Στις 5/5, κατά την προγραμματισμένη πανελλαδική απεργία, πραγματοποιούνται πορείες σε όλη τη χώρα από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που θέλησαν να εκφράσουν την οργή τους για την επιβολή των νέων εξοντωτικών οικονομικών μέτρων από την κυβέρνηση, υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ. Στο δρόμο βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες απεργοί, άνεργοι, συνταξιούχοι και γενικότερα άνθρωποι που η οργή τους για την εκμετάλλευση και την καταπίεση που έχουν υποστεί σε όλη τους τη ζωή είναι πλέον έτοιμη να εκραγεί. Αιχμή του δόρατος των διαδηλωτών ήταν το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από τη βουλή, ένα πλήθος οργισμένο και ετερόκλητο, αποτελούμενο από ανθρώπους που έδειχναν αποφασισμένοι να κάνουν την προσωπική τους υπέρβαση να καταλάβουν το μεγαλύτερο άντρο ληστών της χώρας. Για ώρες, άνθρωποι με διαφορετικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά συγκρούονται έξω από την βουλή με οργή και πείσμα. Το αναρχικό σύνθημα «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή» υιοθετείται από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους, δηλώνοντας ξεκάθαρα τη χρεοκοπία του καθεστώτος και την αποτυχία του να επιβάλλει την κοινωνική συναίνεση.
Η ανοιχτή συνέλευση αναρχικών για ενιαίο πολυμορφικό κίνημα είχε αποφασίσει να συμμετέχει στις πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις και την Πρωτομαγιά, θέλοντας να δηλώσει την πολιτική παρουσία αναρχικών σε σημαντικά κοινωνικά γεγονότα και τη συμμετοχή μας στον κοινωνικό και ταξικό αγώνα. Σύντροφοι/ισσες από τη συνέλευση αποφάσισαν να συμμετέχουν και στην τελευταία απεργιακή πορεία της 5ης Μαΐου, με διακριτό αναρχικό πανό, έχοντας πάντα το ίδιο σκεπτικό κατά νου.
Αυτή η μεγάλη κινητοποίηση και η προσπάθεια κατάληψης της βουλής σημαδεύτηκε από τον τραγικό θάνατο τριών εργαζόμενων στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου. Ενώ η πορεία και οι συγκρούσεις βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη μπήκε σε λειτουργία ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του κράτους, προσπαθώντας από τη μια να αποσιωπήσουν το γεγονός της μεγάλης κινητοποίησης και από την άλλη, ξεκινώντας ένα κυνήγι μαγισσών και σκυλεύοντας τους 3 νεκρούς, να κατασυκοφαντήσουν με το χυδαιότερο τρόπο το αναρχικό κίνημα και να καταστείλουν την οργή των χιλιάδων διαδηλωτών. Αποσιωπώντας για χρόνια τις δολοφονίες εργαζόμενων από τους εργοδότες, τις αυτοκτονίες ανθρώπων για χρέη, επέλεξαν να αναστείλουν την απεργία τους, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των αφεντικών, που ένιωθαν ήδη το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους.
Μετά το τέλος της πορείας κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες επέστρεψαν το πανό της πορείας στο κατειλημμένο κτίριο της οδού Ζαΐμη. Η αστυνομία εκμεταλλευόμενη το τραγικό γεγονός ξεκίνησε ένα όργιο καταστολής στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, εισβάλλοντας σε καφενεία, στο στέκι μεταναστών στην Τσαμαδού, ακόμη και σε σπίτια ξυλοκοπώντας και συλλαμβάνοντας ανθρώπους στο σωρό. Απρόκλητα και χωρίς εντολή εισαγγελέα ή ιδιοκτήτη επιτίθεται στο χώρο πολύμορφης δράσης αναρχικών, στο κατειλημμένο κτίριο της οδού Ζαΐμη. Η συμμορία της ομάδας δέλτα κάνει συνεχή χρήση χημικών και χειροβομβίδων κρότου λάμψης σε κλειστούς χώρους με αποτέλεσμα την πρόκληση φωτιάς σε καναπέ, ενώ στο αρχείο αφισών και έντυπου υλικού η φωτιά δείχνει να έχει προκληθεί με αναπτήρα. Κατά την εισβολή τους καταστρέφουν με μανία όλο τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του κτιρίου. Ούτε οι νιπτήρες και οι λεκάνες της τουαλέτας δεν κατάφεραν να γλιτώσουν από τη λύσσα τους. Οι σύντροφοι που βρίσκονταν στο χώρο αντιστέκονται σθεναρά και οι ένστολοι δολοφόνοι δε διστάζουν να πυροβολήσουν 2 φορές απέναντι σε άοπλους, να προτάσσουν συνεχώς τα όπλα τους και να απειλούν ότι θα τους σκοτώσουν όλους. Οι σύντροφοι/ισσες οπισθοχωρούν καταλήγοντας σε ετοιμόρροπο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου στην πρόσοψη του κτιρίου. Το γεγονός ήταν πλέον αντιληπτό από τους γείτονες και από το πλήθος του κόσμου που είχε συγκεντρωθεί στους παρακείμενους δρόμους. Οι μπάτσοι, φοβούμενοι για νεκρούς, υποχωρούν και προσπαθούν να διαπραγματευτούν την παράδοση των συντρόφων/ισσων. Στο κτίριο σπεύδουν και δύο βουλευτές του σύριζα, οι οποίοι αποχωρούν άμεσα, μετά την άρνηση οποιασδήποτε θεσμικής-κομματικής διαμεσολάβησης από τους συντρόφους/ισσες. Ενώ ο εισαγγελέας δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στην Ζαϊμη και ενώ οι εκπαιδευμένοι δολοφόνοι απειλούσαν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο κτίριο, τα ΜΜΕ προσπαθούσαν και πάλι να χειραγωγήσουν, μιλώντας για επιχειρήσεις τύπου Ρεσάλτο στις καταλήψεις στην Αθήνα. Μετά την πολύωρη παραμονή τους στο μπαλκόνι, οι σύντροφοι οδηγούνται στη γαδα, αρχικά για προσαγωγή, η οποία όμως μετατρέπεται σε σύλληψη με πλημμεληματικές κατηγορίες. Στην έρευνα που έγινε στο κτίριο παρουσία δύο συντρόφων, δεν βρέθηκε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, ενώ τις επόμενες μέρες οι μπάτσοι επανέλαβαν τις έρευνες, οι οποίες ήταν φυσικά αρνητικές και τελικά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σφράγισαν το κτίριο.
Το κατειλημμένο κτίριο αποτελεί λειτουργικό χώρο της ανοιχτής συνέλευσης αναρχικών για ενιαίο πολυμορφικό κίνημα. Θεωρούμε ότι τέτοιοι χώροι οφείλουν την ύπαρξή τους στη στήριξή τους από το αναρχικό κίνημα και από την κοινωνία και όχι στην περιφρούρησής τους από 10-15 συντρόφους/ισσες. Με αυτούς τους όρους είμαστε διατεθειμένοι να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε αυτούς τους χωρους.
Οι τελευταίες μέρες υπήρξαν πολύ δύσκολες για όλους τους συντρόφους/ισσες. Η δολοφονία της Παρασκευής Ζούλια, της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου και του Επαμεινώντα Τσακάλη, εργαζόμενων στη Μαρφίν, μας συγκλόνισε όλους. 3 άνθρωποι νεκροί. 3 δικοί μας άνθρωποι νεκροί, κομμάτι των καταπιεσμένων αυτής της κοινωνίας. Όλοι αναζητήσαμε τους λόγους που μια τέτοια πορεία είχε αυτή την τραγική κατάληξη.
Ευθύνη για αυτή τη δολοφονία έχουν προφανώς το κράτος και ο καπιταλισμός. Η καθημερινή και διαρκώς εντεινόμενη βία και καταπίεση που υφίσταται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας οδηγεί με βεβαιότητα σε εγκλήματα κρατικά ή εγκλήματα μέσα στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας. Η καλλιέργεια του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων, η περιχαράκωση και ο πόλεμος όλων εναντίων όλων, ο ενστερνισμός του homo homini lupus (ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος), καθιστούν ατομική υπόθεση την ελευθερία και την ευημερία μας. Ένα μεγάλο μέρος των εγκλημάτων πηγάζει από αυτή ακριβώς τη λογική. Για εμάς η ελευθερία είναι υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας. Σε μια κοινωνία ανισότητας και ανελευθερίας, σε μια κοινωνία σκλάβων κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Αυτός είναι και ο λόγος που θέλουμε να καταστρέψουμε το κράτος και τον καπιταλισμό.
Ευθύνη για αυτή τη δολοφονία έχει προφανώς ο Βγενόπουλος. Επέλεξε να χρησιμοποιήσει τους εργαζόμενους ως ανθρώπινη ασπίδα απέναντι σε ενδεχόμενες επιθέσεις. Τακτική που παραπέμπει άμεσα σε ναζιστικές πρακτικές. Το ίδιο έπραξαν και άλλες τράπεζες και καταστήματα. Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τους φόβους των εργαζόμενων, ήδη από την προηγούμενη μέρα, για ένα πιθανό εμπρησμό της τράπεζας. Είχαν σχεδιάσει τρόπους διαφυγής. Οι φόβοι εκφράστηκαν και στα αφεντικά της τράπεζας που απάντησαν ότι “όποιος δεν έρθει για δουλειά αύριο να μην ξανάρθει”. Ο εκβιασμός αυτός, σε μια περίοδο που όλοι φοβούνται την ανεργία, ήταν αυτό που ανάγκασε τους εργαζόμενους να μείνουν κλεισμένοι στο κάτεργο του Βγενόπουλου.
Όσοι είχαν το θράσος και τον κυνισμό να μιλήσουν για ευθύνη των ίδιων των εργαζόμενων θα πρέπει να σκεφτούν για ποιους λόγους όταν μιλάμε για εργατικά «ατυχήματα» (εργοδοτικές δολοφονίες) δεν ρίχνουμε το φταίξιμο στους εργαζόμενους. Όταν αναγνωρίζουμε τη συνθήκη της “μισθωτής σκλαβιάς”, δεν μπορούμε να ρίχνουμε στο σκλάβο την ευθύνη για το θάνατό του. Αν ήταν εργατικό «ατύχημα», ως αναρχικοί θα είμασταν από τους πρώτους που θα βρισκόταν έξω από την τράπεζα και στο δρόμο για την κατάδειξη της δολοφονίας και του ρόλου των αφεντικών (όπως το έχουμε πράξει άπειρες μέχρι τώρα φορές) και δε θα διανοούμασταν να μιλήσουμε για ευθύνη του εργαζόμενου. Όπως δε διανοούμαστε, προτάσσοντας την αυτοοργάνωση και την αυτοδιεύθυνση, να φανταστούμε τον εαυτό μας σε ρόλο αυτόκλητης «απεργιακής επιτροπής».
Ευθύνη για αυτή τη δολοφονία έχουν προφανώς αυτοί που έβαλαν τη φωτιά. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το ποιοι ήταν και τι προθέσεις είχαν. Αυτές τις μέρες ακούσαμε διάφορα σενάρια για ασφαλίτες, ακροδεξιούς, διαδηλωτές κλπ δράστες της δολοφονίας. Δεν μας αφορούν, μια και δε χρησιμοποιήσαμε ποτέ στις αναλύσεις μας σενάρια και συνωμοσιολογικές ερμηνείες γεγονότων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ιστορικά δεν έχουν υπάρξει και αυτού του τύπου δράσεις από τη μεριά του κράτους και των αφεντικών). Η αδιάκριτη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής που χαρακτήριζε αυτή την επίθεση δεν έχει και δε θα μπορούσε να έχει σχέση με αναρχικούς. Ως αναρχικοί και ως κομμάτι αυτής της κοινωνίας, σταθήκαμε πάντα αλληλέγγυοι στους αγώνες των εργαζόμενων. Η συχνή διαφωνία μας με κυρίαρχες απόψεις της κοινωνίας δεν μας οδήγησε ποτέ στην εχθρική αντιμετώπισή της. Εχθρός για μας ήταν και παραμένει το Κράτος και το Κεφάλαιο, όχι οι καταπιεσμένοι.
Κατά τη διάρκεια της πορείας έγιναν δεκάδες επιθέσεις σε όλη την περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Σε κάποια σημεία του δρόμου, σύντροφοι από το αναρχικό μπλοκ προπηλακίστηκαν, απειλήθηκαν με σφυριά και τσεκούρια όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν εμπρησμούς καταστημάτων στα οποία υπήρχαν άνθρωποι και με δυσκολία κατάφεραν εν τέλει να περιορίσουν τις φωτιές και να τους απομακρύνουν μέσα από φλεγόμενα μαγαζιά. Εδώ βρίσκεται ένα ζήτημα για το οποίο έχουμε ευθύνη. Η περιφρούρηση του μπλοκ μας είναι συχνά ελλιπής με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προστατέψει τους συντρόφους/ισσες μας, αλλά και να μην μπορεί να αποτρέψει πράξεις με τις οποίες διαφωνούμε. Όταν πορεύεται κανείς στο δρόμο, καταλαμβάνει χώρο με τον ίδιο τρόπο που καταλαμβάνει ένα κτίριο. Όπως ακριβώς σε ένα κατειλημμένο κτίριο δίνουμε τα δικά μας χαρακτηριστικά και τα προστατεύουμε από οτιδήποτε εχθρικό προς αυτά, με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να προστατεύουμε και το κατειλημμένο από εμάς κομμάτι του δρόμου.
Θα πρέπει όμως να αναφερθούμε και στις ίσως όχι τόσο προφανείς δικές μας ευθύνες. Ένα άλλο ζήτημα που νιώθουμε ότι μας αφορά και για το οποίο έχουμε ευθύνη είναι το ότι συμβάλλαμε κι εμείς με την ανοχή και την ασάφεια του λόγου μας στο να δημιουργηθεί το έδαφος πάνω στο οποίο στήθηκε η δολοφονία στη Marfin. Δώσαμε την εντύπωση σε οποιονδήποτε ότι θα ανεχτούμε ή και θα επικροτήσουμε κάθε καφρίλα στο δρόμο στο όνομα της κοινωνικής οργής και της αντιπαράθεσης με το κράτος και τον καπιταλισμό. Σε συνθήκες κοινωνικής έντασης ήταν θέμα χρόνου η εμφάνιση αντικοινωνικών συμπεριφορών, είτε αυτές προέρχονται από “άγριους νεολαίους”, είτε από ασφαλίτες.
Η πρόκριση ενός γενικόλογου και αόριστου “αυθορμητισμού”, ο οποίος δεν πρέπει επ' ουδενί να “κατασταλλεί”, εις βάρος του συνειδητού, συνεισέφερε κι αυτή με τον τρόπο της σ' αυτή την κατάσταση. Ευθύνη φέρουμε όλοι ή σχεδόν όλοι διότι είτε στηρίξαμε ιδεολογήματα τύπου “άγριας νεολαίας”, την καλλιτεχνική θέαση της βίας (σε αφίσες και κείμενα), υπερβίαιους βερμπαλισμούς, επικροτήσαμε αντικοινωνικές ενέργειες, το ψευδοεπαναστατικό lifestyle, συνθήματα τύπου “κουφάλες μικροαστοί ….”, κλπ, είτε ανεχτήκαμε την κατάλυση αποφάσεων συνελεύσεων στο δρόμο για να μην “καταστείλουμε τον αυθορμητισμό των συντρόφων”. Σύντροφοι που κατά καιρούς προσπάθησαν να υπερασπιστούν αυτές τις αποφάσεις κατηγορήθηκαν ως «σταλινικοί», «αναρχοκνατ», «μπάτσοι». Η λογική αυτή οδηγεί αρκετούς και αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε καφρίλα θα γίνει ανεκτή στο όνομα του “αυθόρμητου”. Μπορεί όμως το «αυθόρμητο» να δικαιολογήσει πεσίματα σε περίπτερα, ασθενοφόρα ή μαγαζιά γεμάτα κόσμο; Ή μήπως μπορεί να τα δικαιολογήσει ο απολίτικος «μηδενισμός»?
Αυτού του τύπου οι λογικές βρήκαν για μεγάλο διάστημα χώρο δίπλα μας, πάτησαν στην ανοχή μας και κατέστησαν συγκεχυμένα τα αναρχικά μας προτάγματα. Αρκετοί καινούριοι σύντροφοι που βρέθηκαν δίπλα μας, ήρθαν αντιμέτωποι με την απουσία δομών, την έλλειψη ξεκάθαρου και κατανοητού προταγματικού λόγου και με μια ψευδή, θεαματικά κατασκευασμένη εικόνα για την αναρχία που προέβαλε μόνο κάποιες από τις πρακτικές μας, χωρίς αναφορά στα προτάγματά μας, χωρίς να επεξηγεί το σκοπό και το συμβολισμό τους. Αυτή η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, σε συνδυασμό με τη δική μας αδυναμία ευρύτερης διάδοσης των αναρχικών θέσεων άνοιξε το δρόμο σε life style πρακτικές αποκομμένες από τα βασικά προτάγματα και τους στόχους μας, την κοινωνική επανάσταση και τη δημιουργία μιας κοινωνίας που θα βασίζεται στην ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη.
Είναι γεγονός ο πολλαπλασιασμός των συντρόφων/ισσων τόσο στο δρόμο όσο και σε εκδηλώσεις συλλογικοτήτων και ομάδων. Δεν υπήρξε όμως αντίστοιχη αύξηση της συμμετοχής στις συλλογικές διαδικασίες και αποφάσεις οι οποίες αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την αναρχία. Κάτι το οποίο τείνουμε να το παραβλέπουμε. Θεωρούμε ότι ο αγώνας για την αναρχία ενδυναμώνεται με τη συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες, με την οργάνωση και τη δημιουργία δομών και υποδομών. Αν οι σύντροφοι/ισσες δεν καλύπτονται πολιτικά από τις υπάρχουσες ομάδες, συλλογικότητες, συνελεύσεις, είναι η δημιουργία των δομών που εκείνοι προκρίνουν και η κατάθεση των δικών τους προτάσεων αυτό που θα συμβάλλει στην εξέλιξη των κινηματικών διαδικασιών. Η συμμετοχή στις συλλογικές διαδικασίες δεν έχει να κάνει μόνο με τις παρούσες συνθήκες αλλά πρόκειται για αξιακό ζήτημα των αναρχικών.
Η αναρχία δεν μπορεί να είναι υπόθεση λίγων κι εκλεκτών. Όσοι θέλουμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για κοινωνική επανάσταση θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι δικές μας επαναστάσεις αφορούν συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα και όχι τον εαυτό μας ή ένα λίγο πιο διευρυμένο παρεϊστικο κύκλο. Κάθε διαφορετική ερμηνεία κρύβει πίσω της ελιτίστικες και εξουσιαστικές λογικές, μεγάλες νύχτες εφόδου σε χειμερινά ανάκτορα, την επιβολή μιας δράκας πρωτοπόρων σε ολόκληρη την κοινωνία. Θα πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι μια επανάσταση επαναπροσδιορίζει τον αξιακό κώδικα μιας κοινωνίας. Αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνική επανάσταση, τον αξιακό αυτό κώδικα θα πρέπει να τον προβάλλουμε καθημερινά με το λόγο και τη δράση μας. Η ισότητα, η αλληλεγγύη, η αξιοπρέπεια, η αντίσταση δεν αποτελούν ένα “πακέτο” που θα προκύψει από την επανάσταση αλλά συνεχές διακύβευμα. Ο σκοπός μας είναι αδιαχώριστος από τα μέσα πάλης και αγώνα.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι δεν υπάρχει για εμάς η επιλογή της “καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται”. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε την ύπαρξη της πρωτογενούς βίας που ασκεί το κράτος και το κεφάλαιο στους καταπιεσμένους, αναγνωρίζουμε και στους καταπιεσμένους της κοινωνίας, συνεπώς και σε εμάς, την πλήρως δικαιολογημένη αντιπαράθεση της δικής μας αντιβίας. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφής η διάκριση μεταξύ της δικής μας αντιβίας, η οποία οφείλει πάντα να συμβαδίζει με το σκοπό μας, με την ανεξέλεγκτη και αντικοινωνική βία που εκπορεύεται από ατομικίστικες, ελιτίστικες λογικές πρωτοπορίας και επιβολής. Λογικές δηλαδή που πηγάζουν από το υπάρχον κοινωνικοπολιτικό σύστημα και συμβαδίζουν με αυτό, λογικές εχθρικές προς την κοινωνία συνεπώς και προς τους αναρχικούς. Η αντιβία των αναρχικών στοχεύει στην κοινωνική απελευθέρωση. Τα όποια παροδικά βίαια ξεσπάσματα οργής, όσο επιθυμητά κι αν είναι, αν δεν στρέφονται ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό, αναπαράγουν ένα φαύλο κύκλο ανούσιας βίας που καμία σχέση δεν έχει με την αναρχία και τα προτάγματά της.
Η σύγχρονη ατομικίστικη «εκδοχή της αναρχίας» (νεοφιλελεύθερη στην ουσία της και συνεπώς ανταγωνιστική ως προς εμάς) ανακλάται και σε απόψεις που θέλουν την ευθύνη μιας πορείας να είναι υπόθεση επίσης ατομική. Η αναρχία αναφέρεται στην κοινωνική απελευθέρωση, στην σύναψη ελεύθερων συμφωνιών μεταξύ των ανθρώπων και στον από κοινού καθορισμό της ζωής μας. Έτσι η συλλογική απόφαση για μια οποιαδήποτε δράση παράγει ατομική και συλλογική ευθύνη για όσους τη συναποφάσισαν. Μια πορεία περιφρουρείται από όλους όσους συμμετέχουν σ' αυτή. Η συμμετοχή σ' αυτή σημαίνει συνειδητή, υπεύθυνη, συνεπή στάση ως προς τη στόχευσή της και τις αποφάσεις της συνέλευσης καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ των συντρόφων/ισσων.
Η αυτοκριτική έχει νόημα μόνο όταν υπάρχει η διάθεση για αλλαγή. Ένα κάλεσμα για πορεία οφείλει να διασφαλίζει, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, την περιφρούρηση των αποφάσεων μιας συνέλευσης, του μπλοκ και την αποφυγή κινδύνων για όσους συμμετέχουν σ΄ αυτό, μέσω της συμμετοχής και της δέσμευσης ικανού αριθμού συντρόφων/ισσων. Σε αντίθετη περίπτωση ακυρώνονται οι ίδιες οι συνελεύσεις. Ποιος ο λόγος να αποφασίσουμε συλλογικά το πως θέλουμε να κινηθούμε σε μια πορεία (συγκρουσιακά ή μη) αν στην πράξη μπορεί ο οποιοσδήποτε να αναιρέσει ετσιθελικά αυτή την απόφαση;
Η αυτοκριτική όλων μας οφείλει να γίνει σε βάθος, με πραγματική διάθεση αλλαγής και όχι επιφανειακά προκειμένου να ξεπεραστεί όπως όπως η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Για εμάς είναι επιβεβλημένη η έναρξη ενός κύκλου συζητήσεων μεταξύ των συντρόφων/ισσων που έχουν τη διάθεση και τη βούληση να κάνουμε ουσιαστικά την αυτοκριτική μας, να εξετάσουμε το σε ποιο σημείο στεκόμαστε σήμερα, που στοχεύουμε και πώς μπορούμε να το επιτύχουμε. Η αυτοκριτική αυτή δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναλωθεί στο ποιος έχει κάνει τι και πότε. Δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στην αδράνεια, την υποχώρηση, την περιχαράκωση. Οφείλει να καθορίσει την από εδώ και μπρος στάση μας και την παραγωγή ξεκάθαρου προταγματικού λόγου και δράσης.
Σύντροφοι/ισσες από και σύντροφοι/ισσες που αποχώρησαν από
την Ανοιχτή Συνέλευση Αναρχικών για Ενιαίο Πολυμορφικό Κίνημα