Ο
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, μετ.
Άγγελος Φιλιππάτος (Λιβάνη: Αθήνα 2010)
Σε μία ακαλαίσθητη έκδοση από τον οίκο Λιβάνη, με
γράμματα σε διαστάσεις νυχτερινής επιγραφής, με το κακόγουστο λογότυπο της λέξεως
ΣΟΚ να θυμίζει αόριστα ΠΑΣΟΚ (αποτρέποντάς σε από το ν’ αγοράσεις το βιβλίο)
και με την υπενθύμιση «Διεθνές best seller» κάτω από τον υπότιτλο, σε αξιοπρέπεστατη πάντως μετάφραση,
κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το όντως πολύκροτο έργο της Καναδής δημοσιογράφου
και ακτιβίστριας (επίτιμης διδάκτορος επίσης του King College της Νέας Σκωτίας) Naomi Klein. Το μέγεθός του, 718 σελίδες στα ελληνικά, συναγωνίζεται τη φήμη του, αλλά
και την αγοραστική του επιτυχία: μαζί με την Αυτοκρατορία των Negri και Hardt, είναι το πιο πολυσυζητημένο, μεταφρασμένο και διαβασμένο πολιτικό βιβλίο
τής πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Σε αντίθεση όμως με την
απογοητευτική Αυτοκρατορία, της
οποίας οι πολλές θεωρητικές αστοχίες θα φαίνονταν μετέωρες πριν περάσει
δεκαετία, το έργο της Naomi Klein αποδεικνύεται, θα το πω απερίφραστα κι εκ των
προτέρων, ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία για τον προσανατολισμό στην παρούσα
παγκόσμια πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολίτης του σύγχρονου κόσμου
που να μην το έχει διαβάσει, υποστηρίζω – πράγμα που καθόλου δεν υποννοεί, φυσικά,
ότι δεν επιδέχεται κριτική (και θα δούμε σε ποια σημεία). Αν συμφωνούμε όμως
καταρχήν πως προαπαιτούμενο της πολιτικής ιδιότητας είναι η καλή γνώση της ιστορίας,
ιδίως της πρόσφατης, αυτή είναι η πρώτη, και ίσως η σπουδαιότερη, υπηρεσία που
το βιβλίο προφέρει στον αναγνώστη του: εξονυχιστική πληροφόρηση, στηριγμένη σε
επιτόπια δημοσιογραφική έρευνα όσο και σε μελέτη αρχείων και πηγών δύσκολα
προσιτών στο ευρύ κοινό (που υποβάλλει κάποιον βαθμό συλλογικής εργασίας πίσω
του), αναφορικά με το τί έχει συμβεί στον κόσμο μας τούτες τις τελευταίες,
σκοτεινές και δυσεξιχνίαστες, τέσσερις δεκαετίες. Τί ακριβώς συνέβη στη Χιλή
και στις χώρες του «Νοτίου Κώνου» της Αμερικανικής Ηπείρου, τί εξελισσόταν παράλληλα
και σε αμοιβαία τροφοδότηση στην οικονομική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου
και στα εργαστήρια επιστημονικών βασανιστηρίων της CIA, τί έγινε στην Ινδονησία μετά την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ μαζική σφαγή
των κομμουνιστών, τί διαδραματίστηκε στο κοινοβουλευτικό σκηνικό Ηνωμένων
Πολιτειών και Βρετανίας εγκαινιάζοντας μιαν αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων σε όλες
τις ανεπτυγμένες λεγόμενες χώρες (δηλαδή: που ελέγχουν μονοπωλιακά τον
παγκόσμιο πλούτο κρατώντας στα χέρια τους τη μοίρα των λαών), τί συνέβη στην
Κίνα μετά τη «στροφή» του Τενγκ Σιαοπίνγκ και στη Ρωσία και Πολωνία μετά την
«περεστρόικα», τι συνέβη στη Νότιο Αφρική μετά την πτώση του απαρτχάιντ, τί
διακυβεύθηκε στη χρηματιστηριακή κρίση της Νοτίου Ασίας, τί έγινε στο Ιράκ, στο
Πακιστάν και πάλι στο Ιράκ ύστερ’ από τη διάλυση της χώρας, στο Ισραήλ και στα
κατεχόμενα εδάφη, τί συνέβη μετά το τσουνάμι στον Ινδικό, ιδίως στη Σρι Λάνκα
και τις Μαλβίδες, καθώς και στη Νέα Ορλεάνη μετά το τρομακτικό πλήγμα του τυφώνα,
τί συνέβη στο Μεξικό μετά την προσχώρησή του στη NAFTA, τί εξακολουθεί να συμβαίνει στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτείων, ιδίως
μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δίνοντας τον βηματισμό σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες
ενός ραγδαία ομογενοποιούμενου κόσμου...
Σε πρώτο
επίπεδο, λοιπόν, το βιβλίο της Naomi Klein διαβάζεται ως βιβλίο πρόσφατης ιστορίας – που
ανταποκρίνεται μάλιστα στο πρώτιστο καθήκον του επαρκούς ιστορικού, να υποδείξει
ένα οδηγητικό νήμα ικανό να δέσει τις πολλές επιμέρους αλληλουχίες συμβάντων σε
μία ενοποιημένη αφήγηση... Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, μπορεί και οφείλει να
διαβάζεται ως συντριπτική τεκμηρίωση του τεράστιου, ανεξαγόραστου εγκλήματος
εναντίον της ανθρωπότητας και της ίδιας τής ζωής, συγκρίσιμου μόνο με τη
ναζιστική θηριωδία αλλά και πάλι πολύ πιο κολοσσιαίων διαστάσεων, που
αντιπροσώπευσε η μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία: τον ανατριχιαστικό φάκελο
μιας δίκης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που οφείλει να διεξαχθεί
εν πρώτοις στις συνειδήσεις όλων των κατοίκων του πλανήτη, για να εξουσιοδοτήσει
εν συνεχεία τα μέσα δράσης και προπαντός την ανυποχώρητη βούληση ν’ αγωνιστούν
για τη συντριβή του τέρατος αυτού που γέννησε ο καπιταλισμός στο απόγειο της
κυριαρχίας του.
Δεν ξέρω αν η συγγραφέας είχε στο
μυαλό της αυτή ακριβώς τη δεύτερη ανάγνωση· εκείνο που πιο απερίφραστα πάντως
σκοπεύει, ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης που αντιπροσωπεύει και την καταδηλωμένη οπτική
της, είναι μια μεθοδική αποκάλυψη-καταγγελία του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού:
του οικονομικού δόγματος του Μίλτον Φρίντμαν (που ήταν ο ίδιος θαυμαστής των
κοινωνικών θεωριών τού Φρήντριχ Χάγιεκ), το οποίο εκπονήθηκε στα ερευνητικά
εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήδη από τη δεκαετία του 1950,
εφαρμόστηκε πιλοτικά με προσωπική εμπλοκή του ίδιου τού Φρίντμαν στη Χιλή του
Πινοτσέτ, για να υιοθετηθεί ως επίσημο κυβερνητικό δόγμα από τον Ατλαντικό
άξονα επί Ρήγκαν και Θάτσερ και να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από μια
χούφτα ζηλωτών-μαθητών του Φρίντμαν (με τη στήριξη, δεν χρειάζεται να το πω,
των Αμερικανικών και Νατοϊκών στρατευμάτων...). Αποτέλεσμα ήταν η παράδοση
ολόκληρου του πλανήτη, κρατικών μορφωμάτων, λαών και γήινων οικοσυστημάτων στον
απόλυτο έλεγχο λίγων εταιρειών-γιγάντων, σε στρατηγική σύμπραξη με τους
διαχειριστές τού παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου (που, όλως τυχαίως,
βρίσκεται συσσωρευμένο σε λίγα δυτικά κέντρα) και τα θεσμικά του όργανα
καταναγκασμού ––Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμιο
Οργανισμό Εμπορίου–– οδηγώντας σε μία αλυσίδα ανείπωτα καταστροφικών συνεπειών:
οδύνη, επιδημίες, βασανισμούς, ακρωτηριασμούς κι εξοντώσεις σε αστρονομική κλίμακα,
εκτοπισμό, λιμοκτονία, εκπόρνευση, πολιτισμική κατάρρευση και κοινωνική
εξαθλίωση για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, ραγδαία επεκτεινόμενη
φτώχεια και ανισότητα, ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων και μη αναστρέψιμη
βιοκλιματική καταστροφή...
Το πιο
εφιαλτικό σε αυτή την ιστορία, στο οποίο δίνει ειδική έμφαση η συγγραφέας (εξ
ου και ο τίτλος του βιβλίου), είναι ότι όλη αυτή η αποκαλυψιακή καταστροφή δεν
ήταν το αθέλητο αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης θεωρητικής σύλληψης: ήταν εξαρχής
μέσα στις προβλέψεις, και μάλιστα στον συνειδητό σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων του
νεοφιλελευθερισμού. Γνώριζαν καλά ότι μαζικές κρίσεις ήταν απαραίτητη
προϋπόθεση για την εφαρμογή των μοντέλων τους, έβλεπαν εξαρχής τις κρίσεις ως
«ευκαιρίες» και, ως εκ τούτου, τις μεθόδευσαν ––και τις μεθοδεύουν–– ψυχρά και
συστηματικά. Διορατική είναι επίσης η επισήμανση του άκρως «επιστημονικού», ακριβώς
θετικιστικού, τρόπου σκέψης τού Φρίντμαν και των οπαδών του («Ο Φρίντμαν
οδηγήθηκε στα οικονομικά εξαιτίας τής αγαπής του για τους αριθμούς και τα
συστήματα...», σελ. 78κ.ε.). Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα βασίζεται σε
μία κλειστή μαθηματική αξιωματική, αντικείμενο εκστατικού θαυμασμού από τους
πιστούς του, που ενοχλείται αφόρητα από την ύπαρξη πραγματικών δρώντων,
ανθρώπων με υλικές ανάγκες, αισθήματα, αποβλέψεις, απροσχεδίαστους τρόπους
δράσης και κίνητρα αλληλεγγύης, παράγοντες τους οποίους πρέπει ακριβώς ν’
αποκλείσει. Και πώς αλλιώς να τους αποκλείσει κάποιος όταν καλείται να
εφαρμόσει το μοντέλο στην πρακτική ζωή, παρά εξοντώνοντάς τους απλά και καθαρά;
Οι διορατικές εκείνες σελίδες όπου η συγγραφέας πασχίζει να μπει στο εργαστήρι
του οικονομολόγου, να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του, μαρτυρούν όχι μόνο τη
φενάκη που ενυπάρχει στη σύλληψη της «οικονομίας» ως αυτοτελούς, θετικής
επιστήμης, αλλά και, βαθύτερα, την καταγωγική συνάφεια επιστημονικού
(ακριβέστερα, μαθηματικού) πνεύματος και όλων των μορφών τυραννίας και
ολοκληρωτισμού που γέννησε ο εικοστός αιώνας. (Ο Φρίντμαν θα προσυπέγραφε
υποθέτω ––μ’ ενθουσιασμό βέβαια και όχι με θλίψη–– τη ρήση τού Αντρέ Γκορζ: «[στον
ύστερο καπιταλισμό] τα εμπορεύματα παράγουν ανθρωπους».)
Δεν μπορώ, και δεν
χρειάζεται να υπεισέλθω εδώ σε όλο το διαπλεκόμενο κουβάρι των εφιαλτικών
ιστοριών που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας το βιβλίο. Το αφηγηματικό χάρισμα
δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές της συγγραφέως, και είναι ένα από τα
στοιχεία που δίνουν την ομολογουμένως ασυνήθιστη αποτελεσματικότητά του στο
εγχείρημά της. Τα όσα λέει είναι ούτως ή άλλως σημαντικά· ακόμη σημαντικότερα
όμως είναι, νομίζω, όσα χωρίς να λέει ρητά (ή ενδεχομένως να έχει η ίδια
σκεφτεί) μας επιτρέπει να σκεφτούμε. Την κατάρριψη της φιλελεύθερης αυταπάτης
από δύο πλευρές, για παράδειγμα. Βεβαίως ο νεοφιλελευθερισμός, ένα οικονομικό
δόγμα, είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τον κλασικό φιλελευθερισμό, μια
πολιτική θεωρία περί αστικών δικαιωμάτων, ωστόσο διατηρούν ως κοινό έδαφος κάποιες σκληρά
ιδεολογικές παραδοχές (που έχουν πληγεί ήδη από την εποχή του Μαρξ). Πρώτον,
ότι οικονομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι συνεχόμενες κι επάλληλες
(αλληλοενισχυτικές) έννοιες. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ελευθερία» έχει
ριζικά διαφορετική σημασία στο οικονομικό και στο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς:
στο πολιτικό σημαίνει αυτοκαθορισμό και συλλογική λήψη των αποφάσεων, έννοια
που αληθεύει εξ ορισμού για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας· στο οικονομικό,
απεναντίας, σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβαλλοντικών όρων
προς ίδιον όφελος, αυξανόμενη κατ’ ευθείαν αναλογίαν προς την κατοχή κεφαλαίου,
αληθεύει εξόχως ανίσως δηλαδή μεταξύ των μελών μιας συλλογικότητας (και χωρίς
την εν λόγω ανισότητα θα έχανε το περιεχόμενό της). Εμπράκτως, η οικονομική «ελευθερία» είναι θανάσιμος
εχθρός της πολιτικής ελευθερίας, και αυτό αποδεικνύεται θεαματικά από τις
πολιτικές προϋποθέσεις (και συνέπειες) του νεοφιλελευθερισμού: δικτατορίες,
παραβιάσεις εκλογικών αποτελεσμάτων, αστυνομοκρατία και ολοκληρωτικός έλεγχος
των συνειδήσεων είναι παντού το βασικό ρεπερτόριο μέσων για την εφαρμογή του
νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Δεύτερον, που είναι η άλλη όψη του πρώτου, το
ιδεολόγημα ότι ο (νέο)φιλελευθερισμός επιζητεί «λιγότερο κράτος». Στην
πραγματικότητα, επιζητεί περιστολή μόνο μίας, πολύ ειδικής λειτουργίας του
κράτους: των μηχανισμών αναδιανομής. Ποιος αλήθεια εκδίδει το χρήμα κι εγγυάται
την αξία του ώστε να παιχτεί το παιχνίδι της «φιλελεύθερης» αγοράς, ποιος διασφαλίζει
τα συμβόλαια και τους τίτλους ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης, ποιος ρυθμίζει τις
νομισματικές αντιστοιχίες (που είναι ωμές σχέσεις διακρατικής επιβολής σε
αφηρημένη μορφή), ποιος προστατεύει κυρίως την ιδιωτική ιδιοκτησία και κρατάει
σε καταστολή την εργασιακή δύναμη – αν όχι ένα ισχυρό κράτος; Εκείνο που οι
αφελείς κριτικοι του νεοφιλελευθερισμού στις ημέρες μας (περιλαμβανομένου πολύ
μεγάλου κομματιού τής Αριστεράς) δεν στάθηκαν ικανοί να δουν, είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν σήμαινε αποδυνάμωση
του ισχυρού παρεμβατικού κράτους τής προηγούμενης περιόδου (του λεγομένου
«προνοίας») αλλά μια μεταβολή στρατηγικής εκ μέρους του. Τα στοιχεία της Naomi Klein δείχνουν αφοπλιστικά πόση και τί είδους κρατική βία χρειάστηκε ώστε να
παραδοθεί ο παγκόσμιος έλεγχος στις γιγάντιες εταιρείες – το κράτος εκχώρησε σε
αυτές, τελικά, εκείνο που είχε προηγουμένως υφαρπάξει από την ίδια την
κοινωνία.
Και φτάνουμε έτσι στην τελευταία σειρά σκέψεων, που αφορούν πλέον τους
περιορισμούς τής ίδιας της συγγραφέως. Η Naomi Klain δομεί την αφήγησή της σαν ένα
μυθιστόρημα τρόμου με πρωταγωνιστή έναν εγκληματικό αντι-ήρωα: τον Μίλτον
Φρίντμαν και τα Chicago boys του. Το ερώτημα είναι: πώς το θλιβερό ανθρωπάριο
που άκουγε στ’ όνομα Μίλτον Φρίντμαν στάθηκε ικανό να επιβάλει τα διεστραμμένα
οράματά του πρώτα στις ισχυρότερες κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου κι εν
συνεχεία, μέσα από κλιμακούμενες μεθοδεύσεις, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Είτε
θα πρέπει να ήταν προικισμένο με υπεράνθρωπες (εωσφορικές) δυνάμεις, ή θα
πρέπει να υπήρχε κάποιος δομικός
λόγος γι’ αυτό – πράγμα που σημαίνει, και αν η συγκεκριμένη φιγούρα δεν υπήρχε,
ένας «Φρίντμαν» θα είχε δημιουργηθεί...
Όλα δείχνουν προς τη δεύτερη εκδοχή. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια αλλαγή στρατηγικής του ανεπτυγμένου
καπιταλισμού, όχι όμως και μια αλλαγή στόχων,
οι οποίοι από γενέσεως καπιταλισμού παραμένουν αμετάβλητοι: απεριόριστη
εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης χάριν της μεγιστοποίησης του ατομικού
κέρδους, και ακόμη πιο πέρα, χάριν της αέναης κερδοφορίας του κεφαλαίου/ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία προσλαμβάνει πλέον τη μορφή «αντικειμενικού»
μηχανισμού που καθυποτάσσει στην κίνησή του τα ίδια τα ενεργούμενά της. Η παραπάνω
αλλαγή στρατηγικής υπαγορεύθηκε από τη δομική κρίση που πλήττει τον καπιταλισμό
ήδη από τη δεκαετία του 1970, συνέπεια μερικώς της περιβαλλοντικής εξάντλησης αλλά
προπαντός τής γενικευμένης εφαρμογής του αυτοματισμού, κρίση η οποία επιδεινώνεται
διαρκώς έκτοτε και μεταφράζεται σε ανυποχώρητα πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους τού κεφαλαίου. Δεν θα συνεχίσω εδώ αυτή την ανάλυση,1 αλλά
είναι προφανές ότι για να εξηγηθεί ικανοποιητικά η ανάδυση του νεοφιλελεύθερου
μοντέλου χρειάζεται μια μακροϊστορική κατανόηση του καπιταλισμού, έργο που φαίνεται
ότι ξεπερνάει τη Naomi Klein. Της λείπει εμφανώς η βαθιά μαρξιστική παιδεία που θα
της επέτρεπε ν’ αναπλαισιώσει σ’ ένα ευρύτερο κοινωνιοϊστορικό συμφραζόμενο τα
σπουδαία ευρήματά της – πράγμα που εξηγεί γιατί στο βάθος ολόκληρης της
πραγμάτευσής της υποφώσκει μια κεϋνσιανή νοσταλγία. Ίσως αυτό εξηγεί επίσης
γιατί από την παγκόσμια επισκόπησή της απουσιάζει εντυπωσιακά η Ευρωπαϊκή Ένωση
(εκτός από μία εν παρόδω αναφορά στο Μάαστριχτ): το κεϋνσιανό παρελθόν της
Ευρώπης, ένας μύθος που όπως φαίνεται έχει ακόμα ισχύ στους ριζοσπάστες του
Νέου Κόσμου, την εμποδίζει να δει σε αυτήν ένα από το πιο ανησυχητικά
οιονεί-ολοκληρωτικά μορφώματα των ημερών μας που, μέσω των Συμφώνων
Σταθερότητας και Ανταγωνιστικότητας, αναπαράγει το νεοαποικιακό μοντέλο μέσα
στην ίδια την καρδιά του ανεπτυγμένου λεγόμενου κόσμου. Δεν αντιλαμβάνεται
προφανώς η συγγραφέας μας ότι κεϋνσιανισμός-νεοφιλελευθερισμός έχουν
περισσότερα κοινά μεταξύ του απ’ όσα η ρητορική τους επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε,
ως δύο διαδοχικές στρατηγικές του καπιταλισμού προκειμένου ν’ αποφύγει μια επικείμενη
κατάρρευση σε εναλλασσόμενα ιστορικά περιβάλλοντα. Και, για να παραφράσω τη γνωστή
φράση του Max Horkheimer περί καπιταλισμού και ολοκληρωτισμού (στη
ναζιστική εκδοχή του, τότε): όποιος δεν θέλει να μιλήσει για καπιταλισμό, καλά
θα έκανε να σωπαίνει και για τον νεοφιλελευθερισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο
ενδιαφερόμενος για την έκθεση αυτής της οπτικής, μπορεί να δει το άρθρο μου
«Κρίση», περ. Πανοπτικόν 14 (Οκτώβριος
2010): 51-64.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου