Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Herbert Marcuse: H Οικολογία και η κριτική της σύγχρονης κοινωνίας*


* Ομιλία του Herbert Marcuse λίγο πριν τον θάνατό του τo 1979. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Capitalism, Nature, Socialism 3, 3 (Σεπτέμβριος 1992): 29-48.

Σας ευχαριστώ για τη θερμή υποδοχή. Χαίρομαι που είμαι σε θέση ν’ απευθύνω τον λόγο στην τάξη της ερήμου. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι σίγουρος για το τί να πω, διότι δεν βλέπω άλλα προβλήματα. Όπως ξέρετε, ο Πρόεδρος Κάρτερ εκχώρησε κάπου 36 χιλιάδες εκτάρια ερήμου στην εμπορική ανάπτυξη. Δεν έχει μείνει και πολλή έρημος να διατηρήσουμε. Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσπαθήσουμε.

Εκείνο που σκέπτομαι να κάνω είναι να συζητήσω την καταστροφή της φύσης στο πλαίσιο της γενικής καταστροφικότητας που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Εν συνεχεία θα ανιχνεύσω τις ρίζες αυτής της καταστροφικότητας στα ίδια τα άτομα· δηλαδή, θα εξετάσω την ψυχολογική καταστροφικότητα στο εσωτερικό των ατόμων.


Η σημερινή μου συζήτηση βασίζεται εν πολλοίς στις βασικές ψυχαναλυτικές έννοιες που ανέπτυξε ο Σίγκμουντ Φρόυντ. Θα ήθελα εξαρχής να ορίσω, με σύντομο και υπεραπλουστευμένο τρόπο, τις σημαντικότερες φροϋδικές έννοιες που χρησιμοποιώ. Υπάρχει κατ’ αρχάς η φροϋδική υπόθεση ότι ο ζωντανός οργανισμός απαρτίζεται από δύο πρωταρχικές ενορμήσεις, ή ένστικτα. Η μία από αυτές ονομάζεται Έρως, ερωτική ενέργεια, ένστικτα της ζωής· οι όροι αυτοί είναι λίγο πολύ συνώνυμοι. Την άλλη πρωταρχική ενόραση ονόμαζε Θάνατο, καταστροφική ενέργεια, την επιθυμία να καταστρέψουμε τη ζωή, να αφανίσουμε τη ζωή. Ο Φρόυντ απέδιδε αυτή την επιθυμία σε ένα πρωταρχικό ένστικτο θανάτου μέσα στα ανθρώπινα όντα. Η μόνη άλλη ψυχαναλυτική έννοια που θέλω εν συντομία να εξηγήσω είναι αυτό που ο Φρόυντ αποκαλεί Αρχή της Πραγματικότητας. Η Αρχή της Πραγματικότητας μπορεί απλώς να οριστεί ως το συνολικό άθροισμα των κανόνων και αξιών εκείνων που υποτίθεται ότι κυβερνούν την ομαλή συμπεριφορά μέσα σε μια εδραιωμένη κοινωνία. 

Το τελευταίο πράγμα που θα κάνω σήμερα είναι να σκιαγραφήσω εν συντομία τις προοπτικές για ριζική αλλαγή στη σημερινή κοινωνία. Ορίζω τη ριζική αλλαγή ως αλλαγή όχι μόνο των θεμελιωδών θεσμών και σχέσεων μιας εδραιωμένης κοινωνίας, αλλά και των ατομικών συνειδήσεων μέσα σε μια τέτοια κοινωνία. Η ριζική αλλαγή μπορεί να είναι τόσο βαθιά ώστε να επηρεάσει ακόμη και το ατομικό ασυνείδητο. Ο ορισμός αυτός μάς επιτρέπει να διακρίνουμε τη ριζική αλλαγή ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος από αλλαγές στο εσωτερικό τού συστήματος. Με άλλα λόγια, η ριζική αλλαγή πρέπει να συνεπάγεται τόσο μιαν αλλαγή στους θεσμούς της κοινωνίας όσο και μιαν αλλαγή στην επικρατούσα χαρακτηροδομή μεταξύ των ατόμων στην εν λόγω κοινωνία. 

Κατά την άποψή μου, η κοινωνία μας σήμερα χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία στα ατομικά της μέλη μιας καταστροφικής χαρακτηροδομής. Πώς όμως μπορούμε να μιλήσουμε για ένα τέτοιο φαινόμενο; Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε την καταστροφική χαρακτηροδομή στην κοινωνία μας σήμερα; Προτείνω ότι ορισμένα συμβολικά γεγονότα, συμβολικά ζητήματα, συμβολικές πράξεις επεξηγούν και φωτίζουν τη διάσταση βάθους της κοινωνίας. Πρόκειται για τη διάσταση εκείνη μέσω της οποίας η κοινωνία αναπαράγει τον εαυτό της στη συνείδηση των ατόμων καθώς και στο ασυνείδητό τους. Αυτή η διάσταση βάθους είναι θεμέλιος λίθος για τη διατήρηση της εδραιωμένης πολιτικής και οικονομικής τάξης της κοινωνίας.

Θα δώσω τρία παραδείγματα τέτοιων συμβολικών γεγονότων, εκφράσεις τής διάστασης βάθους της κοινωνίας σε μια ορισμένη στιγμή. Πρώτον, θα ήθελα να δείξω ότι η καταστροφικότητα για την οποία μίλησα, η καταστροφική χαρακτηροδομή που είναι τόσο κυρίαρχη στην κοινωνία μας σήμερα, πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της θεσμοποιημένης καταστροφικότητας που χαρακτηρίζει τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές υποθέσεις. Αυτή η θεσμοποιημένη καταστροφικότητα είναι πολύ γνωστή, και εύκολο να δώσει κανείς παραδείγματά της. Περιλαμβάνουν τη σταθερή αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού εις βάρος της κοινωνικής πρόνοιας, τον πολλαπλασιασμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων, τη γενικευμένη φθορά και μόλυνση του ζωτικού μας περιβάλλοντος, την κατάφωρη καθυπόταξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις επιταγές της παγκόσμιας στρατηγικής και την απειλή πολέμου σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτής της στρατηγικής. Αυτή η θεσμοποιημένη καταστροφή είναι ταυτόχρονα απροκάλυπτη και νόμιμη. Παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαβαίνει χώρα η ατομική αναπαραγωγή της καταστροφικότητας. 

Ας στραφώ τώρα στα τρία μου παραδείγματα συμβολικών γεγονότων ή συμβάντων, περιστατικών που φωτίζουν τη διάσταση βάθους της κοινωνίας. Πρώτον, την τύχη που είχε στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο το κυβερνητικό ρυθμιστικό διάταγμα περί ατομικής ενέργειας. Το διάταγμα αυτό θα επέβαλλε ένα μορατόριουμ σε όλες τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της χώρας που δεν είχαν επαρκή μέσα για την αποτροπή θανατηφόρας ατομικής διαρροής. Το εν λόγω δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα με τη δικαιολογία ότι ήταν αντισυνταγματικό. Ωμή ερμηνεία: viva la muerte! Ζήτω ο θάνατος! Δεύτερον, η επιστολή για το Άουσβιτς που εμφανίστηκε σε μια μεγάλη εφημερίδα. Σε αυτή την επιστολή, μια γυναίκα παραπονιόταν ότι η δημοσίευση μιας φωτογραφίας του Άουσβιτς στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας ήταν (και παραθέτω) «ζήτημα εξαιρετικά κακού γούστου». Ποια ήταν η σκοπιμότητα, ρωτούσε η γυναίκα, του να ανακινούμε και πάλι αυτό τον τρόμο; Χρειάζονται οι άνθρωποι να έχουν στο μυαλό τους το Άουσβιτς; Ωμή ερμηνεία: ξεχάστε το! Τρίτον και τελευταίο, ο όρος «ναζί κυματοδρόμος». Μαζί με τον όρο πηγαίνει και το σύμβολο της σβάστικα. Τόσο η φράση όσο και το σύμβολο υιοθετούνται με υπερηφάνεια, και χρησιμοποιούνται, από κυματοδρόμους (και παραθέτω) «εξ ολοκλήρου αφιερωμένους στην κυματοδρομία (σέρφιν)». Ωμή ερμηνεία: δεν χρειάζεται. Η διακηρυγμένα (και το εκλαμβάνω ως ειλικρινές) απολιτική πρόθεση του «ναζί κυματοδρόμου» δεν απαλείφει την εσώτερη ασυνείδητη συγγένεια με το πιο καταστροφικό καθεστώς του αιώνα που εδώ εκφράζεται σαν ζήτημα γλωσσικής ταύτισης. 

Μπορώ να επιστρέψω τώρα στη θεωρητική μου συζήτηση. Η πρωταρχική ορμή προς την καταστροφικότητα ελλοχεύει στα ίδια τα άτομα, όπως και η άλλη πρωταρχική ορμή, ο Έρως. Η ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών ορμών βρίσκεται επίσης μέσα στα άτομα. Αναφέρομαι στην ισορροπία ανάμεσα στην επιθυμία τους και τη θέληση να ζήσουν, και την επιθυμία τους και τη θέληση να καταστρέψουν τη ζωή, την ισορροπία ανάμεσα στο ένστικτο της ζωής και το ένστικτο του θανάτου. Και οι δύο ορμές, σύμφωνα με τον Φρόυντ, αναμιγνύονται σταθερά μέσα στο άτομο. Αν η μία ορμή αυξάνει, αυτό γίνεται εις βάρος της άλλης ορμής. Με άλλα λόγια, οιαδήποτε αύξηση της καταστροφικής ενέργειας στον οργανισμό οδηγεί, μηχανικά και κατ’ ανάγκην, σε αποδυνάμωση του Έρωτα, αποδυνάμωση του ενστίκτου της ζωής. Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική σύλληψη.

Το γεγονός ότι αυτές οι πρωταρχικές ενορμήσεις είναι ατομικές ενορμήσεις μπορεί να φανεί ότι προσδένει και περιορίζει οιαδήποτε θεωρία κοινωνικής αλλαγής στο ζήτημα της ατομικής ψυχολογίας. Πώς μπορούμε να κάνουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική ψυχολογία; Πώς μπορούμε να κάνουμε τη μετάβαση από την ατομική ψυχολογία στο ενστικτικό υπόστρωμα μιας ολόκληρης κοινωνίας, ή ακόμα ενός ολόκληρου πολιτισμού; Υποστηρίζω πως η αντίθεση και αντιπαράθεση ανάμεσα στην ατομική ψυχολογία και την κοινωνική ψυχολογία είναι παραπλανητική. Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο. Σε κυμαινόμενους βαθμούς, όλα τα άτομα είναι κοινωνικοποιημένα ανθρώπινα όντα. Η επικρατούσα Αρχή της Πραγματικότητας της κοινωνίας κυβερνά ακόμα και την εκδήλωση των ατομικών πρωταρχικών ορμών, όπως και αυτών του εγώ και του υποσυνειδήτου. Το άτομο ενδοβάλλει τις αξίες και τους σκοπούς που είναι ενσωματωμένα σε κοινωνικούς θεσμούς, στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στην εδραιωμένη δομή εξουσίας, κοκ. Και αντιστρόφως, κοινωνικοί θεσμοί και πολιτικές αντανακλούν (τόσο καταφατικά όσο και αρνητικά) τις κοινωνικοποιημένες ανάγκες των ατόμων, οι οποίες με τον τρόπο αυτό γίνονται δικές τους ανάγκες.

Αυτή είναι μία από τις πιο σημαντικές διεργασίες στη σύγχρονη κοινωνία. Στην πράξη, ανάγκες οι οποίες ενσταλάζονται στα άτομα από θεσμούς, και σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλονται στα άτομα, καταλήγουν να γίνονται ανάγκες και θέλω του ίδιου τού ατόμου. Αυτή η αποδοχή υποβεβλημένων αναγκών συντελεί σε μια καταφατική χαρακτηροδομή. Συντελεί σε κατάφαση και συμμόρφωση με το εδραιωμένο σύστημα αναγκών, είτε η κατάφαση και συμμόρφωση είναι οικειοθελής είτε είναι εξαναγκασμένη. Στην πραγματικότητα, ακόμη και όταν η έγκριση δίνει τη θέση της στην άρνηση, ακόμη και όταν δίνει τη θέση της σε μη κομφορμιστική συμπεριφορά, η συμπεριφορά αυτή καθορίζεται εν πολλοίς από εκείνο στο οποίο ο μη κομφορμιστής αντιτίθεται και το οποίο αρνείται. Αποδοχή και κατάφαση εξωτερικά υποβεβλημένων και ενδοβεβλημένων αναγκών – η αρνητική ενδοβολή του ίδιου πράγματος συντελεί σε ριζοσπαστική χαρακτηροδομή. 

Ριζοσπαστική χαρακτηροδομή. Θέλω να σας δώσω τώρα, με ψυχαναλυτικούς όρους, έναν ορισμό της ριζοσπαστικής χαρακτηροδομής – που θα μας οδηγήσει αμέσως στο σημερινό μας πρόβλημα.
Μια ριζοσπαστική χαρακτηροδομή ορίζεται, σε φροϋδική βάση, σαν μια υπερίσχυση στο άτομο των ενστίκτων της ζωής απέναντι στα ένστικτα του θανάτου, μια υπερίσχυση της ερωτικής ενέργειας απέναντι στις καταστροφικές ορμές. 

Στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, οι μηχανισμοί της ενδοβολής έχουν εκλεπτυνθεί και διευρυνθεί σε τέτοιον βαθμό που η κοινωνικά απαιτούμενη καταφατική χαρακτηροδομή κανονικά δεν χρειάζεται να επιβληθεί ωμά, όπως συμβαίνει σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σε δημοκρατικές κοινωνίες, η ενδοβολή (παράλληλα με τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης, πάντα σε ετοιμότητα και νόμιμες) αρκεί για να διατηρήσει το σύστημα στην πορεία του. Επιπλέον, στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, η καταφατική ενδοβολή και μια κομφορμιστική συνείδηση διευκολύνονται από το γεγονός ότι βασίζονται σε ορθολογικά θεμέλια και έχουν μια υλική δικαιολόγηση. Αναφέρομαι στην ύπαρξη ενός υψηλού επιπέδου ζωής για την πλειονότητα του προνομιούχου πληθυσμού, και μία αξιοσημείωτα χαλαρωμένη κοινωνική και σεξουαλική ηθική. Τα γεγονότα αυτά αποζημιώνουν σε έναν υπολογίσιμο βαθμό για την εντεινόμενη αποξένωση στην εργασία όσο και στον ελεύθερο χρόνο που χαρακτηρίζει αυτή την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η κομφορμιστική συνείδηση δεν παρέχει μόνο μια φαντασιακή αναπλήρωση αλλά και μία πραγματική. Αυτό αντιστρατεύεται την ανάδυση μιας ριζοσπαστικής χαρακτηροδομής. 

Στη λεγόμενη καταναλωτική κοινωνία, ωστόσο, η τρέχουσα ικανοποίηση εμφανίζεται ως υποκατάστατη και κατασταλτική όταν αντιπαραβληθεί προς την αληθινή δυνατότητα της απελευθέρωσης εδώ και τώρα. Εμφανίζεται κατασταλτική όταν αντιπαραβληθεί προς εκείνο που ο Ερνστ Μπλοχ κάποτε αποκαλούσε συγκεκριμένη ουτοπία. Η έννοια της συγκεκριμένης ουτοπίας του Μπλοχ αναφέρεται σε μια κοινωνία όπου τα ανθρώπινα όντα δεν χρειάζεται πλέον να αναλώνουν τις ζωές τους ως μέσα για να κερδίζουν τα προς το ζην σε αποξενωμένες επιδόσεις. Συγκεκριμένη ουτοπία: «ουτοπία» επειδή μια τέτοια κοινωνία είναι μία πραγματική ιστορική δυνατότητα.

Τώρα, σε ένα δημοκρατικό κράτος, η αποτελεσματικότητα και το εύρος της καταφατικής ενδοβολής μπορεί να μετρηθεί. Μπορεί να μετρηθεί από το επίπεδο στήριξης της υφιστάμενης κοινωνίας. Η στήριξη αυτή εκφράζεται, για παράδειγμα, σε εκλογικά αποτελέσματα, στην απουσία οργανωμένης ριζικής αντίστασης, σε δημόσιες σφυγμομετρήσεις, στην αποδοχή της επιθετικότητας και της διαφθοράς ως φυσιολογικών διαδικασιών στις επιχειρήσεις και τη διοίκηση. Από τη στιγμή που η ενδοβολή, υπό το βάρος της αναπληρωτικής ικανοποίησης, έχει ριζώσει στο άτομο, μπορεί να παραχωρηθεί στους ανθρώπους μια υπολογίσιμη ελευθερία συγκαθορισμού. Οι άνθρωποι, για πολλούς λόγους, θα στηρίξουν ή τουλάχιστον θα ανεχθούν τους ηγέτες τους, ακόμη και ως το σημείο που θα απειληθούν με αυτοκαταστροφή. Στις συνθήκες της ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας η ικανοποίηση είναι πάντα συνδεδεμένη με την καταστροφή. Η κυριάρχηση της φύσης είναι συνδεδεμένη με την παραβίαση της φύσης. Η έρευνα για νέες πηγές ενέργειας είναι συνδεδεμένη με τη μόλυνση του ζωτικού περιβάλλοντος. Η ασφάλεια είναι συνδεδεμένη με την υποτέλεια, το εθνικό συμφέρον με την παγκόσμια επέκταση. Η τεχνική πρόοδος είναι συνδεδεμένη με τη σταδιακή χειραγώγηση και τον έλεγχο των ανθρώπινων όντων. 

Και όμως, οι εν υπνώσει δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής είναι παρούσες. Οι δυνάμεις αυτές αντιπροσωπεύουν τη δυνατότητα ανάδυσης μιας χαρακτηροδομής στην οποία οι χειραφετησιακές παρορμήσεις ενισχύονται εις βάρος των αναπληρωτικών. Η τάση αυτή εμφανίζεται σήμερα σαν μια θεμελιώδης εξέγερση του πνεύματος και του σώματος, της συνείδησης και του ασυνειδήτου. Μοιάζει σαν μια εξέγερση ενάντια στην καταστροφική παραγωγικότητα της εδραιωμένης κοινωνίας κι ενάντια στην εντατικοποιημένη καταστολή και ματαίωση που συνδέονται με αυτή την παραγωγικότητα. Τέτοια φαινόμενα ενδέχεται κάλλιστα να προεικονίζουν μια υπονόμευση των ενστικτικών θεμελίων του σύγχρονου πολιτισμού.

Πριν σκιαγραφήσω εν συντομία τα ιστορικώς νέα χαρακτηριστικά αυτής της εξέγερσης, θα εξηγήσω την έννοια της καταστροφικότητας όπως εφαρμόζεται στην κοινωνία μας. Η έννοια της καταστροφής συσκοτίζεται και αποναρκώνεται από το γεγονός ότι η ίδια η καταστροφή συνδέεται εσωτερικά με την παραγωγή και την παραγωγικότητα. Η τελευταία αυτή, ακόμη κι αν αναλώνει και καταστρέφει ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, αυξάνει επίσης τις υλικές και πολιτισμικές ικανοποιήσεις που προσφέρονται στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Σπανίως η καταστροφικότητα σήμερα εμφανίζεται στην καθαρή της μορφή χωρίς την κατάλληλη εκλογίκευση και αναπλήρωση. Η βία βρίσκει μια καλά σχεδιασμένη, χειρίσιμη διέξοδο στη δημοφιλή κουλτούρα, στη χρήση και την κατάχρηση της μηχανικής δύναμης και στην καρκινώδη ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Η τελευταία αυτή γίνεται ανεκτή χάρη στην επίκληση του «εθνικού συμφέροντος», που έχει από καιρό αποβεί αρκετά εύκαμπτη ώστε να εφαρμόζεται παγκοσμίως.

Δεν προκαλεί απορία, λοιπόν, που υπό αυτές τις συνθήκες είναι δύσκολο να αναπτυχθεί μια μη κομφορμιστική συνείδηση, μια ριζοσπαστική χαρακτηροδομή. Δεν προκαλεί απορία που είναι δύσκολο να συγκροτηθεί οργανωμένη αντίσταση. Δεν προκαλεί απορία που μια τέτοια αντίσταση ανακόπτεται σταθερά από την απελπισία, την αυταπάτη, τη φυγή από την πραγματικότητα, κοκ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η εξέγερση του σήμερα γίνεται ορατή μόνο σε μικρές ομάδες που διασχίζουν εγκάρσια όλες τις κοινωνικές τάξεις – για παράδειγμα, το φοιτητικό κίνημα, την απελευθέρωση των γυναικών, τις πρωτοβουλίες πολιτών, την οικολογία, τα κολεκτιβιστικά πειράματα, τις κοινότητες, κοκ. Επιπλέον, ειδικά στην Ευρώπη, η εξέγερση αυτή αποκτά έναν συνειδητά τονισμένο προσωπικό χαρακτήρα, μεθοδικά ασκούμενο. Προβάλλει μια ενασχόληση με την ίδια την ψυχή, με τις ίδιες τις ενορμήσεις, την αυτοανάλυση, την ανάδειξη των προσωπικών προβλημάτων, το περίφημο ταξίδι στον ιδιωτικό εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Αυτή η επιστροφή στον εαυτό συνδέεται χαλαρά με τον πολιτικό κόσμο. Προσωπικές δυσκολίες και προβλήματα και αμφιβολίες συνδέονται αναντίρρητα και εξηγούνται με όρους των κοινωνικών συνθηκών ύπαρξης, όπως και το αντίστροφο. Η πολιτική προσωποποιείται. Βλέπουμε την «πολιτική στο πρώτο πρόσωπο».

Η κοινωνική και πολιτική λειτουργία αυτής της θεμελιώδους, προσωπικής ριζοσπαστικοποίησης της συνείδησης είναι εξαιρετικά αμφίσημη. Από τη μία πλευρά δείχνει αποπολιτικοποίηση, αναδίπλωση και φυγή από την πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά όμως αυτή η επιστροφή στον εαυτό ανοίγει ή ανακαταλαμβάνει μια νέα διάσταση κοινωνικής αλλαγής. Η διάσταση αυτή είναι η διάσταση της υποκειμενικότητας και της ατομικής συνείδησης. Είναι τα άτομα, στο κάτω κάτω, εκείνα που παραμένουν (συλλογικά ή μεμονωμένα) τα υποκείμενα της ιστορικής αλλαγής. Έτσι, η σύγχρονη εξέγερση των μικρών ομάδων χαρακτηρίζεται από μια συχνά απελπισμένη προσπάθεια να αντιταχθεί στην παραμέληση του ατόμου που συναντάται στην παραδοσιακή ριζοσπαστική πρακτική. Επιπλέον, αυτή η «πολιτική σε πρώτο πρόσωπο» αντιτάσσεται επίσης σε μια κοινωνία δραστικής ενσωμάτωσης. Στη σύγχρονη κοινωνία, η διαδικασία της καταφατικής ενδοβολής εξισώνει τα άτομα στην επιφάνεια. Οι ενδοβεβλημένες τους ανάγκες και επιδιώξεις καθολικοποιούνται· γίνονται γενικές, κοινές σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. Η αλλαγή, ωστόσο, προϋποθέτει τη διάλυση αυτής της καθολικότητας. 

H αλλαγή προϋποθέτει μια σταδιακή υπονόμευση των υφιστάμενων αναγκών ούτως ώστε, στα ίδια τα άτομα, το συμφέρον τους σε αναπληρωτική ικανοποίηση να φτάσει να υπερσκελιστεί από χειραφετησιακές ανάγκες. Αυτές οι χειραφετησιακές ανάγκες δεν είναι νέες ανάγκες. Δεν είναι απλώς ζήτημα θεωρητικολογίας ή πρόβλεψης. Αυτές οι ανάγκες είναι παρούσες εδώ και τώρα. Διαπερνούν τις ζωές των ατόμων. Αυτές οι ανάγκες συνοδεύουν τη συμπεριφορά των ατόμων και τη θέτουν υπό ερώτησιν, αλλά είναι παρούσες μόνο σε μια μορφή η οποία είναι περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά κατεσταλμένη και παραμορφωμένη. Τέτοιες χειραφετησιακές ανάγκες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες. Πρώτον, την ανάγκη για δραστικό περιορισμό της κοινωνικά αναγκαίας αποξενωμένης εργασίας και αντικατάστασή της με δημιουργικό έργο. Δεύτερον, την ανάγκη για αυτόνομο ελεύθερο χρόνο αντί για κατευθυνόμενη αναψυχή. Τρίτον, την ανάγκη για τερματισμό της υιοθέτησης ρόλων. Τέταρτον, την ανάγκη για δεκτικότητα, γαλήνη και απεριόριστη χαρά αντί για τον ασταμάτητο θόρυβο της παραγωγής. 

Ολοφάνερα, η πλήρωση αυτών των χειραφετησιακών αναγκών είναι ασύμβατη με τις εδραιωμένες κοινωνίες του κρατικού καπιταλισμού και του κρατικού σοσιαλισμού. Είναι ασύμβατη με κοινωνικά συστήματα που αναπαράγονται μέσω αποξενωμένης εργασίας πλήρους ωραρίου και αυτοπροωθητικών επιδόσεων, τόσο παραγωγικών όσο και μη παραγωγικών. Το φάντασμα που στοιχειώνει την ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία σήμερα είναι η απαρχαίωση της καθολικής αποξένωσης. Η επίγνωση αυτού του φαντάσματος διαχέεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Η λαϊκή επίγνωση της εν λόγω απαρχαίωσης αναδεικνύεται στην εξασθένιση εκείνων των εργασιακών αξιών που κυβερνούν σήμερα τη συμπεριφορά την οποίαν απαιτεί η κοινωνία. Η πουριτανική εργασιακή ηθική φθίνει, για παράδειγμα, όπως και η πατριαρχική ηθικότητα. Οι νόμιμες επιχειρήσεις τείνουν να συμπέσουν με τη μαφία· τα αιτήματα των συνδικάτων μετατοπίζονται από τις αυξήσεις μισθών στο περιορισμό του εργασιακού χρόνου· κοκ. 

Το ότι μια εναλλακτική ποιότητα ζωής είναι εφικτή έχει αποδειχθεί. Η συγκεκριμένη ουτοπία του Μπλοχ μπορεί να επιτευχθεί. Εν πάση περιπτώσει, μια μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού συνεχίζει να αρνείται την ίδια την ιδέα μιας ριζικής αλλαγής. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι η συντριπτική ισχύς και η αναπληρωτική δύναμη της εδραιωμένης κοινωνίας. Ένας άλλος λόγος είναι η ενδοβολή των εμφανών πλεονεκτημάτων αυτής της κοινωνίας. Αλλά ένας περαιτέρω λόγος βρίσκεται στη βασική ενστικτική δομή των ίδιων των ατόμων. Έτσι φτάνουμε, τελικά, σε μια σύντομη συζήτηση των ριζών αυτής της αποστροφής για την ιστορικά εφικτή αλλαγή στα ίδια τα άτομα. 

Όπως ανέφερα στην αρχή, ο Φρόυντ υποστηρίζει πως ο ανθρώπινος οργανισμός επιδεικνύει μια πρωταρχική ορμή προς μια κατάσταση ύπαρξης χωρίς οδυνηρή ένταση, μια κατάσταση ελευθερίας από τον πόνο. Ο Φρόυντ εντοπίζει αυτή την κατάσταση πλήρωσης και ελευθερίας στις πρώιμες απαρχές της ζωής, στη ζωή μέσα στη μήτρα. Κατά συνέπεια, αντιμετώπιζε την ορμή προς μια κατάσταση απουσίας πόνου σαν μια επιθυμία επιστροφής σε ένα προηγούμενο στάδιο της ζωής, προγενέστερο της συνειδητής οργανικής ζωής. Απέδιδε αυτή την επιθυμία επιστροφής σε προγενέστερα στάδια της ζωής σε ένα ένστικτο του θανάτου και της καταστροφής. Αυτό το ένστικτο του θανάτου και της καταστροφής πασχίζει να πετύχει μιαν άρνηση της ζωής μέσω εξωτερίκευσης. Αυτό σημαίνει πως η εν λόγω ορμή κατευθύνεται πέρ’ από το άτομο, έξω από τον εαυτό του ή τον εαυτό της. Κατευθύνεται προς τη ζωή πέραν του ατόμου. Η ορμή αυτή εξωτερικεύεται· αν δεν εξωτερικευόταν, θα είχαμε απλώς μία αυτοκτονική κατάσταση. Στρέφεται προς την καταστροφή άλλων ζωντανών πραγμάτων, άλλων έμβιων όντων, και της ίδιας τής φύσης. Ο Φρόυντ αποκαλούσε αυτή την ορμή «μια μακριά παράκαμψη προς τον θάνατο». 

Μπορούμε άραγε τώρα να υποθέσουμε θεωρητικά, ενάντια στον Φρόυντ, ότι η επιδίωξη μιας κατάστασης ελευθερίας από τον πόνο αποτελεί μέρος του Έρωτα, των ενστίκτων της ζωής, αντί του ενστίκτου τού θανάτου; Αν ισχύει, αυτή η επιθυμία για πλήρωση θα πετύχαινε τον σκοπό της όχι στις απαρχές αλλά στην ανθοφορία και στην ωριμότητα της ζωής. Θα λειτουργούσε όχι σαν μια επιθυμία επιστροφής αλλά σαν επιθυμία προόδου. Θα λειτουργούσε έτσι ώστε να προστατεύει και να ενισχύει την ίδια τη ζωή. Η ορμή προς την απουσία πόνου, προς την ειρήνευση της ύπαρξης, τότε θα επιζητούσε πλήρωση στην προστατευτική φροντίδα για όλα τα ζωντανά πράγματα. Θα έβρισκε πλήρωση στην ανάκτηση και συντήρηση του ζωικού μας περιβάλλοντος και στην αποκατάσταση της φύσης, τόσο της εξωτερικής όσο αυτής μέσα στα ανθρώπινα όντα. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίον βλέπω το σημερινό περιβαλλοντικό κίνημα, το οικολογικό κίνημα των ημερών μας.

Το οικολογικό κίνημα αποκαλύπτεται ως, σε τελευταία ανάλυση, ένα πολιτικό και ψυχολογικό κίνημα απελευθέρωσης. Είναι πολιτικό επειδή αντιμετωπίζει τις ενορχηστρωμένες δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, του οποίου τα ζωτικά συμφέροντα το κίνημα απειλεί. Είναι ψυχολογικό επειδή (και αυτό είναι το σημαντικότερο σημείο) ειρηνεύει την εξωτερική φύση, προστατεύει το ζωτικό περιβάλλον, και ειρηνεύει επίσης τη φύση μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Ένας επιτυχημένος περιβαλλοντισμός θα υπαγάγει, μέσα στα άτομα, την καταστροφική ενέργεια στην ερωτική ενέργεια.

Σήμερα, αυτή η δύναμη υπέρβασης του Έρωτα προς την πλήρωση συρρικνώνεται επικίνδυνα από την κοινωνική οργάνωση της καταστροφικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, τα ένστικτα της ζωής γίνονται όλο και πιο αδύναμα να υποκινήσουν μια εξέγερση ενάντια στη επικρατούσα Αρχή της Πραγματικότητας. Εκείνο που η δύναμη του Έρωτα είναι αρκετά ισχυρή να κάνει είναι το ακόλουθο. Υπηρετεί στο να κινεί μία μη κομφορμιστική ομάδα από κοινού με άλλες ομάδες μη σιωπηλών πολιτών σε μια διαμαρτυρία πολύ διαφορετική από τις παραδοσιακές μορφές ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας. Η εμφάνιση σε αυτή τη διαμαρτυρία μιας νέας γλώσσας, νέας συμπεριφοράς, νέων σκοπών, μαρτυρεί τις ψυχοσωματικές ρίζες του πράγματος. Εκείνο που έχουμε μπροστά μας είναι μια πολιτικοποίηση της ερωτικής ενέργειας. Αυτό, υποστηρίζω, είναι το διακριτικό γνώρισμα των περισσότερων ριζοσπαστικών κινημάτων σήμερα. Τα κινήματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την ταξική πάλη με την παραδοσιακή έννοια. Δεν συνιστούν έναν αγώνα να αντικατασταθεί μια δομή εξουσίας με μία άλλη. Αυτά τα ριζοσπαστικά κινήματα είναι μάλλον υπαρξιακές εξεγέρσεις ενάντια σε μια παρωχημένη Αρχή της Πραγματικότητας. Είναι μια εξέγερση διενεργούμενη από το πνεύμα και το σώμα των ίδιων των ατόμων: αποτέλεσμα το οποίο είναι διανοητικό όσο και ενστικτικό. Μια εξέγερση στην οποία ο όλος οργανισμός, η ίδια η ψυχή του ανθρώπινου όντος, γίνεται πολιτική. Μια εξέγερση των ενστίκτων της ζωής εναντίον της οργανωμένης και κοινωνικοποιημένης καταστροφής.

Πρέπει και πάλι να δείξω την αμφισημία αυτής της κατά τα άλλα ελπιδοφόρας εξέγερσης. Η εξατομίκευση και σωματοποίηση της ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας, η επικέντρωσή της στην ευαισθησία και στα αισθήματα των ατόμων, συγκρούεται με την οργάνωση και την αυτοπειθαρχία που απαιτείται από μία αποτελεσματική πολιτική πράξη. Ο αγώνας για την αλλαγή αυτών των αντικειμενικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που είναι η βάση για την ψυχοσωματική, υποκειμενική μεταμόρφωση μοιάζει να αποδυναμώνεται. Το σώμα και η ψυχή των ατόμων υπήρξαν πάντοτε αναλώσιμα, έτοιμα να θυσιαστούν (ή να αυτοθυσιαστούν) για ένα πραγμοποιημένο, υποστασιοποιημένο όλον – είτε είναι αυτό το Κράτος, είτε η Εκκλησία είτε η Επανάσταση. Ευαισθησία και φαντασία δεν ταιριάζουν με τους ρεαλιστές που ορίζουν τις ζωές μας. Με άλλα λόγια, μια ορισμένη αδυναμία φαίνεται ότι είναι εγγενές χαρακτηριστικό κάθε ριζοσπαστικής αντίστασης η οποία μένει έξω από τις μαζικές οργανώσεις των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων, κοκ.

Η σύγχρονη ριζοσπαστική διαμαρτυρία μπορεί να φαίνεται καταδικασμένη σε περιθωριακή σημασία όταν συγκρίνεται με την αποτελεσματικότητα των μαζικών οργανώσεων. Ωστόσο, μια τέτοια αδυναμία ήταν πάντα η αρχική ποιότητα ομάδων και ατόμων που υποστήριζαν ανθρώπινα δικαιώματα και ανθρώπινους σκοπούς πάνω και πέρ’ από τους λεγόμενους ρεαλιστικούς στόχους. Η αδυναμία αυτών των κινημάτων είναι ίσως τεκμήριο της αυθεντικότητάς τους. Η απομόνωσή τους είναι ίσως τεκμήριο των απελπισμένων προσπαθειών που χρειάζονται για να δραπετεύσουν από το πανταχού παρόν σύστημα της κυριαρχίας, να διαρρήξουν το συνεχές της ρεαλιστικής, κερδοφόρας καταστροφής. 

Η επιστροφή που τα σύγχρονα ριζοσπαστικά κινήματα έχουν πραγματοποιήσει, η επιστροφή στην ψυχοσωματική σφαίρα των ενστίκτων της ζωής, η επιστροφή τους στην εικόνα της συγκεκριμένης ουτοπίας, μπορεί να βοηθήσει να αναπροσδιοριστούν οι ανθρώπινοι σκοποί της ριζικής αλλαγής. Και θα τολμήσω να ορίσω τον κύριο τέτοιο σκοπό με μια σύντομη πρόταση. Ο σκοπός της ριζικής αλλαγής σήμερα είναι η ανάδυση ανθρώπινων όντων που θα ήταν φυσικά και πνευματικά αδύνατο να επινοήσουν ένα νέο Άουσβιτς.

Η αντίρρηση σε αυτό τον υψηλό σκοπό η οποία προβάλλεται μερικές φορές, ότι δηλαδή ο σκοπός αυτός είναι ασύμβατος με τη φύση του ανθρώπου, μαρτυρεί μόνο ένα πράγμα. Μαρτυρεί τον βαθμό στον οποίον η εν λόγω αντίρρηση έχει ενδώσει σε μια κομφορμιστική ιδεολογία. Η τελευταία αυτή ιδεολογία παρουσιάζει το ιστορικό συνεχές της καταστολής και της παλινδρόμησης σαν νόμο της φύσης. Ενάντια σε αυτή την ιδεολογία, επιμένω πως δεν υφίσταται πράγμα τέτοιου είδους όπως μια αμετάβλητη ανθρώπινη φύση. Πάνω και πέρ’ από το ζωικό επίπεδο, τα ανθρώπινα όντα είναι διαμορφώσιμα, σωματικά και πνευματικά, έως τα βάθη της ενστικτικής τους δομής. Άνδρες και γυναίκες μπορούν να προγραμματίζονται σαν μηχανικά αυτόματα, ναι – αλλά μπορούν επίσης και να αρνούνται. 

Σας ευχαριστώ. 


Από το βιβλίο Βασικά Κείμενα Φιλοσοφίας, εκδ. Παπαζήση, 2014
Μετάφραση: Φώτης Τερζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε ακόμα