Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

H «ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ» ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ

Του Φώτη Τερζάκη

Μέσα στον σημαδεμένο χειμώνα του 2015, τη στιγμή που μια εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση η οποία θέλει να λέγεται «αριστερή» γονάτιζε μπροστά στα εκτελεστικά όργανα των ευρωπαϊκών τραπεζών και επιχειρήσεων παραιτούμενη από το ανειλημμένο καθήκον να κυβερνήσει προς το συμφέρον τού λαού που την εξουσιοδότησε, πρακτορεία του νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» και του δωσιλογικού ευρωπαϊσμού στο εσωτερικό τής χώρας –έντυπα όπως το The Athens Review of Books, το The Books Journal κι ένα μέρος τού αηδιαστικού καθεστωτικού τύπου– σήκωναν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο δημοσιότητας γύρω από ένα «φιλοσοφικό» πόνημα τρίτης –επιεικώς– κατηγορίας: το βιβλίο τού Mark Lilla, Η σαγήνη των Συρακουσών. Διανοούμενοι στην πολιτική1. Γιατί άραγε;

Κατ’ αρχάς, το φαινόμενο έχει ιστορία. Σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μου σε αυτό εδώ το περιοδικό2 είχα μιλήσει για τη «νέα φιλοσοφική δεξιά» – που δεν είναι βεβαίως ούτε «φιλοσοφική» ούτε «νέα», αλλά δεν έβρισκα προσφορότερο τίτλο για τη νεοσυντηρητική αντεπίθεση στο πεδίο των ιδεών που, αφορμώμενη από την κατάρρευση του λεγόμενου Σοσιαλιστικού μπλοκ, ξετυλίγεται απρόσκοπτα από τη δεκαετία τού 1990 ώς τις ημέρες μας αποβαίνοντας αυτό που θα λέγαμε κυρίαρχη ιδεολογία τού παγκοσμιοποιούμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Το πιο ιδιάζον χαρακτηριστικό της είναι ότι ιδιοποιείται επιχειρήματα από το «προοδευτικό» οπλοστάσιο παλαιότερων εποχών, θραύσματα ιδεών δανεισμένων από τον λόγο τού ριζοσπαστικού διαφωτισμού, της μαχόμενης αριστεράς και των ελευθεριακών κοινωνικών κινημάτων, για να τα διαστρέψει και να τα στρέψει εναντίον τους. Στρατηγική της είναι η σύγχυση, μέσ’ από την οποίαν αναμένεται να επιπλεύσει η μελαγχολική ιδέα ότι ζούμε ήδη στον καλύτερο δυνατό των κόσμων, που είναι ο κόσμος των παγκοσμιοποιημένων αγορών και της νεοαποικιακής κυριαρχίας τής Δύσης, και ότι κάθε εναντίωση σε αυτόν, κάθε απόπειρα να φανταστούμε και να επιδιώξουμε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο οδηγεί αναπόδραστα στην τυραννία.
 
Ένας ειδικότερος ρητορικός στερεότυπος αυτής της ιδεολογίας, είναι η εξίσωση του κομμουνισμού με τον φασισμό κάτω από μια ομιχλώδη και ανακριβή χρήση τού όρου «ολοκληρωτισμός» (ή ακόμη πιο ανακριβών όρων, όπως «δικτατορία» ή «τυραννία»· στην καθ’ ημάς δημοσιογραφική αργκό, εκφράστηκε στην προσφιλή θεωρία των ηλιθίων περί των «δύο άκρων» τού πολιτικού φάσματος). Όρος δυνατότητας για την επιβολή του είναι από τη μία πλευρά η αποφυγή μιας εις βάθος εξήγησης της δομής τού ολοκληρωτισμού, και από την άλλη –αυτό είναι στρατηγικά κρίσιμο– μια ταύτιση του όρου «κομμουνισμός» με ιδιόμορφους σχηματισμούς κρατικού-στρατιωτικοποιημένου καπιταλισμού όπως η ΕΣΣΔ και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (από ’κει και πέρα προσθέτουμε κατά βούλησιν: Κούβα, Καμπότζη, Αλβανία, Βόρειος Κορέα, κτλ. κτλ.). Έτσι μπορεί να ιδιοποιηθεί κάποιος αριστερές κριτικές στο γραφειοκρατικό σοβιετικό μοντέλο βάζοντάς τες να υπηρετήσουν, εκούσες άκουσες, μιαν αγιοποίηση των αγορών και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης.

Έτσι φτάνουμε στην περίπτωση του Mark Lilla. Το ότι δεν πρόκειται για κανέναν στοχαστή ολκής το διαπιστώνει κανείς από την πρώτη αράδα· ύφος του είναι η χρυσή κοινοτοπία τού γιάπη-ακαδημαϊκού, αυτού του μαζικού –και εξόχως εξαγώγιμου– προϊόντος των αγγλοσαξωνικών πανεπιστημίων. Ηθικολογία, «πολιτική ορθότητα», συμμόρφωση με καθιερωμένες αξίες και άγραφους κανόνες δεοντολογίας, σεβασμός για την εδραιωμένη κοινωνική τάξη είναι τα ανταγωνιστικά του πλεονεκτήματα στην καταξίωση μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Πέραν αυτών, ο Mark Lilla, παρατηρητής μεταξύ άλλων των γαλλικών δημόσιων πραγμάτων, διαθέτει προφανώς κάποιες φιλοσοφικές γνώσεις απαραίτητες για τη δουλειά του, αλλά είναι δύσκολο να πει κάποιος σε ποιο βάθος φτάνουν δεδομένου ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι ένα φιλοσοφικό έργο. Είναι βασικά ένα κείμενο φιλοσοφικής δημοσιογραφίας, για να το πω έτσι (θα μπορούσα ακόμη καλύτερα να το πω «φιλοσοφική ηθογραφία»). Οι περιπτώσεις των στοχαστών που συζητάει –Μάρτιν Χάιντεγκερ, Χάνα Άρεντ, Καρλ Γιάσπερς, Καρλ Σμιτ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Αλεξάντρ Κοζέβ, Μισέλ Φουκώ, Ζακ Ντεριντά– δεν τον ενδιαφέρουν από την άποψη των ιδιαζόντως φιλοσοφικών προβλημάτων που έθεσαν αλλά στο επίπεδο κάποιων ειδικών βιογραφικών στοιχείων: συγκεκριμένα, των πολιτικών τους συμπαθειών ή στρατεύσεων σε κάποια στιγμή της ζωής τους (και ανεξαρτήτως της δομικής σχέσης, που θα πρέπει βεβαίως να δειχθεί αν υπάρχει, αυτών των επιλογών με τον ίδιο τον φιλοσοφικό καμβά τής σκέψης τους). Και αυτό πάλι όχι χάριν ενός καθαρού και ανυστερόβουλου κουτσομπολιού, του είδους που παθιάζει ένα ορισμένο κοινό επιδερμικών αναγνωστών, αλλά για να εκδώσει μια ιδεολογικά φορτισμένη ετυμηγορία: ότι κάθε πολιτική ενασχόληση ή εμπλοκή, κάθε είδους «στράτευση»,  βλάπτει σοβαρά τους διανοούμενους, αν δεν είναι ήδη τεκμήριο μια ηθικής στρέβλωσης, μιας φαυλότητας του χαρακτήρα.

Όπως γίνεται συνήθως σε αυτή τη ρητορική, «χτυπάμε τον γάιδαρο για ν’ ακούσει το σαμάρι». Τί το επιλήψιμο υπάρχει, θα πει κάποιος, στο να στηλιτεύουμε τους διανοούμενους όταν συνθηκολογούν με την εξουσία και θέτουν τη γραφίδα τους στην υπηρεσία τυράννων; Αυτό μάλιστα δεν είναι το προπατορικό αμάρτημα της φιλοσοφίας, που αιώνες τώρα δεν λέμε να συγχωρήσουμε στον Πλάτωνα, ο οποίος είδε στον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο τον δυνητικό «ένοπλο βραχίονα» των Ιδεών του, ικανό να υλοποιήσει τη σύλληψή του για το πώς πρέπει να ζούνε οι άνθρωποι σε μια ιδεώδη πολιτεία; Τίποτα… εάν επρόκειτο όντως γι’ αυτό. Αλλά δεν πρόκειται. Παρά το καθοδηγητικό του παράδειγμα (που επιτονίζεται από την καταγγελία τού Τσέσλαβ Μίλος στο έντιμο βιβλίο του Η αιχμάλωτη σκέψη, την οποία ο Mark Lilla επικαλείται στον πρόλογό του), ο ίδιος διαστρέφει πονηρά την αναλογία με δύο τρόπους: πρώτον, οι περισσότεροι από τους στοχαστές που κρίνει δεν συνθηκολόγησαν με μία εδραιωμένη εξουσία αλλά ύμνησαν –όσο ύμνησαν– μια εξουσία ερχόμενη, όχι από δουλικό σεβασμό αλλά από δικαιολογημένο μίσος για την υπάρχουσα, άδικη και καταπιεστική και ιστορικά φθαρμένη κατάσταση πραγμάτων· και δεύτερον, οι «εξουσίες» με τις οποίες κατηγορεί τους στοχαστές του ότι συνέπλευσαν δεν είναι ίδιες: ο κομμουνισμός ήταν –και παραμένει– ένας απέραντος και αδιερεύνητος ακόμα ορίζοντας ελπίδας για την ανθρωπότητα, και τυχόν εθελοτυφλία απέναντι στις αντεπαναστατικές εκτροπές πολλών πειραμάτων του κρίνεται μεν, αλλά γίνεται κατανοητή στο φως της ανθρώπινης αδυναμίας που εννοεί να γαντζώνεται πεισματικά στην ελπίδα έστω και αν η πραγματικότητα την αρνείται ωμά· ο φασισμός δεν θα πω απλώς ότι ήταν, παρά τις επαναστατικές προσποιήσεις του, ο δούρειος ίππος τού πιο επιθετικού καπιταλισμού όταν οι φιλελεύθερες διαμεσολαβήσεις σαρώνονταν από την ίδια τη δυναμική που ο τελευταίος εξαπέλυσε (αυτό ας πούμε πως δεν μπορούσε να το διαβλέψει κάποιος πολιτικά άπειρος), αλλά ήταν οπωσδήποτε η στυγνή, απροκάλυπτη έκφραση ενός νοσηρού σαδομαζοχιστικού στοιχείου που μόνο σε ακραία διαστροφικές προσωπικότητες μπορούσε ν’ ασκεί κάποια έλξη. Μέσ’ από αυτή τη διπλή διολίσθηση, υποψιάζεται κάποιος, ο Mark Lilla πάει να μετατρέψει την αυθόρμητη ψυχική αποστροφή που νιώθει ο μέσος σημερινός δυτικός αναγνώστης για τον ιστορικό φασισμό σε απέχθεια για τον κομμουνισμό και για όλα τα σχέδια επαναστατικής αναμόρφωσης του κόσμου. Και δεν είναι ο πρώτος που το κάνει…

Δεν είναι όμως ούτε ο πιο προικισμένος – και αυτό κάνει εξόφθαλμη την κουτοπόνηρη ρητορεία του. Απολαύστε ένα διαμάντι «θεωρητικής» επιχειρηματολογίας, από τον Πρόλογο κιόλας τού βιβλίου:            

Τί ήταν αυτό που τους έκανε [τέτοιους διανοούμενους] να δικαιολογήσουν τις πράξεις σύγχρονων τυράννων ή, συνηθέστερα, να υποστηρίξουν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην τυραννία και τις ελεύθερες κοινωνίες της Δύσης; Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα έγιναν δεκτά με ανοιχτές αγκάλες από πολλούς δυτικοευρωπαίους διανοούμενους, ενώ αμέτρητα ήταν τα «εθνικοαπελευθερωτικά» κινήματα που δεν άργησαν διόλου να εξελιχθούν σε παραδοσιακές τυραννίες, σπέρνοντας τη δυστυχία σε διάφορους δύσμοιρους λαούς ανά την υφήλιο. Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η Δυτική δημοκρατία δεν έπαψε να δαιμονοποιείται και να παρουσιάζεται ως η πραγματική εστία της τυραννίας – της τυραννίας του κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού, του αστικού κομφορμισμού, της «μεταφυσικής», της «ισχύος», ακόμη και της «γλώσσας» (σελ.  18).

Όχι μόνο μάς εξηγεί τί περιέχει ο όρος «τυραννία» –για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία: τα φασιστικά καθεστώτα, τα κομμουνιστικά καθεστώτα και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα– αλλά και μας αποκαλύπτει ποιος είναι ο άσπονδος εχθρός τους: οι «ελεύθερες κοινωνίες της Δύσης» (!). Αν οι τελευταίες δαιμονοποιούνται από τους διεστραμμένους εχθρούς της ως «πραγματική εστία της τυραννίας – του κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού, του αστικού κομφορμισμού, της “μεταφυσικής” και της “ισχύος”», μήπως θα πρέπει εμείς, οι ηθικοί δημοκράτες της Δύσης, εξ αντιδιαστολής, να διεξαγάγουμε τη σταυροφορία μας κατά των ανήκουστων αυτών βαρβάρων στο όνομα ακριβώς του κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού, του αστικού κομφορμισμού, της μεταφυσικής και της ισχύος; Ας μου πει κάποιος, σε τί πνευματικού επιπέδου παραλήπτες απευθύνεται αυτό το μήνυμα;

Ελάχιστα ενδιαφέρει τον Mark Lilla, όπως είπα, η εσωτερική άρθρωση της σκέψης των στοχαστών που συζητάει. Πληρέστερη από άποψη θεωρητικής ανασύστασης μπορεί θεωρηθεί να έκθεση του Καρλ Σμιτ (ίσως επειδή η σκέψη του είναι αμιγέστερα πολιτική, και για τον ίδιο λόγο επίσης ευκολότερα κατακριτέα)· πιο απογοητευτική όλων, οπωσδήποτε, η έκθεση του Χάιντεγκερ: στην πραγματικότητα, το κείμενο είναι μια διεξοδική παρουσίαση της αλληλογραφίας τού φιλοσόφου με την Χάννα Άρεντ και τον Καρλ Γιάσπερς, πλούσια σε λεπτομέρειες ιδιωτικού χαρακτήρα και ειδικά επικεντρωμένη στα τεκμήρια (με τη δικαστική έννοια του όρου) των αμετανόητων συμπαθειών του προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Για τον Χάιντεγκερ, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, έχουν δημοσιευθεί κι εξακολουθούν να δημοσιεύονται πάρα πολλά –ύποπτα πολλά– στις ημέρες μας, και δεν έχω όρεξη να εμπλακώ εδώ σε μία ακόμα σχοινοτενή συζήτηση. Θέλω ωστόσο να παρατηρήσω δύο πράγματα. Πρώτον, ότι κανένας δεν έχει δείξει πειστικά κάποια εγγενή και αναγκαία σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία του και την προσωπική του ναζιστική εμπλοκή – όπως, ας πούμε, στην περίπτωση του Καρλ Σμιτ… Πολλά είναι αξιοκατάκριτα στον Χάιντεγκερ, αν μιλάμε προσωπικά, όμως η ατομική προσχώρηση κάποιου στην πολιτική δεξιά δεν ακυρώνει αυτοδικαίως την αξία τού έργου του (όπως δεν την ακυρώνει στην περίπτωση του Έζρα Πάουντ, του Σελίν ή του Κνουτ Χάμσουν) – για τον προφανή λόγο ότι η αντικειμενική σημασία ενός έργου δεν συμπίπτει ποτέ πλήρως με τις πεποιθήσεις τού δημιουργού του. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι στο έργο τού Χάιντεγκερ υπάρχει αρκετά βαθύ φιλοσοφικό περιεχόμενο και αρκετή πυκνότητα και πολυσημία ώστε να μην κινδυνεύει να καταρρακωθεί, στο σύνολό του τουλάχιστον, από την πολιτική ανοησία τού συγγραφέα του. Δεύτερον, και πολύ πιο σημαντικό: είναι τουλάχιστον υποκριτικό, αν όχι αντιπερισπασμός ύπουλα σχεδιασμένος, να βυσσοδομεί κάποιος εναντίον των καλλιτεχνών και διανοουμένων που γοητεύθηκαν από τον φασισμό αφήνοντας στο απυρόβλητο όχι μόνο τους μηχανισμούς που τον γέννησαν, αλλ’ ακόμη –και προπαντός– την αναδρομική του νομιμοποίηση εκ μέρους των «δημοκρατιών» που τον διαδέχθηκαν, με τη διατήρηση εγκληματικών προσώπων και μηχανισμών στις υπηρεσίες των νέων κυριάρχων. Ξέρει κανείς να μας πει πόσα και ποια ναζιστικά στοιχεία εν πρώτοις απενοχοποιήθηκαν, κι εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά από την Ομοσπονδιακή Γερμανία και τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής;3 Τον ρόλο τους στην αρχιτεκτονική τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τόσο μελοδραματικά υπερασπίζονται λιγωμένοι δημοκράτες όπως ο συγγραφέας μας και οι προπαγανδιστές του; Για να το πω ωμά, πολύ λιγότερο ενδιαφέρει σε τί ποσοστό ήταν «φασίστας» ο Χάιντεγκερ από το σε τί ποσοστό είναι φασιστικές οι σύγχρονες δυτικές «δημοκρατίες» (απολογητής των οποίων εμφανίζεται ο Mark Lilla, ο τιμητής των «φιλοτύραννων» διανοουμένων…).

Αν η πραγμάτευση του Κοζέβ είναι κάπως λιγότερο απογοητευτική από τις πραγματεύσεις του Φουκώ και του Ντεριντά, οφείλεται πάλι στο ότι ο Κοζέβ ήταν μάλλον συγκυριακά θεωρητικός και πολύ περισσότερο μια πολιτική φιγούρα – εξαιρετικά διφορούμενη, και κυρίως παρασκηνιακή, με πολλά σημεία τής δράσης του σκοτεινά και αδιερεύνητα ακόμα… Είναι ίσως ο μόνος από τους στοχαστές αυτού του βιβλίου, περισσότερο ασφαλώς από τον Καρλ Σμιτ, που είχε κάποια ουσιώδη ανάμιξη στην ενεργό πολιτική – όμως εδώ, όπως και παντού, ο Mark Lilla ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να καταγγείλει ιδέες παρά πράξεις· και από τις ιδέες, κυρίως εκείνες που μπορούν να ενσπείρουν καχυποψία ή εχθρότητα απέναντι στον «δυτικό κόσμο» ο οποίος τον μισθοδοτεί για να γράφει.

Οι πραγματεύσεις του Φουκώ και του Ντεριντά χαρακτηρίζονται από την ίδια επιδερμική επιλεκτικότητα, από την ίδια ανικανότητα να ανασυστήσει, σε κλίμακα έστω, την ολότητα μιας φιλοσοφικής σκέψης και την ιστορία των εννοιών που χρησιμοποιεί, δείχνοντας τί είναι πραγματικά βαρύνον –θετικά ή αρνητικά– σε αυτήν. Στην περίπτωση του Φουκώ καταφεύγει και πάλι στις βιογραφικές λεπτομέρειες και στην ηθικολογική κριτική – όπου, μεταξύ άλλων, θα στηλιτεύσει τη «νοσηρή έλξη για τις “οριακές εμπειρίες“» (μεταξύ των οποίων κατονομάζονται τα ναρκωτικά, η κοινοβιακή ζωή και ο σεξουαλικός πειραματισμός ως μέσα διαφυγής από τη λαβή τής «εξουσίας»). Μακριά από το να συζητήσει τα αληθινά επιστημολογικά προβλήματα που εγείρει το έργο τού Φουκώ, εστιάζεται στην «πολιτική λοξοδρόμησή» του μέσω της οποίας είναι φανερό ότι θέλει να πλήξει κυρίως τον ριζοσπαστισμό των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας τού ’60: τη σεξουαλική επανάσταση, τον γενικευμένο αντικομφορμισμό και την εναντίωση στους κατασταλτικούς αστικούς θεσμούς, τους αντιαποικιακούς αγώνες... Εκείνο που κυρίως τον σκανδαλίζει εδώ είναι πράγματα όπως η αποκαθήλωση του κύρους σεβάσμιων επιστημονικών κλάδων, φερ’ ειπείν τής ιατρικής (την οποία, υπονοεί με κάποια χαιρεκακία, ο Φουκώ πλήρωσε με τη ζωή του), η εξίσωση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών με αόρατες φυλακές, πάνω απ’ όλα όμως η εκ μέρους τού Φουκώ υποστήριξη της Ιρανικής επανάστασης του 1979, σ’ ένα πρώτο αρχικό στάδιο (όταν ο ισλαμισμός ήταν μία μόνο από τις δυνάμεις που την έφεραν εις πέρας· ξεχνάμε τον ρόλο των ιρανών κομμουνιστών σε αυτήν, τους οποίους αργότερα εκκαθάρισε ο χομεϊνικός κλήρος) όπου το επίτευγμά της, η αποτίναξε του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού ζυγού, ήταν αναμφισβήτητο, συγκρίσιμο ίσως με τον θαύμα τού Βιετνάμ λίγο νωρίτερα στην ίδια δεκαετία…

Στην περίπτωση του Ντεριντά είναι αρκετά πιο αμήχανος, γιατί προφανώς τον καταλαβαίνει λιγότερο. Αφού κάνει μια, επιπόλαιη πάντα, απόπειρα χαρτογράφησης των μεταπολεμικών γαλλικών ιδεών, δανεισμένη εν πολλοίς από ιστορικούς τής φιλοσοφίας όπως ο Vincent Descombes και ο François Dosse, θα σταθεί –δικαιολογημένα κατ’ αρχήν– στην απορία τού πώς συνδέονται οι ύστερες δηλώσεις σεβασμού εκ μέρους τού Ντεριντά στον μαρξισμό, οσοδήποτε προσχηματικές ή θεατρικές, με την βαθιά απολιτική υφή τής όλης φιλοσοφίας του. Στην πραγματικότητα, ο Mark Lilla δεν θα είχε ασχοληθεί καθόλου με τον Ντεριντά, ούτε θα τον είχαν ενοχλήσει διόλου οι κομφορμιστικές επιπτώσεις τού προηγούμενου «αποδομητικού» του ζήλου (αν εξαιρέσουμε κάποιες λεκτικές του ακρότητες), αν δεν ήταν αυτό το αγκάθι των τελευταίων «πολιτικών» έργων του: πώς είναι δυνατόν, δηλαδή, ένας στοχαστής με τόσο μεγάλο ακροατήριο και στις δύο πλευρές τού Ατλαντικού, έστω εκκεντρικός, να ομολογεί ότι εξακολουθεί να κατακλύζεται από συγκίνηση κάθε φορά που ακούει τη Διεθνή;

Σε κάθε περίπτωση, η συμπαράθεση στοχαστών όπως ο Φουκώ και ο Ντεριντά με αυταρχικούς θεωρητικούς τής δεξιάς έχει κάτι το εξαρχής βεβιασμένο και γεννά νόμιμες απορίες. Στο κάτω κάτω, αν ο συγγραφέας μας ήθελε να διασύρει μεγάλους φιλοσοβιετικούς στοχαστές τού καιρού του, πολύ πιο κατάλληλοι για τον σκοπό του δεν θα ήταν ο Λούκατς, ο Ερνστ Μπλοχ ή ο ίδιος ο Σαρτρ (στον οποίον αναφέρεται εν παρόδω στο κείμενο για τον Ντεριντά); Ή μήπως εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η απήχησή τους σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο που  έχει κατά νου; Ωστόσο, εκεί που ξεπερνά κάθε όριο κατάχρησης είναι η προσθήκη τού Βάλτερ Μπένγιαμιν στον κατάλογό του. Η συμπερίληψη στη χορεία των «φιλοτύραννων» διανοουμένων ενός θύματος του ναζισμού, προερχόμενου από έναν θύλακο συγκινητικής και ανυποχώρητης αντίστασης στην ολοκληρωτική προέλαση (που ήταν η λεγόμενη Σχολή τής Φραγκφούρτης και οι συνοδοιπόροι της), αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας. Τι είναι εκείνο που εξοργίζει τον Mark Lilla στην περίπτωση του Μπένγιαμιν; Το πόσο λίγο κατανοεί τη σκέψη του δεν μας εκπλήσσει. Παρακολουθώντας ωστόσο την πραγμάτευσή του –που και πάλι βασίζεται στη δημοσιογραφική ευκολία της βιογραφίας, εδώ κυρίως μέσ’ από την επιστολογραφία τού Μπένγιαμιν με τον Γκέρσομ Σόλεμ– βλέπουμε ότι το σκάνδαλο ήταν ακριβώς η ανάμιξη μεσσιανικών ιδεών με το μαρξιστικό αίτημα της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Το σε ποιον βαθμό η απόπειρα μιας τέτοιας σύνθεσης ήταν επιτυχημένη, αποκαλυπτική, ελλιπής, απονενοημένη, είναι βεβαίως ζήτημα που μπορεί να συζητηθεί επί μακρόν· αυτό όμως προϋποθέτει μια σε βάθος ανάγνωση του Μπένγιαμιν και καλή γνώση των παραδόσεων με τις οποίες αυτός συνομιλεί, πράγματα που ο Mark Lilla δεν έχει. Ούτε και τον ενδιαφέρουν όμως· γι’ αυτόν, ο Μπένγιαμιν είναι κατά βάσιν ένοχος μιας ριζικής άρνησης της παρούσας κοινωνίας – και για να επιτείνει την αίσθηση του «αμαρτήματος» προσεπικαλείται τη συνομιλία του με θεωρητικούς της δεξιάς (όπως ο Καρλ Σμιτ, ο Κλάγκες, ο Σπένγκλερ, ο Ερνστ Γιούνγκερ…). Αν η διαλεκτική ευαισθησία τού Μπένγιαμιν έβλεπε σε αυτούς έναν κρυμμένο επαναστατικό σπινθήρα, αυτόν τον «ξεστρατημένο αντικαπιταλισμό» που διαποτίζει τους περισσότερους επιγόνους τής ρομαντικής περιπέτειας, ο Mark Lilla έχει μάλλον στοχεύσει σωστά: δείχνει ακριβώς τί είναι αυτό που φοβάται.
 
Εν πάση περιπτώσει, οι σελίδες που ο Mark Lilla αφιερώνει στους συγκεκριμένους στοχαστές είναι σχετικά αναγνώσιμες. Παρά την επιφανειακότητα της πραγμάτευσής του, περιέχουν αρκετές χρήσιμες πληροφορίες βιογραφικού είτε άλλου τύπου, από καιρού εις καιρόν κάποια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, και πάντως διατηρούν ένα επίπεδο δημοσιογραφικής εάν μη τι άλλο ευπρέπειας. Εκεί που κυριολεκτικά εκτραχηλίζεται, που φανερώνει την αληθινή του πνευματική στάθμη και γίνεται όντως αξιοθρήνητος (ή κατάπτυστος, ανάλογα με τα αποθέματα ψυχικής αντοχής τού αναγνώστη), είναι εκεί που αποκαλύπτει απερίφραστα τα πραγματικά κίνητρα και τη στόχευση του έργου του: στον Πρόλογο, και στο Επίμετρο που επιγράφει ακριβώς «Η σαγήνη των Συρακουσών».

Ιδού κατ’ αρχάς πώς συνοψίζει το όλο επιχείρημά του, μεταφέροντας το παράδειγμα του Πλάτωνα και του Διονυσίου των Συρακουσών στα καθ’ ημάς:

Ο Διονύσιος είναι σύγχρονός μας. Τον τελευταίο αιώνα έχει λάβει πλείστα όσα ονόματα: Λένιν και Στάλιν, Χίτλερ και Μουσολίνι, Μάο και Χο Τσι Μινχ, Κάστρο και Τρουχίλο, Αμίν Νταντά και Μπογκάσα, Σαντάμ Χουσεΐν και Χομεϊνί, Τσαουσέσκου και Μιλόσεβιτς – ο κατάλογος δεν έχει τέλος […] Η ηπειρωτική Ευρώπη, εκτός τού ότι γέννησε τα δυο μεγάλα τυραννικά συστήματα του 20ου αιώνα, τον κομμουνισμό και τον φασισμό, γέννησε κι έναν νέο κοινωνικό τύπο, στον οποίο χρειάζεται να δώσουμε ένα νέο όνομα: τον φιλοτύραννο διανοούμενο. Ορισμένοι από τους σημαντικούς στοχαστές της περιόδου αυτής, που το έργο τους εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό για εμάς σήμερα, δεν δίστασαν να υπηρετήσουν σύγχρονους Διονύσιους ανοιχτά και απροκάλυπτα, τόσο λόγω όσο και έργω […] Πρόκειται για ηδονοβλεψίες της πολιτικής που έκαναν επιμελώς σχεδιασμένες περιοδείες στις επικράτειες των τυράννων και, έχοντας εξασφαλισμένο το εισιτήριο επιστροφής, θαύμαζαν τις αγροτικές κολεκτίβες, τα εργοστάσια παραγωγής τρακτέρ, τις φυτείες ζαχαροκάλαμου, τα σχολεία, αλλά –όλως παραδόξως– δεν επισκέφθηκαν ποτέ τις φυλακές» (σελ. 300-2 passim).

Όλα κατονομάζονται και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρανόησης. Ερώτημα όμως: αν ο Λένιν είναι «το ίδιο πράγμα» με τον Τρουχίλο, ο Χο Τσι Μινχ με τον Αμίν Νταντά και ο Κάστρο με τον Χομεϊνί, τότε «τί πράγμα» είναι ο Σέσιλ Ρόουντς, ο Ντισραέλι, ο Κίσινγκερ, οι Μπους πατέρας και υιός, η Monsanto, ο Νετανιάχου και οι Ρότσιλντ; Και για να μην παίζουμε με παραδείγματα, ων ουκ έστιν τέλος: αν όντως δεκάδες επαναστάσεις που έγιναν στο όνομα της ανθρώπινης απελευθέρωσης, παντού στον κόσμο, παλινδρόμησαν σε φρικτές τυραννίες, ποιος ακριβώς ευθύνεται γι’ αυτό; Τα ιδανικά της απελευθέρωσης (και οι διανοούμενοι που τα ενστερνίστηκαν), η εγγενής φαυλότητα της ανθρώπινης φύσης (που μοιάζει να βρήκε στον καπιταλισμό την ιδεώδη κοινωνική της ρύθμιση), ή μια ωμή διεθνής πραγματικότητα που, σφυροκοπώντας ανελέητα κάθε απόπειρα διαφυγής από το παγκόσμιο σύστημα οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης, θέτει αέναα στους στασιαστές το δίλημμα εξομοίωση ή θάνατος; Από ποιους εξοπλίστηκαν αυτές οι «τυραννίες», ποιων τις μεθόδους αντέγραψαν, με ποιους εξωθήθηκαν σε συναλλαγή και συνύπαρξη, με όρους που οι τελευταίοι είχαν τη δύναμη να υπαγορεύουν; Όχι από τους απερίσκεπτους διανοούμενους, νομίζω… 

Ή μήπως ναι; Πολύ σοβαρά, ο Mark Lilla παραθέτει έναν έγκυρο (υποψιασμένο φιλελεύθερο, θα τον λέγαμε) στοχαστή της εποχής μας, που έχει να μας πει τα εξής ενδιαφέροντα:

Ο [Αϊζάια] Μπερλίν συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στην εχθρότητα απέναντι στην πολυμορφία και τον πλουραλισμό που διέκρινε σε ένα μείζον ρεύμα της Δυτικής παράδοσης το οποίο είχε ως αφετηρία του τον Πλάτωνα, έφτασε στο πνευματικό του απόγειο με τον Διαφωτισμό και πολιτικός καρπός του είναι ο ολοκληρωτισμός τού 20ού αιώνα […] Στις συγκεκριμένες παραδοχές [του διαφωτισμού] βασίζεται η οικοδόμηση και η υπεράσπιση των γκουλάγκ και των στρατοπέδων θανάτου. Όπως διατυπώνεται από τον ίδιο τον Μπερλίν, ο Διαφωτισμός παρείχε το ιδεώδες «για το οποίο έχουν στην εποχή μας θυσιάσει εαυτούς και αλλήλους περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι για οποιονδήποτε άλλο σκοπό στην ιστορία της ανθρωπότητας» (σελ. 305-6).

Αυτονόητο: αν ο Βολταίρος δεν είχε οργανώσει το δουλεμπόριο της Αφρικής, και ο Ρουσώ δεν είχε επινοήσει τον ταιηλορισμό στη βιομηχανία, και ο Ντιντερό δεν είχε ανακαλύψει την ατομική βόμβα, ο κόσμος μας δεν θα ήταν σε τέτοια κατάσταση σήμερα…! Εκτός αν ο οξυδερκής Μπερλίν είχε στο μυαλό του τη διευρυμένη έννοια του «διαφωτισμού», ως αυξανόμενη εργαλειοτεχνική κυριαρχία στη φύση, που χρησιμοποιούν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στη Διαλεκτική του διαφωτισμού – αλλά δεν το νομίζω… Το να ρίχνει κάποιος την ευθύνη για τα ιστορικά δεινά τής ανθρωπότητας στις ιδέες δεν είναι μόνο από επιστημολογική άποψη κακή ιστορία· είναι προπαντός ένα τέχνασμα αθώωσης των πραγματικών κυριάρχων και, ως εκ τούτου, η μόνη εκδήλωση διανοητικής «φιλοτυραννίας» που αξίζει αυτό το όνομα. Για ποιον «τύραννο» όμως μιλάμε; Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω εγώ υπόψη μου, τα θύματα του Χριστιανισμού στην ιστορία ξεπερνούν κατά πολύ τα θύματα του σοβαρότερου ανταγωνιστή του, του Ισλάμ, και τα θύματα της Ατλαντικής Συμμαχίας (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) στον αιώνα μας υπερβαίνουν τα θύματα του σταλινισμού και του ναζισμού μαζί.

Ενθαρρυμένος από τέτοιους προδρόμους ο Mark Lilla (υπάρχουν και άλλοι με τους οποίους η σκέψη του επιχειρεί, ρητά ή υπόρρητα, να συνδεθεί: τον Julien Benda με την Προδοσία των διανοουμένων (1927), τον Raymond Aron με το Όπιο των διανοουμένων (1955), τον Daniel Bell με το Τέλος τής ιδεολογίας (1960), τους οποίους διαβάζει σε κυμαινόμενους βαθμούς πιστότητας), τραβάει το  στρατήγημα ώς τα όρια της αντοχής του, κατεβάζοντας το επιχείρημα στο έσχατο επίπεδο γελοιότητας. Το ακόλουθο δείγμα αρκεί:

Οι ιδεολογίες του εικοστού αιώνα όχι μόνο κολάκεψαν τη ματαιοδοξία και την απροκάλυπτη φιλοδοξία ορισμένων διανοουμένων, αλλά επίσης απευθύνθηκαν, δολίως και ανειλικρινώς, στο αίσθημα δικαίου και στο μίσος ενάντια στον δεσποτισμό που ενσταλάζει, καθώς φαίνεται, μέσα μας η ίδια η σκέψη και, αν δεν χαλιναγωγηθούν, μπορούν κυριολεκτικά να μας κατακυριεύσουν. Σε όσους έχουν κατακυριευθεί από τα αισθήματα αυτά, κάθε προσφυγή στη σωφροσύνη και στον σκεπτικισμό θεωρείται ένδειξη δειλίας και αδυναμίας» (σελ. 326-7).

Για όποιον δεν κατάλαβε: το αίσθημα δικαίου και το μίσος ενάντια στον δεσποτισμό, πράγματα παράλογα προφανώς και επικίνδυνα στα μάτια τού Mark Lilla, γεννιούνται από «την ίδια τη σκέψη» (!) Ενώ η βιωμένη πραγματικότητα, η απτή υλικοϊστορική εμπειρία των ανθρώπων, σαν να λέμε, γεννάει απεναντίας ένα φρόνιμο αίσθημα αδίκου και μιαν αγάπη για τον δεσποτισμό! Και δείτε και το άλλο παράδοξο: το μίσος ενάντια στον δεσποτισμό (το ατόπημα της σκέψης) γεννάει εντέλει τη φιλοτυραννία…! Ο συγγραφέας μας δεν είναι μόνο προικισμένος στοχαστής και πολιτικός αναλυτής, όπως φαίνεται, αλλά και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής! Δεν μένει παρά να υποκλιθούμε μπροστά σε αυτόν τον τεράστιο διανοητή των καιρών μας, τον ηθικό μαστιγωτή τόσων και τόσων φιλοσοφικών ονομάτων πρώτου μεγέθους, και να στείλουμε το βιβλίο εκεί που ανήκει: στην αρχειοθήκη των προπαγανδιστικών φυλλαδίων ενός ακήρυκτου πολέμου που μαίνεται γύρω μας.


           
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Έκδοση της ίδιας εφημερίδας, με τον σουσουδίστικο –αμερικανικό όπως όφειλε– τίτλο The Athens Review of Books: Αθήνα 2014, μετ. Χρυσούλα Μαντζαλίρα, επιμ. Μανώλης Βασιλάκης (ο εκδότης της εφημερίδας). Στο επιστημονικό προσωπικό που συνεργάστηκε –και αναφέρει με καμάρι ο επιμελητής στο προλογικό του σημείωμα– διαβάζω διακεκριμένα ονόματα ακαδημαϊκών και διανοουμένων… Νιώθουν και αυτοί άραγε το ίδιο υπερήφανοι;

2. Βλ. τα δοκίμιά μου «Η νέα φιλοσοφική δεξιά», «Η μακάβρια επιστροφή τού Νόμου και του Πατέρα» και «Emmanuel Lévinas, και η ιδεολογική στρατηγική τού ύστερου σιωνισμού»· σήμερα, στο Φώτης Τερζάκης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου  αιώνα (futura: Αθήνα 2009).   

3. Τα στοιχεία δεν είναι καθόλου άγνωστα στους ιστορικούς, κάθε τόσο μάλιστα έρχονται καινούργια στο φως, αλλά παρασιωπούνται συστηματικά από την επίσημη δημοσιότητα. Για να μη μακρηγορώ, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να δει μια κατατοπιστική τους συγκέντρωση, σε δύο συνέχειες, από τον Στέλιο Ελληνιάδη: «Τί τρομερά μυστικά κρύβει στα ντουλάπια της η Ευρώπη των Γερμανών;», εφημ. Ο δρόμος της Αριστεράς (Σάββατο, 4 και 11 Ιουλίου 2015).

 Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σημειώσεις, Δεκέμβριος 2015


2 σχόλια:

  1. ασε που μαλλον τον διαβαζει και η Σωτη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σπουδαία έρευνα. Αλλά για λίγους. Οι πολλοί πλέον δεν αντέχουν πολιτική εμβάθυνση και προτιμάνε να ιδιωτεύουν. Οι θετικές επιστήμες έχουν ισοπεδώσει την έγχρωμη σκέψη και αποθεώνουν την ασπρόμαυρη. Με αποτέλεσμα να παράγουν βιομηχανικούς εργάτες και προσκυνημένους. Υπάρχει γιατρειά?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δείτε ακόμα