Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ


 http://i523.photobucket.com/albums/w359/DMW65/5296_1218037129918_1198569916_63022.jpg?t=1259684596

Το ψεύδος της οικονομίας και η καντιανή ηθική προσταγή 


Παραμονές του 2009 είμαι κατάπληκτος από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η σαρωτική χρηματοπιστωτική κρίση που έχει ήδη αποτελέσματα ορατά στην πραγματική οικονομία (η χειρότερη τέτοια, λένε, μετά το κραχ του 1929): περίπου σαν φυσική καταστροφή ––όπως το τσουνάμι του 2004–– ή θεομηνία απέναντι στην οποία πρέπει «όλοι» να ενωθούμε και να πάρουμε μέτρα. «Όλοι»: δηλαδή εκείνοι που την προκάλεσαν συσσωρεύοντας αμύθητο πλούτο, ο οποίος τους επιτρέπει να την ανταπεξέλθουν ανώδυνα και ίσως να επανακερδοσκοπήσουν από αυτήν, κι εκείνοι που είχαν ήδη εξοντωθεί από τη διευρυνόμενη ανισότητα και θα πληρώσουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο τις συνέπειές της… Η φυσικοποίηση της κρίσης είναι, προφανώς, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εκβιαστούν αθέμιτες συναινέσεις και να αποκρυφθεί ο κοινωνικός πόλεμος που δεν έχει πάψει να σοβεί στο βάθος κοινωνιών τόσο ανελέητα ταξικών όσο αυτές στις οποίες ζούμε. Αν όμως οι «φυσικές καταστροφές» είναι ήδη βαθύτατα κοινωνικές και αποτελέσματα πολύπλοκων ανθρώπινων στρατηγικών, τί πρέπει άραγε να σκεφτούμε για τις οικονομικές;


Κυριαρχία του κεφαλαίου και «ανάπτυξη»


Ανατρέχοντας στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, που τόσο άσχημα την διαβάζουμε εδώ και πάνω από έναν αιώνα, επικεντρωνόμαστε στις οικονομικές του αναλύσεις ξεχνώντας να σκεφτούμε τη σημασία του όρου «κριτική». Ο όρος «ιδεολογία», που ο ίδιος επινόησε για να περιγράψει την παραμορφωτική αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις έννοιες της γερμανικής φιλοσοφίας, δεν ίσχυε λιγότερο για εκείνη την άλλη «επιστήμη» που είχε γεννηθεί κάπου δύο γενιές νωρίτερα: τη βρετανική πολιτική οικονομία (των Smith, Malthus, Ricardo, κ.ά.). Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ εισάγει το όλο θεωρητικό του εγχείρημα μέσ' από μια χιαστί κριτική της γερμανικής φιλοσοφίας και της βρετανικής οικονομίας, θέτοντας το διπλό ερώτημα: εάν η φιλοσοφία επικεντρωνόταν στις «ωραίες» πλευρές της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, πώς εξηγούσε την πραγματική ανθρώπινη εξαθλίωση και δυστυχία του παρόντος; Και αν η οικονομία περιοριζόταν στην «ταπεινή» παραγωγή κέρδους και εμπορευμάτων, πώς οι αφηρημένα ποσοτικές έννοιές της ––τιμή, πρόσοδος, κέρδος, αξία, κοκ.–– συνδέονταν με συγκεκριμένα ποιοτικές όπως αυτοπραγμάτωση, δημιουργικότητα, ικανοποίηση, κλπ.; Η ανάλυση που ακολούθησε όφειλε να μας έχει προ πολλού ειδοποιήσει ότι οι τεχνικές έννοιες και τα μεγέθη με τα οποία μιλάει και σκέπτεται η οικονομική επιστήμη δεν είναι λιγότερο υποστασιοποιημένες αφαιρέσεις από όσο οι κατηγορίες, ας πούμε, της εγελιανής Φιλοσοφίας του Πνεύματος. Ίσως μάλιστα περισσότερο…
Να το πούμε πιο άμεσα: η παγίδευση της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης στον βρόγχο του κεφαλαίου έχει ως επιστημολογικό σύστοιχο την παγίδευση της γλώσσας των συγκεκριμένων ανθρώπινων αναγκών στον βρόγχο της τεχνικής ιδιολέκτου των οικονομολόγων. Με αντίστοιχο τρόπο σήμερα, όλοι μοιάζουν να προσφεύγουν στην ειδημοσύνη των μαιτρ της οικονομίας ––που οι ίδιοι ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στην κοινωνική ελίτ, πράγμα που τους επιβάλλει μια ορισμένη οπτική εκ των άνω–– για να τους εξηγήσουν τί έχει συμβεί και τί πρέπει να γίνει προσεχώς: κι εκείνοι ανταποκρινόμενοι στο καθήκον τους ξεδιπλώνουν πολύπλοκους συσχετισμούς ποσοτικοποιήσιμων εννοιών ––ανάπτυξη, ύφεση, πλεόνασμα, έλλειμα, ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, κατά κεφαλήν εισόδημα, στασιμοπληθωρισμός, κοκ.–– των οποίων την πραγματική σημασία για την ανθρώπινη ζωή και το γήινο οικοσύστημα είναι και οι ίδιοι ανίκανοι να συλλάβουν. Ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα είναι η έννοια «ύφεση», την οποία όλοι τρέμουν και η οποία θεωρείται ένας από τους πιο αποφασιστικούς δείκτες της παρούσας κρίσης. Γιατί, και κυρίως για ποιον, είναι κακό η οικονομική ύφεση; Πρακτικό νόημα της ύφεσης είναι η ανακοπή της ανάπτυξης, νοούμενης ως οικονομικής μεγένθυσης, της οποίας μία παράμετρος θα ήταν η συνεχής αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Η ύφεση είναι κακό πράγμα, λοιπόν, εάν προηγουμένως νοούνται ως επιθυμητά πράγματα οι ως άνω μεγεθύνσεις και αυξήσεις. Τι είναι όμως εκείνο που μετρούν οι δείκτες μιας τέτοιας μεγέθυνσης; Είναι εντυπωσιακό το ότι κανένας δεν θέτει αυτό το ερώτημα· εάν όμως το θέσει, η απάντηση είναι εύκολη: μετρούν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, δηλαδή την απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου. Κατά ποια έννοια όμως τα κέρδη του επενδυμένου κεφαλαίου σχετίζονται με την πραγματική ευημερία των ανθρώπων; Στην πραγματικότητα, η κερδοφορία του κεφαλαίου προκύπτει από την εντατική εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και των φυσικών πόρων, πράγμα που σημαίνει ότι η κερδοφορία των διεθνών επιχειρήσεων και η ευημερία του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκονται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση: η άνοδος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος δηλώνει, πρώτον, τον βαθμό εμπορευματοποίησης των ανθρώπινων δράσεων και συναλλαγών μέσα σε μια ορισμένη κοινωνία· και δεδομένης αυτής, δεύτερον, τον ρυθμό των κερδών που σημειώνονται εκ μέρους εκείνων οι οποίοι πωλούν αγαθά και υπηρεσίες. Σημαίνει πιθανότατα ότι αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και ακριβότερα, όλο και λιγότερα προσιτά σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, και παράλληλα ότι οι περιβαλλοντικοί πόροι λιγοστεύουν από την υπεράντληση ενώ ταυτόχρονα αποκλείεται από τη νομή τους εκείνο το κομμάτι που από την απώλεια της αγοραστικής του δύναμης παράγονται τα κέρδη του κεφαλαίου. Αν η απογοητευτική εικόνα της παρούσας κρίσης μάς φέρνει αντιμέτωπους με μία δραματική μείωση των ανανεώσιμων περιβαλλοντικών πόρων και μια ραγδαία επεκτεινόμενη αποπτώχευση του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό είναι συνέπεια όχι κάποιας αποτυχίας, αλλ' ακριβώς της επιτυχίας που σημείωσε μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Το σφάλμα στις εκτιμήσεις μας έγκειται στο ότι πέσαμε στην παγίδα να σκεφτόμαστε τις οικονομικές δραστηριότητες με οικονομικούς όρους.


Νεοφιλελευθερισμός και χρηματοπιστωτική κρίση


Όπως τα μεγάλα προβλήματα που γεννά η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη δεν είναι απλώς τεχνικά, έτσι και τα προβλήματα που γεννούν οι σύγχρονες μορφές οικονομίας δεν είναι απλώς οικονομικά. Η «αυτονομία» του οικονομικού πεδίου (όπως και η «αυτονομία» του εν γένει επιστημονικού πεδίου) είναι ακριβώς η κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία: πανίσχυρο όπλο σε έναν σφοδρο ταξικό αγώνα, στον οποίον κερδίζουν μέχρι στιγμής οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ οδηγώντας τον κόσμο σε αργό θάνατο (απ' όπου ελπίζουν ότι μπορούν μεσοπρόθεσμα να εξαιρεθούν οι ίδιες). Αν σηκώσουμε όμως το ιδεολογικό πέπλο και δούμε για μία στιγμή καθαρά αυτή την πραγματικότητα, θα έπρεπε ίσως να σκεφτούμε μήπως ό,τι συνιστά ανάθεμα και καταστροφή από τη σκοπιά των οικονομολόγων και των υψηλών παραγγελιοδόχων τους ––η παρούσα κρίση–– είναι ταυτόχρονα μια ελάχιστη χαραμάδα ελπίδας για την ανθρωπότητα. Η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση είναι το πρόδηλο αποτέλεσμα μιας στρατηγικής αποικιοποίησης του χρόνου εκ μέρους τού κεφαλαίου – που σημαίνει, κεφαλαιοποίηση και προεξώφληση της δυνητικής παραγωγής. Αυτή είναι η όμως η ουσία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και, βεβαίως, ήταν παρούσα από τις πρώτες ημέρες του καπιταλισμού. Σωστά· σημασία έχει όμως ότι αυτό βρισκόταν πάντα σε σχέση εξάρτησης προς το παραγωγικό κεφάλαιο (δηλαδή, τη συντελεσθείσα παραγωγή), ενώ στα τελευταία είκοσι χρόνια η σχέση αυτή έχει για πρώτη φορά αντιστραφεί πλήρως. Όταν όμως σε αυτό το παιχνίδι το χάσμα ανάμεσα στη πραγματική παραγωγή και τη δυνητική παραγωγή διευρύνεται υπέρμετρα, όπως συνέβη μέσα στην τελευταία δεκαετία, ενώ η πραγματική παραγωγή αρχίζει να εξαρτάται από τη δυνητική και όχι αντιστρόφως, δύο μεγάλοι κίνδυνοι ανακύπτουν, εκ των οποίων ο ένας δεν είναι καθόλου οικονομικός αλλά με την κυριολεκτική σημασία πολιτικός. Προκειμένου η πραγματική παραγωγή να συμπέσει με την προβλεφθείσα (και ήδη κεφαλαιοποιημένη) πρέπει κάθε αστάθμητος παράγοντας να αποκλειστεί από την παραγωγική διαδικασία (να «πιάσουμε τις νόρμες», όπως έλεγαν στην σχεδιοποιημένη οικονομία της ΕΣΣΔ): πράγμα που σημαίνει, οφείλει αυτή να διευθυνθεί με στρατιωτικό τρόπο, να συμπιεσθεί η κινητικότητα και οι διεκδικήσεις της εργατικής δύναμης, να αποκλεισθούν οι κοινωνικές διαπραγματεύσεις και να κατασταλεί αποτελεσματικά κάθε δύναμη αμφισβήτησης. Συνεπάγεται δηλαδή μια ραγδαία μετατόπιση των μοντέρνων κοινωνιών προς τον αυταρχισμό, άρση των δημοκρατικών διαβουλεύσεων και καταστολή των αμφισβητησιακών κινημάτων – χαρακτηριστικά όλα του ολοκληρωτικού κράτους, προς το οποίο τείνουν όλο και περισσότερο οι ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες από τη δεκαετία του '80 και ύστερα (και αυτό εξηγεί επίσης την επιτυχία της Κίνας). Οι δημοσιονομικές πολιτικές των δυτικών κρατών ––και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότερο ίσως απ' όσο των ΗΠΑ, για όποιον δεν θέλει να αυταπατάται–– είναι το πιο ευανάγνωστο εργαλείο μιας τέτοιας μετάφρασης των σιδηρών οικονομικών «αναγκαιοτήτων» σε ραγδαίο κοινωνικό εκφασισμό.
Η δεύτερη συνέπεια είναι ειδικότερα οικονομική. Εάν παρά ταύτα ο επιδιωκόμενος προγραμματισμός σε κάποιον βαθμό αποτύχει (και είναι αναπόφευκτο ν' αποτύχει, δεδομένου του πλήθους των αστάθμητων παραγόντων που υπεισέρχονται σε μια διαδικασία εξαρτώμενη από τη δράση ζωντανών ανθρώπων), εάν μάλιστα η αποτυχία αυτή ενισχυθεί από μία άλλη απρόβλεπτη συνιστώσα, την απότομη πτώση του ποσοστού απόδοσης των φυσικών πόρων εξαιτίας της εντατικής υπερεκμετάλλευσης, τότε η κατάρρευση που επέρχεται είναι γρήγορη και εκρηκτική. Αυτή είναι η ταυτότητα της παρούσας κρίσης. Όσο καταστροφικά και αν είναι τ' αποτελέσματά της, ενόψει των παραπάνω δεν τολμάει κανείς να σκεφθεί τί θα είχε συμβεί εάν δεν είχε υπάρξει κρίση να ανακόψει μια τέτοια διαδικασία! Εν πάση περιπτώσει, αυτή η ολέθρια στρατηγική αποικιοποίησης του χρόνου σε μεγάλο βάθος, η αντιστροφή των κλασικών σχέσεων χρηματοοικονομικού-παραγωγικού κεφαλαίου, αν θέλετε, είναι η ερημωτική απόληξη του νεοφιλελευθερισμού, λένε πολλοί. Σωστά· δεν εξηγούν όμως γιατί αναδύθηκε ο νεοφιλελευθερισμός και επιβλήθηκε ως κυρίαρχο οικονομικό δόγμα από τη δεκαετία του '80 και ύστερα. Ολοφάνερα, ήταν αποτέλεσμα της γενικευμένης εφαρμογής του αυτοματισμού στην εργασία, η οποία γέννησε δομική ανεργία μεγάλης κλίμακας και σηματοδότησε την απαρχή μιας ολόκληρης αλυσίδας κρίσεων που κορυφώνονται ακριβώς στη σημερινή. Το ερώτημα που τέθηκε με οξύ τρόπο τότε ήταν: μείωση της εργασίας και αύξηση του ελεύθερου χρόνου για όλους, ή αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων εις βάρος ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής δύναμης που θα πρέπει ν' αποκλειστεί στο εξής από την εργασία (και την αγορά); Η απάντηση των κεφαλαιοκρατικών ελίτ ήταν ανενδοίαστα η δεύτερη, υπολογίζοντας ότι η αύξηση της παραγωγικότητας που θα προερχόταν από το πάγιο κεφάλαιο (τις «έξυπνες» μηχανές) υπεραντιστάθμιζε την απώλεια ενός μέρους της αγοραστικής δύναμης η οποία θα χανόταν με την εξόντωση (οικονομική, άρα φυσική) ενός ολόκληρου τμήματος της κοινωνίας – που τότε χαρακτηριστικά υπολόγιζαν στο «ένα τρίτο». Έτσι γεννήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός. Όμως η «κοινωνία των δύο τρίτων» αποδείχθηκε ότι μειωνόταν εκθετικά (τα δύο τρίτα των δύο τρίτων, ύστερα τα δύο τρίτα των νέων δύο τρίτων, κοκ.) καθώς παρήγε αυξανόμενο αποκλεισμό και περιθωριοποίηση, με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 να έχουμε την πρώτη μεγάλη ύφεση που έμοιαζε δομικά μ' εκείνη του 1929 (μολονότι κανείς τότε δεν το έλεγε): κρίση υπερπαραγωγής λόγω της πτώσεως των δυνατοτήτων απορρόφησης από την αγορά. Το 1930 έλυσαν το πρόβλημα μέσ' από το κεϋνσιανό εύρημα των «κοινωνικών παροχών» – τις αναδιανεμητικές στρατηγικές του λεγόμενου κράτους προνοίας. Το 1990 η νεοφιλελεύθερη σοφία επινόησε αντ' αυτού τη στρατηγική του ιδιωτικού δανεισμού: έτσι μπήκαμε στην τελευταία σπείρα του σημερινού λαβυρίνθου. 


Η ακαταλληλότητα του κεϋνσιανού μοντέλου 


Είναι λοιπόν η λύση των σημερινών προβλημάτων μια επιστροφή στον Κέυνς; Κρίνοντας από τη ρητορική των ημερών, μία νέα συναίνεση τείνει να δημιουργηθεί εσχάτως μεταξύ δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας, που κοιτάζει ντροπαλά προς τον κεϋνσιανισμό όπως μέχρι χθές κοιτούσε προς τον νεοφιλευθερισμό. Το κεϋνσιανό μοντέλο όμως, για όποιον επίσης δεν θέλει να αυταπατάται, έχει συμβάλει κατά πολύ στη γένεση του προβλήματος και ως εκ των ιδίων του αποτελεσμάτων δεν είναι εφαρμόσιμο σήμερα. Οι αντισταθμιστικές παροχές που θεσμοθέτησε, προκειμένου να τονώσει την αγοραστική δύναμη, βασίστηκαν σε μία δυναμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία η οποία, εκτός των άλλων, οδήγησε στην εμπορευματοποίηση του συνόλου των κοινωνικών λειτουργιών: η εκπαίδευση, η οικιακή περίθαλψη, η μικρή κατά τόπους αυτοπαραγωγή, ο ελεύθερος χρόνος των ανθρώπων έγιναν αντικείμενα επιτελικού σχεδιασμού και αιχμαλωτίστηκαν σ' ένα άτεγκτο σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής που ελέγχεται σε τελευταία ανάλυση από την αγορά (οσοδήποτε «ελεύθερη» ή σχεδιοποιημένη). Η «δωρεάν» παροχή τους ήταν το δόλωμα για να ενταχθούν στο σύστημα, του οποίου ο επόμενος διαχειριστής ––ο νεοφιλελευθερισμός–– αλλάζοντας στρατηγική θα μπορούσε πλέον να τα πουλήσει. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας, και η πιο τρομερή, ήταν η εντατική σε ανήκουστο βάθος εκμετάλλευση της φυσικών πόρων. Ξεχνάμε μήπως ότι το σύνθημα της «ανάπτυξης», ως απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης, διατυπώθηκε επισήμως από τα χείλη του προέδρου Τρούμαν μεσουρανούντος του κεϋνσιανισμού; Στην πραγματικότητα, το κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού έθεσε κάποια κανονιστικά όρια στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (χάριν της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς, όχι λόγω κανενός ανθρωπιστικού μελήματος) υπό τον όρον ότι αντιστάθμιζε τις δυνατότητες κερδοφορίας του κεφαλαίου από την υπερεντατική εκμετάλλευση της φύσης. Στο τέλος της βασιλείας του κεϋνσιανισμού βρεθήκαμε με νέες, πανίσχυρες τεχνολογίες στα χέρια και απέναντι σε μία πρωτοφανή οικολογική καταστροφή που αυξάνει εκθετικά έκτοτε.
Αυτή η αδυναμία περαιτέρω εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος είναι που κάνει αδύνατη την επαναφορά του κεϋνσιανισμού σήμερα. Από μία άποψη, η κατάσταση είναι πολύ πιο ζοφερή απ' ότι ήταν το '29: τότε η αγορά βραχυκύκλωσε από μια κρίση ζήτησης, σήμερα βραχυκυκλώνει από μια διπλή κρίση, ζήτησης και περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι δεν υφίστανται ούτε τεχνικές ούτε οικονομικές λύσεις ενόσω η τεχνική και η οικονομία παραμένουν αποφασιστικά προσανατολισμένες στην παραγωγή κεφαλαιοκρατικού κέρδους: η εμμονή στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και στην οικονομική «ανάπτυξη» είναι ο σίγουρος δρόμος προς την άβυσσο. Θα είμαστε ίσως πολύ αισιόδοξοι αν αξιώναμε οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ να το συνειδητοποιήσουν και να παραιτηθούν αυτοβούλως από τα τερατώδη προνόμιά τους· οι ανθρώπινες κοινωνίες όμως πόσο μπορούν να το ανεχθούν αυτό; 


Αποανάπτυξη, και η ηθικοπολιτική διάσταση


Το στοίχημα της επιβίωσης του πλανήτη είναι όντως το στοίχημα της αποανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό πρέπει να προσανατολιστούμε σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, και να δούμε κατάματα την αντίστροφη αναλογία που συνδέει τις δύο έννοιες: οικονομική ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική/περιβαλλοντική αποπτώχευση, ο κοινωνικός/περιβαλλοντικός πλούτος απαιτεί τη συρρίκνωση της οικονομίας. Δεν πρόκειται καν για μια «ηθική οικονομία» (τύπου Αμάρτια Σεν), διότι η αυτονόμηση της οικονομίας ακυρώνει αυτομάτως οιαδήποτε ηθική και πολιτική σημασία (πρακτικώς αλληλένδετες). Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι η μεγάλη σκέψη του παρελθόντος, από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ και τον Χέγκελ, δεν αναγνώριζε κανέναν ανεξάρτητο οικονομικό τομέα, του οποίου τις δραστηριότητες υπήγε κανονικά στην ηθικοπρακτική σφαίρα· μία στιγμή αργότερα, μετά τη θριαμβική ανάδυση της «οικονομίας» μέσ' από τις δραστηριότητες της κεφαλαιοκρατικής τάξης η οποία μετέτρεψε την αποικιακή εκμετάλλευση σε βιομηχανική επανάσταση, ο σημαντικότερος κληρονόμος αυτών των στοχαστών, ο Μαρξ, πάσχισε να καταδείξει το ιδεολογικό ψεύδος που κρύβεται μέσα στις έννοιες της νέας οικονομικής επιστήμης.
Μπορούμε ακόμα και να βρούμε το σπέρμα της κριτικής του Μαρξ μέσα στις «οικονομικές» παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος διέβλεψε νωρίς τους κινδύνους που κρύβονται στην αυτονόμηση της παραγωγής-προς-ανταλλαγή (δηλαδή, σαν να λέμε, της ανταλλακτικής αξίας) από την αυτοπαραγωγή (την αξία χρήσης, αντίστοιχα).Η έννοια της πράξεως στον Αριστοτέλη διαφύλασσε τη συνοχή του πεδίου που λέμε ηθικοπρακτικό, και αυτό περιελάμβανε τρεις αδιαχώριστες λειτουργίες: την παραγωγή των αναγκαίων για την επιβίωση του οίκου (οικονομία), την ελεύθερη διαβούλευση των εκπροσώπων των οίκων που απαρτίζουν την πόλιν (πολιτική) και τη διαρκή ερωτηματοθεσία περί του ήθους, δηλαδή του έλλογου πράττειν μέσα στις έτσι συγκροτούμενες ανθρώπινες συλλογικότητες (ηθική). Την κορυφαία επανεπεξεργασία της ηθικοπρακτικής σφαίρας στη νεώτερη εποχή χρωστάμε αναμφίβολα στον Ιμμάνουελ Καντ ––Κριτική του Πρακτικού Λόγου–– που ακόμα γίνεται αδιερώτητα δεκτή ως πηγή κάθε άξιας του ονόματός της ηθικής νομοθεσίας. Δεν σκεφτόμαστε όμως να αναζητήσουμε τις αρχές των οικονομικών μας συμπεριφορών εκεί. Γιατί; Διότι βεβαίως έχει γίνει υπόρρητα δεκτή η αυτονομία του οικονομικού πεδίου και των αρχών του. Εκείνο που συνήθως παραβλέπεται, όμως, είναι ότι η ηθική νομοθεσία του Καντ και η αρχή της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δεν είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα: αντιβαίνουν ευθέως το ένα στο άλλο, και αν δεχθούμε το ένα από τα δύο οφείλουμε να απορρίψουμε πλήρως το άλλο. Θυμίζω μόνον ότι το θεμέλιο της ηθικής στον Καντ απορρέει από την αυτονομοθετική ικανότητα του Λόγου, η οποία αποκρυσταλλώνεται σε μιαν a priori κατηγορική προσταγή. Ο Καντ μας δίνει τρεις εναλλακτικές (και συμπληρωματικές) διατυπώσεις της: 1) Πράττε έτσι ώστε η υποκειμενική αρχή της βουλήσεώς σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει ταυτοχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας. 2) Πράττε έτσι ώστε ο υποκειμενικός νόμος της πράξης σου να ισχύει ως καθολικός νόμος της ηθικής φύσης. 3) Πράττε έτσι ώστε, στο πρόσωπό σου όσο και στους άλλους, να μεταχειρίζεσαι την ανθρώπινη φύση ως αυτοσκοπό, ποτέ ως μέσον (υπογράμμιση δική μου).
Δεν θα συζητήσω εδώ βέβαια τα ευρύτερα προβλήματα της καντιανής ηθικής νομοθεσίας. Περιορίζομαι αποκλειστικά στην τρίτη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής, η οποία μου φαίνεται μάλιστα ως γενετική ρίζα των προηγούμενων δύο. Σύμφωνα με το κριτήριο που προσάγει ο Καντ, ηθική δεν μπορεί να λογίζεται καμία πράξη εφόσον καθιστά ένα ανθρώπινο πρόσωπο μέσον προς οιονδήποτε ιδιοτελή σκοπό: η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου όντος, η χρήση του ως εάν ήταν πράγμα, είναι από ηθική σκοπιά εντελώς απαγορευμένη – επειδή υποβιβάζει την ανθρώπινη υπόσταση γενικά, στο πρόσωπο εκείνου που υφίσταται τον υποβιβασμό αλλά όχι λιγότερο και στο πρόσωπο αυτού ο οποίος τον διενεργεί, στερώντας της εκείνη την αυτονομοθετική ελευθερία χωρίς την οποία η ίδια η ηθική σφαίρα δεν μπορεί να συσταθεί (δηλαδή, δεν έχει κανένα νόημα). Με άλλα λόγια, η πραγμοποίηση (Verdinglichung στον Μαρξ) είναι μια διαδικασία που επεκτείνεται μολυσματικά σε ολόκληρο το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, εγκλωβίζοντας στην απανθρωποποιητική λογική της τόσο τους δρώντες όσο και τους κατ' αρχάς υφιστάμενους τη δράση τους. Και θέλω αμέσως να εξαγάγω τις επιπτώσεις αυτής της διατύπωσης στα πεδία της πολιτικής και της παραγωγικής δραστηριότητας. Στο πολιτικό πεδίο, θα λέγαμε, ο πολίτης απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως υπήκοος, δηλαδή αντικείμενο μιας εξωτερικής νομοθεσίας, αλλά ως πηγή νομοθεσίας ο ίδιος μέσ' από καθολική συμμετοχική διαβούλευση· στο πεδίο της παραγωγής, ο παραγωγός απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως πράγμα, δηλαδή μετρήσιμη εργασιακή δύναμη η οποία αγοράζεται και μεταπωλείται, αλλά ως δημιουργός αξίας ο ίδιος υποκείμενης στους δικούς του αυτόνομα επιλεγμένους σκοπούς.
Έτσι διαβασμένη, η καντιανή ηθική νομοθεσία μπορεί να προσαχθεί ως αμετάκλητη απονομιμοποίηση τόσο των σύγχρονων μορφών κράτους όσο και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εν γένει. Τίποτα λιγότερο δεν αρκεί, πιστεύω, για τη διάσωση της ανθρωπότητας σήμερα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε ακόμα