάρισμα η ξεκίνημα του βαρυφορτωμένου οχήματος αναγκαστικά ερχόμασταν σε άμεση σωματική επαφή. Θαύμα...
Έτσι κι εκείνη τη μέρα λοιπόν. Το λεωφορείο αφού φισκάρισε, με τις οσμές να είναι μάλλον κρεοπωλείου και όχι αρωματισμένων κυριών, ξεκίνησε αγκομαχώντας. Καθώς είχα στριμωχτεί κοντά στο πίσω παράθυρο και χάζευα την κίνηση, είδα έναν άντρα μάλλον κοντό πενηντάρη και γεροδεμένο που κρατούσε μια σακούλα να τρέχει να προλάβει να μπει μέσα. Περίμενα ότι θα κουραζόταν και θα παράταγε την προσπάθεια, αλλά... μας πρόλαβε λίγο μετά τη Σίνα κι άρχισε να χτυπάει με το χέρι του δυνατά την πόρτα φωνάζοντας, προσπαθώντας προφανώς να πείσει τον εισπράκτορα να δώσει εντολή για στάση. Αλλά οι εισπράκτορες, όπως και οι οδηγοί των λεωφορείων, ακόμη και σήμερα, είναι εν πολλοίς σαδιστές. Μόνο αυτός έκανε πως δεν άκουγε τα χτυπήματα στην πόρτα του ανθρώπου, που περιέργως, εξακολουθούσε να τρέχει και να χτυπάει, και να τρέχει... και να χτυπάει με περισσότερη δύναμη... Ώσπου, ακούστηκε η φωνή του εισπράκτορα. "Στάσηηη". Το λεωφορείο σταμάτησε η πίσω πόρτα άνοιξε και ο άνθρωπος μας ανέβηκε κάθιδρος και κατακόκκινος στο μέσο μαζικής μεταφοράς... Και να ο διάλογος που ακολούθησε:
Εισπράκτορας: Πώς χτυπάτε έτσι κύριε; Κοντέψατε να σπάσετε την πόρτα! ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ;
Ο μαραθωνοδρόμος πλησιάζοντας απειλητικά τον εισπράκτορα: ΝΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! ΑΦΟΥ ΔΟΥΛΕΥΩ ΣΑΝ ΚΕΡΑΤΑΣ ΟΛΗ ΜΕΡΑ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΚΑΙ ΟΛΑ!!!
Σε ολόκληρο το όχημα έπεσε σιωπή. Μόνο οι μυρωδιές του κρέατος ακούγονταν. Και αυτή η σιωπή ήταν αρκετή για να με πείσει ότι θα ήμουν αριστερός για ολόκληρη τη ζωή μου. Το πνεύμα των Χριστουγέννων...
"...ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΊΟ ΚΑΙ ΟΛΑΑΑΑ..." ναι...
ΑπάντησηΔιαγραφή