Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΥΣΗ
ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ
Γεβγκένι Ζαμιάτιν, Εμείς, μετ. Ειρήνη Κουσκουμβελάκη, επίμετρο: Δημήτρης Κωνσταντίνου (Εκδόσεις Εξάρχεια:
Αθήνα 2010)
Κάπου σαράντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του στα
ελληνικά (από τις εκδόσεις Πλέθρον), επανεκδίδεται, σε καινούργια καλή μετάφραση,
το προφητικό έργο τού Γιεβγκένι Ζαμιάτιν Εμείς,
η πρώτη ––και σπουδαιότερη–– από τις μεγάλες λογοτεχνικές δυστοπίες του
εικοστού αιώνα (ο Όργουελ, λένε, άρχισε να γράφει το 1984 συγκλονισμένος από την ανάγνωσή του...). Εκδίδεται μάλιστα στο
πλαίσιο μιας αξιοστήρικτης νέας εκδοτικής προσπάθειας, των Εκδόσεων Εξάρχεια,
συνδεόμενων με τον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Nosotros, σε μία σειρά που περιλαμβάνει το Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας του Howard Zinn, τη συλλογή κειμένων από το
παγκόσμιο δίκτυο znet-zmagazine Το πνεύμα της αντίστασης ζει, και το Η αρπαγή της σοδειάς της ριζοσπαστικής περιβαλλοντολόγου Vandana Shiva (έργο τεράστιας σπουδαιότητας για τον παγκόσμιο αγώνα κατά του
νεοφιλελευθερισμού και του κινήματος για την τροφική αυτάρκεια εναντίον των
πολυεθνικών τροφίμων, στο οποίο ενδέχεται να επιστρέψουμε σ’ αυτές εδώ τις
σελίδες).
O Γεβγκένι Ιβάνοβιτς Ζαμιάτιν (1884-1937), μηχανικός αεροσκαφών και
λογοτέχνης, υπήρξε στρατευμένο μέλος των Μπολσεβίκων τα προεπαναστατικά χρόνια,
για να καταλήξει ένας από τους διωχθέντες συγγραφείς της ζντανωφικής περιόδου,
μετά την οριστική επικράτηση του Στάλιν στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ
(1927). Με τη μεσολάβηση του Μαξίμ Γκόργκι κατόρθωσε να διαφύγει στο Παρίσι το
1931, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του (συνεργάστηκε επίσης με τον
σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ). Το Εμείς δημοσιεύθηκε
ακριβώς την κρίσιμη χρονιά του 1927, σε ρωσικό περιοδικό του εξωτερικού, κι
επρόκειτο να γίνει, όπως είπα, η
αρχετυπική λογοτεχνική δυστοπία της εποχής – μία από τις πειστικότερες,
υπό την αμφίεση της «επιστημονικής φαντασίας», καταγγελίες του ολοκληρωτισμού. Το
ενδιαφέρον που έχει μια νέα ανάγνωσή του σήμερα, ύστερ’ από την ολοκλήρωση της
καπιταλιστικής βαρβαρότητας της οποίας έγινε μάρτυρας στην εκπνοή του ο
εικοστός αιώνας, είναι να ανιχνεύσουμε ποια ακριβώς ταυτότητα του
ολοκληρωτισμού αναδύεται από τις σελίδες του.
Θα
παρακάμψω στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης τα υφολογικά ζητήματα που οφείλουν να
απασχολούν την εξέταση κάθε λογοτεχνικού έργου, για να επικεντρωθώ στην πλευρά
που συνδέεται αποκλειστικά με το παραπάνω ερώτημα: την αξία του δηλαδή ως
μαρτυρίας. Όσοι θα είχαν την αφέλεια να διαβάσουν το έργο απλώς ως καταγγελία
του Σταλινισμού ––πόσο μάλλον όσοι θα διέπρατταν το ιλιγγιώδες ατόπημα να εκλάβουν
τον Σταλινισμό ως κομμουνισμό–– θα πρέπει να προσέξουν καλύτερα εκείνα τα
σημεία που στοχεύουν την ουσία του ολοκληρωτισμού σε όλες του τις μορφές, και προπαντός στη δεσπόζουσα εκείνη του
τεχνικοποιημένου καπιταλισμού, με ή χωρίς κοινοβουλευτικό προκάλυμμα. Διότι
ακόμα και οι εκλογικές διαδικασίες έχουν χώρο στο καφκικό σύμπαν του Εμείς, αρκεί να είναι προδικασμένο το
αποτέλεσμά τους: «Εννοείται ότι αυτό δεν έχει καμία ομοιότητα με τις χαώδεις
και ανοργάνωτες εκλογές των αρχαίων χρόνων όπου ––γελοίο ακόμη και να το λες––
δεν μπορούσαν πριν από τις εκλογές να γνωρίζουν το αποτέλεσμα. Υπάρχει τίποτε
πιο ανόητο από το να βασίζεις ένα κράτος στην απολύτως απρόβλεπτη τύχη, στα
τυφλά; Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται ότι χρειάστηκε να περάσουν αιώνες πριν αυτό
γίνει αντιληπτό» (σελ. 167). Πέρ’ από τη σπαρταριστή ειρωνεία που αναβλύζει από
την αριστοτεχνική μίμηση μιας αφοπλιστικής αφέλειας, δεν θυμίζει αυτό την
περίφημη ρήση του Κίσινγκερ (δικαιολογώντας το πραξικόπημα στη Χιλή): «Δεν
μπορούμε ν’ αφήσουμε μια χώρα να κυλήσει στον κομμουνισμό μόνο και μόνο επειδή
οι κάτοικοί της είναι ανεύθυνοι»;
Κατανοώντας βαθύτερα απ’
όλους τούς συγγενείς του συγγραφείς την ουσία του ολοκληρωτισμού, ο Ζαμιάτιν
εστιάζει απευθείας στην καρδιά του: την τεχνοεπιστημονική του φύση. Ως ιδεώδες
της απόλυτης ετερονομίας, του απεριόριστου προγραμματισμού που δεν ανέχεται το
παραμικρό ίχνος αυθορμητισμού και ζωτικής αταξίας, ο ολοκληρωτισμός βρίσκει το
αρχέτυπό του στην ίδια τη λογική/μαθηματική τάξη, στον ανόργανο κόσμο των
καθαρών αριθμών: «Η υψηλότερη ικανότητα του ανθρώπου είναι η λογική του και
δουλειά της είναι σε τελική ανάλυση ο συνεχής περιορισμός του απείρου,
τεμαχίζοντάς το σε βολικές, εύπεπτες μερίδες: διαφορικός λογισμός. Ακριβώς αυτό
συνιστά τη θεϊκή ομορφιά του αντικειμένου μου, των μαθηματικών» (σελ. 83)· «Ο πίνακας πολλαπλασιασμού είναι σοφότερος και πιο
απόλυτος από τον αρχαίο Θεό. Ποτέ ––επαναλαμβάνω, ποτέ–– δεν κάνει λάθος» (σελ.
85)· «Εάν δεν κατανοήσουν ότι τους
φέρνουμε μια μαθηματικά σίγουρη ευτυχία, έχουμε την υποχρέωση να τους
επιβάλουμε να γίνουν ευτυχισμένοι [...] Ζήτω το Μονοκράτος! Ζήτω οι Αριθμοί!
Ζήτω ο Ευεργέτης!» (σελ. 7-8). «Αριθμοί» άλλωστε αποκαλούνται οι άνθρωποι στο
φανταστικό Μονοκράτος του. Και βέβαια, το πνεύμα της μαθηματικής αναγκαιότητας
βρίσκει την ύψιστη εκπλήρωση και τον έσχατο σκοπό του στη λατρεία της μηχανής: «Ξαφνικά,
είδα την ομορφιά αυτού του μεγαλειώδους μηχανικού μπαλέτου, υπό το φως του
αξιολάτρευτου, γαλανόχρωμου ήλιου. Μα γιατί ––συνέχισαν οι σκέψεις μου–– γιατί
είναι όμορφο; Γιατί είναι ο χορός αυτός όμορφος; Απάντηση: επειδή είναι μια μη ελεύθερη κίνηση, γιατί όλη η
θεμελιώδης αξία του χορού βρίσκεται ακριβώς στην αισθητική του υποταγή, στην
ιδανική έλλειψη ελευθερίας» (σελ. 11).
Σε ποια
φιλοσοφία αντιστοιχεί άραγε το ολοκληρωτικό όνειρο του απεριόριστου ελέγχου
(της ανθρωπότητας και της φύσης) που περιγράφει εδώ ως πραγματωμένο ο
συγγραφέας; Ιδού μία εύγλωττη αποστροφή: «Σήμερα, αυτό το πρόβλημα των ηθικών
μαθηματικών θα λυνόταν σε μισό λεπτό [...] αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το
λύσουν. Όλοι οι Καντ τους μαζί δεν μπορούσαν να το λύσουν (γιατί ποτέ δεν
σκέφτηκε κάποιος από τους Καντ να κατασκευάσει ένα σύστημα επιστημονικής ηθικής
– δηλαδή βασισμένο στην αφαίρεση, την πρόσθεση, τη διαίρεση και τον
πολλαπλασιασμό)» (σελ. 22). Στην πραγματικότητα, υπήρξε πριν από τον Καντ
κάποιος που το σκέφτηκε (μολονότι δεν θεωρούσε ακόμα την επιστήμη της εποχής
του αρκετά προηγμένη γι’ αυτό): ήταν ο Λάιμπνιτζ, ο επινοητής του απειροστικού
λογισμού, τον οποίον (από κοινού με τον Καρτέρσιο) προσκυνούν όλοι οι σύγχρονοι
θετικιστές, λογικοί εμπειριστές, αναλυτικοί, οι πραγματικοί κληρονόμοι του οράματος
ενός κόσμου προγραμματιζόμενων αυτομάτων (που επίσης πραγματοποιήθηκαν στην
τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών).
Εδώ πρέπει ν’ αναζητηθεί το αληθινό φιλοσοφικό απείκασμα του
ολοκληρωτισμού, περισσότερο απ’ ό,τι σε όλες μαζί τις ντεσιζιονιστικές θεωρίες...
Και για
να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πού δείχνουν όλοι αυτοί οι συσχετισμοί, ιδού μια
άλλη διακλάδωση της παραπάνω της σκέψης: «Ούτε μία χαμένη χειρονομία, καμπύλη ή
στροφή. Χωρίς αμφιβολία, ο Τέιλορ ήταν η ιδιοφυία της αρχαιότητας. Βεβαίως,
ποτέ δεν του ήρθε η ιδέα να προεκτείνει τη μέθοδό του στο σύνολο της ζωής, σ’
όλες τις κινήσεις που γίνονται μέσα στο εικοσιτετράωρο [...] Αλλ’ ακόμη κι
έτσι, πώς μπόρεσαν να γράψουν ολόκληρες βιβλιοθήκες για κάποιον σαν τον Καντ
και ν’ αδιαφορήσουν για τον Τέιλορ – τον προφήτη που μπορούσε να δει δέκα
αιώνες μπροστά;» (σελ. 45). Η αναφορά είναι βέβαια στον Frederick Winslow Taylor (1856-1915), τον εισηγητή του επιστημονικού μάνατζμεντ που
πρότεινε την οριζόντια κατάτμηση της εργασίας σε μικρά μηχανικά τμήματα
κινήσεων χάριν της αυξήσεως της αποδοτικότητας (δηλαδή, της μεγιστοποίησης του
κεφαλαιοκρατικού κέρδους, με τίμημα την απεριόριστη μηχανοποίηση του σώματος
του εργάτη): η πρότασή του εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην αμερικανική
αυτοκινητοβιομηχανία Ford και ο όρος ταιηλορισμός-φορντισμός
έγινε συνώνυμο της αλυσίδας παραγωγής, κύριου μοντέλου οργάνωσης της βιομηχανικής
εργασίας στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα. Συνώνυμο, δηλαδή, της
κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας, της στρατιωτικά διευθυνόμενης δομής του
μοντέρνου εργοστασίου που στάθηκε ––όπως διορατικά έλεγε ο Κώστας
Παπαϊωάννου––– το μεγάλο σχολείο του ολοκληρωτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου