Το «The Wake Up Call» είναι ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για το πολιτικό γκράφιτι στην Αθήνα της κρίσης.
Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί τέσσερις street artists στην προσπάθειά τους να αφήσουν το πολιτικό στίγμα τους στο αστικό τοπίο της Αθήνας. Πολιτική, σάτιρα και χρώματα αναμειγνύονται για να γεννήσουν μια υπαίθρια έκφραση μακριά από την κυρίαρχη ιδεολογία. Μέσα από τη δράση των τεσσάρωνκαλλιτεχνών, το «The Wake Up Call» επιχειρεί να αποτυπώσει την προσπάθεια πολιτικής αφύπνισης στην Ελλάδα της κρίσης, με έργα τέχνης του δρόμου που περιμένουν τη φθορά του χρόνου.
Ο MaPet το πρωί είναι οδοντίατρος. Στον ελεύθερό του χρόνο κόβει στένσιλ με τον οδοντιατρικό τροχό του και τις νύχτες κάνει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «προπαγάνδα στο δρόμο». ΟAbsent στήνει ένα πρόχειρο τυπογραφείο και σμιλεύει πολιτική σάτιρα πάνω σε ένα χαρακτικό που υπηρετεί τη δική του αντιπληροφόρηση. Από την εποχή του «No Niquita» μέχρι το «Hello Χ-ίτη» οι αφίσες του, τυπωμένες σε λαδόκολλα, δεν έχουν περάσει απαρατήρητες. Ο Pol, άλλος ένας «στενσιλάς», απεχθάνεται τον καθωσπρεπισμό της μεγαλοαστικής τάξης και λέει με ειρωνεία «Καθαροί τοίχοι, βρώμικες συνειδήσεις». Ασκεί κριτική στον ρόλο των κυρίαρχων ΜΜΕ και καλεί την κοινωνία σε εξέγερση με ένα μεγάλο έργο στον πεζόδρομου της Ερμού. Τέλος, ο Bleeps, ίσως ο πιο γνώριμος από όλους, σχεδιάζει μπροστά στο φακό του ντοκιμαντέρ το τελευταίο του έργο, μια αλληγορία για «Το Τίμημα» που καλείται να πληρώσει ο λαός λόγω της οικονομικής κρίσης.
Την τελευταία δεκαετία η Αθήνα έχει αναδειχθεί σε μια από τις σημαντικότερες πρωτεύουσες της street art, της τέχνης του δρόμου. Γκράφιτι έχουν γεμίσει ολόκληρες γειτονιές του κέντρου όπως τα Εξάρχεια, ο Κεραμεικός και το Γκάζι. Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, το πολιτικό γκράφιτι έχει βρει εύφορο έδαφος απέναντι στη μονόπλευρη πληροφόρηση και την έλλειψη κριτικής στάσης στα τεκταινόμενα από την πλειονότητα των κυρίαρχων ΜΜΕ. Παράλληλα, η άνοδος της ακροδεξιάς στην ελληνική πολιτική σκηνή αποτέλεσε το έναυσμα για ακόμη περισσότερη κριτική στο πιο ελεύθερο κομμάτι της ελληνικής πρωτεύουσας, τους δρόμους της.
Το «The Wake Up Call» είναι μια καταγραφή του καλλιτεχνικού πολιτικού ακτιβισμού στα χρόνια της κρίσης, ενα «κοινωνικό ημερολόγιο σε δημόσια έκθεση», όπως το αποκαλεί ο Bleeps, εφήμερα αναρτημένο στους τοίχους της Αθήνας.
Παραθέτουμε μια μετάφραση του σκεπτικού του ίδιου του Ross Daly για αυτήν την απόφασή του:
Ματαίωση της συναυλίας στο Φεστιβάλ Ούτι
Παρασκευή, 16 Νοέμβρη 2012 16:09
Κατόπιν μεγάλης περίσκεψης, οι συνάδελφοί μου (Γιώργος Ξυλούρης, Γιώργος Μανωλιάκης, Κέλλυ Θωμά) κι εγώ αποφασίσαμε να ματαιώσουμε τη συναυλία μας στο Φεστιβάλ Ούτι της Ιερουσαλήμ που ήταν προγραμματισμένη για τις 17 Νοεμβρίου 2012. Για μας η μουσική, απλά δεν έχει καμία θέση μέσα σε μια, ουσιαστικά, πολεμική ζώνη και ως μουσικοί που αγαπάμε την ειρήνη σίγουρα δεν ανήκουμε εκεί. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, κι εμείς έχουμε οικογένειες τις οποίες δεν έχουμε το δικαίωμα να υποβάλουμε στην αγωνία και την ανησυχία που αναγκαστικά προκαλούνται από τέτοιες καταστάσεις.
Πέρα απ’ αυτό το πολύ απλό δεδομένο υπάρχουν κι άλλοι προβληματισμοί. Εγώ προσωπικά παρά τη σφοδρή αντίθεσή μου στις πολιτικές της ισραηλινής κυβέρνησης αναφορικά με τη συνεχιζόμενη κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και την καθυπόταξη και καταπίεση του παλαιστινιακού λαού, έχω επισκεφθεί πολλές φορές το Ισραήλ τα τελευταία 19 χρόνια, κυρίως στο πλαίσιο προγραμμάτων σχετικών με τη μουσική εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών έχω κάνει πολλούς καλούς φίλους εκεί και είχα την ευκαιρία να καταλάβω ότι το Ισραήλ δεν είναι σε καμία περίπτωση μια μονολιθική κοινωνία όλα τα μέλη της οποίας συμφωνούν σε όλα τα ζητήματα. Τον περισσότερο καιρό μου στο Ισραήλ τον πέρασα κάνοντας παρέα με νέους φιλόδοξους μουσικούς που μελετούν ένθερμα τις μουσικές παραδόσεις του αραβικού κόσμου, της Τουρκίας, του Ιράν, της Ελλάδας, του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και άλλους ανατολικούς τρόπους και παραδόσεις. Πάντοτε πίστευα ότι η μελέτη αυτών των μουσικών παραδόσεων αναπόφευκτα συνοδεύεται από το αντίστοιχο ένθερμο ενδιαφέρον για την βαθύτερη κατανόηση των λαών που τις δημιούργησαν και άρα ότι οι νεαροί ισραηλινοί σπουδαστές θα εργαστούν και προς αυτή την κατεύθυνση. Για το λόγο αυτό ήμουν πάντα πρόθυμος να ταξιδέψω στο Ισραήλ προκειμένου να μοιραστώ τις όποιες γνώσεις μου μ’ αυτούς τους σπουδαστές με τη βαθιά πεποίθηση ότι με τον τρόπο αυτό θα συνέβαλα έστω και λίγο στην προώθηση της κατανόησης και την εγκαθίδρυση πιο ειρηνικών σχέσεων μεταξύ διαφορετικών λαών.
Ωστόσο υπάρχει ένα όριο στο τι μπορεί να κάνει ένας καλών προθέσεων συνηθισμένος άνθρωπος όπως εγώ και απλώς μοιάζει παράλογο μέσα σε μια πολεμική κατάσταση που οι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν να παίζει κανείς αμέριμνα την εορταστική μουσική ενός κρητικού χωριού. Στο κάτω-κάτω είμαστε μουσικοί με αισθήματα και ευαισθησίες κι όχι μουσικές μηχανές που λειτουργούν υπό οιεσδήποτε συνθήκες.
Έχοντας πει τα παραπάνω, θα ήθελα επίσης να κάνω ξεκάθαρη τη δική μου θέση σχετικά με την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, καθώς είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι και στις δύο πλευρές που είναι εξαιρετικά πρόθυμοι να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν την απόφασή μας να μην ταξιδέψουμε στο Ισραήλ αυτή τη στιγμή και θα ήθελα πάρα πολύ να αποφύγω τέτοιες αλλοιώσεις της αλήθειας. Κατ’ αρχήν είμαι ένθερμος υποστηρικτής της λύσης των δύο κρατών που θα επέτρεπε στους λαούς και των δύο αντιμαχόμενων σήμερα πλευρών να ζήσουν ειρηνικά, με πλήρη αυτοδιάθεση, με ασφάλεια και με ίσες ευκαιρίες για ευημερία και ευτυχία. Είμαι επίσης κάθετα αντίθετος σε οποιαδήποτε ανάμιξη στις πολιτικές διαδικασίες (όχι μόνο στη Μέση Ανατολή) οποιασδήποτε μορφής οργανωμένης θρησκείας. Έχοντας καταγωγή από την Ιρλανδία είμαι ιδιαιτέρως ευαίσθητος στο ζήτημα της απόλυτης ασυμβατότητας της θρησκείας με την πολιτική και θεωρώ τη θρησκευτική διάσταση και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή όχι μόνο παράλογη, αλλά εντελώς απεχθή.
Από μια καθαρά υλικοτεχνική σκοπιά ωστόσο βρίσκω κάπως ανάρμοστο μια χώρα που διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πολεμικές μηχανές στον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου ενός υποτιθέμενου πλήρως εξοπλισμένου πυρηνικού οπλοστασίου!) να επιτίθεται όχι σε μια χώρα, αλλά σε μια εδαφική περιοχή, 57 φορές μικρότερη από την ίδια, της οποίας το οπλοστάσιο είναι συγκριτικά απελπιστικά πρωτόγονο. Ωστόσο για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η εξίσωση, αν αντιστραφεί, είναι το ίδιο παράλογη, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Οι Παλαιστίνιοι ένας πράγματι γηγενής λαός θα βρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τελικά τη θέση τους στο δημογραφικό καμβά της Μέσης Ανατολής, αν και δυστυχώς μέσα από μια πολύ μακρόχρονη και επώδυνη διαδικασία η οποία θα πρέπει τελικά να περιλαμβάνει την αποδοχή εκ μέρους όλων των οργανώσεων, του κράτους του Ισραήλ (πιθανότατα κατά προσέγγιση στα σύνορα του 1967). Δεν έχουν άλλη επιλογή. Οι Ισραηλινοί από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των οποίων έχουν αφιχθεί σχετικά πρόσφατα από άλλα μέρη του κόσμου, θα πρέπει να αναζητήσουν το δικό τους τόπο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσα από την καλλιέργεια ειρηνικών και αμοιβαία επωφελών σχέσεων με τους γείτονές τους και όχι μέσα από την υπερβολική στήριξη στη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ισχύ μιας φαινομενικά πανίσχυρης Αμερικής. Καμιά πολιτική οντότητα στην ιστορία δεν κατάφερε ποτέ να διατηρήσει αιώνια την ισχύ της και η Αμερική δεν πρόκειται να είναι η εξαίρεση αυτού του κανόνα. Αυτή, κατά τη γνώμη μου (όσο αξίζει), είναι η μοναδική μακροχρόνια στρατηγική που διέπεται από λογική και μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Εξακολουθούμε να ελπίζουμε στη βελτίωση της κατάστασης και ότι θα μπορέσουμε σύντομα να επιστρέψουμε και στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη για να μοιραστούμε τη μουσική μας με τους φίλους μας εκεί.
"Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι" ρώτησε τον κ.Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του, "θα φερόταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;". "Σίγουρα", απάντησε αυτός.
Το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι», είναι η εκτενέστερη από τις 87 αφηγήσεις που αποτελούν τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ», έργου που γράφτηκε από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ σε διάστημα τριάντα χρόνων (1926-1956). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1949.
VIDEO:
Direction: Sasa Klopanovic - Sinestezia
Voiceover: Jon Greenhlagh
Illustration and animation: Nikola Prijic
Mastering: Janja Loncar
Producer: Ana Zatezalo Schenk - Sinestezia
O Γιάννης Κουκούμιαλος έχασε την όραση και το χέρι του, στην ηλικία των έντεκα χρόνων από εναπομείνουσα νάρκη του πολέμου του 1940. Γεννημένος σ’έναν ναυτικό τόπο, στην Λαγκάδα της Χίου, μυείται από μικρό παιδί στην τέχνη του ψαρέματος. Μετά από τον τραυματισμό και την ανάρρωσή του και έχοντας στο μυαλό του όποια γνώση του έχει τυπωθεί μέχρι αυτή την ηλικία γύρω απ’την ναυτοσύνη, συνεχίζει να βρίσκεται μέσα σε ψαροκάικα έχοντας όμως πλέον μια διαφορετική παράμετρο στη ζωή του, αυτή της επίκτητης αναπηρίας του.
Σε ηλικία είκοσι χρονών πηγαίνει σε σχολή τυφλών στην Αθήνα όπου και κάθεται για δύο χρόνια και ξαναεπιστρέφει στη Χίο γιατί δεν μπορεί να συνηθίσει τον αστικό τρόπο ζωής. Συμβιβασμένος πλέον με τις δυσκολίες που γεννώνται από την απώλεια της όρασής του και του χεριού του, συνεχίζει να ψαρεύει έχοντας πλάι του έναν δικό του άνθρωπο και συγγενή του, την Πλουμή, στην οποία και μεταδίδει όλες τις γνώσεις του ψαρέματος. Η στιγμή όμως που θα αρχίσει και μόνος του πλέον να ταξιδεύει και να ψαρεύει, δεν αργεί να έρθει. Με εικόνες πραγματικές, αυτές των παιδικών του χρόνων, με έναν κόσμο ταξινομημένο και οργανωμένο που κατασκευάζει στο μυαλό του, με τη διαίσθησή του και μια δύναμη θεική…όπως λέει και ο ίδιος, συνθέτει το χάρτη του και παρέα μ’αυτόν ταξιδεύει τα τελευταία εβδομήντα χρόνια μες τη θάλασσα.
Στο ντοκιμαντέρ «Ο Τυφλός Ψαράς» σαλπάρουμε με τον κυρ Γιάννη σε ένα ταξίδι που το παραμύθι και ο ρεαλισμός είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, φανερώντας τις αντιθετικές και συναρπαστικές δυνάμεις που χρωματίζουν την ανθρώπινη ψυχή. Βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια αυτού του υπέροχου ανθρώπου, σε μια πορεία που αποκαλύπτει το σθένος και την υπέρβαση του ανθρώπινου πνεύματος.
Tραγουδιστής πολλά εύμορφος νέον εύμορφο ερωτεύθη,
περίσσιο πάθος έβαλε στα μαραμένα στήθη,
και με τα χείλη τα χλωμά τραγούδαε τον καημόν του.
"Aγνάτια του να κάθομαι, να κρένει και ν' ακούω,
να βλέπω τα ξανθά μαλλιά και τα δροσάτα χείλη,
πόχουν του ρόιδου τη βαφή, του μήλου την γλυκάδα".
Kαι το τραγούδι του ήκουσαν οι νιές και οι πανδρευμένες·
φωνάξανε τα εύμορφα κοράσια κι οι νυφάδες:
άνδρας τον άνδρα ν' αγαπά, σέρνει με το τραγούδι,
και γάμος κι αρραβώνιασμα θα παν λησμονημένα
και θα διαβαίνει η νύκτα μας δίχως ανδρός το πλάγι,
και τα βυζιά του κόρφου μας παιδί δεν θ' αναστήσουν.
Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στα βιλαέτια
και τα χωριά μαζώχθηκαν, άνδρες, γυναίκες πάνε,
πήγε και ο τραγουδιστής κι εκράταε το λαγούτο,
κι αρχίνησε το έρημο τραγούδι να λαλάει·
και του λαγούτου η μελωδιά γλυκιά του απηλογότουν.
Oι εύμορφες κιτρίνισαν σαν τα χλωμά λουλούδια,
τόσο στα φυλλοκάρδια τους πολύς θυμός εμβήκε.
Πέτρες λιθάρια επήρανε οι νιες κι οι πανδρευμένες,
κτύπησαν τον τραγουδιστήν εκεί οπού τραγουδούσε.
Σίγησε το παιγνίδι του τ' ολόχρυσο λαγούτο,
κείτεται κι ο τραγουδιστής άγνωστος μες στο αίμα,
και μοιρολόι δεν του λαλεί καμμιά μοιρολογίστρα·
του κόψαν το κεφάλι του τα ξώφρενα κοράσια,
και σε ποτάμι το 'ριξαν μαζί και το λαγούτο,
και το ποτάμι τόβγαλε εις το γιαλό, στο κύμα·
συντροφιαστά πηγαίνανε κεφάλι και λαγούτο·
το κύμα οπού διαβαίνανε γλυκά ηχολογούσε·
και μέσα σε νησιά πολλά το πέλαγο τα πάγει·
ακούαν τριγύρω τα νησιά στο δειλινό, στο βράδυ,
ακούανε την μελωδιά, δεν ένιωθαν πού βγαίνει.
Φωνάξαν τα μικρά παιδιά: το πέλαγο την βγάζει.
H μελωδιά σταμάτησε εις το βαθύ λιμάνι,
σαν άστρο στα μεσάνυχτα, που σ' έναν τόπον φέγγει.
Kαι χίλια αηδόνια να λαλούν εφαίνετο πως να 'ναι.
Πήγαν με τα μονόξυλα οι ναύτες οι πιδέξιοι
και το κεφάλι πήρανε, πήραν και το λαγούτο,
σε μνήμα τα ενταφιάσανε κεφάλι και λαγούτο.
Aπό τ' εκείνον τον καιρόν μες στων νησιών τες χώρες
πανώρια βαρούν όργανα οι νιες, τα παλληκάρια,
και μες στ' ασημοχρύσαφα στολίζουν τα λαγούτα,
γεννά τες θυγατέρες της γλυκόφωνες η μάννα
αγγέλου πο 'χουν πρόσωπο κι αγγέλοι στο τραγούδι.
Πλην μέσα στη βαθειά στεριά, στες φόνισσες γυναίκες
οι άνδρες πήραν σίδερο και στην εστιά το κάψαν,
τες κορασιές εσφράγισαν στο μέτωπο, στην πλάτη
στο φονικό που κάμανε να μην πολυχαρούνε.
Ανώτατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ υποστηρίζει ότι διαδοχικές κυβερνήσεις επέτρεψαν στο υπερεθνικιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής να παρεισφρήσει στις τάξεις της αστυνομίας. Οι μετανάστες ήταν απλώς ο πρώτος στόχος στη μακρά λίστα των νεο-φασιστών, προειδοποιούν τα θύματα βίαιων επιθέσεων από ακροδεξιούς εγκληματίες.
Ο δρ. Δημήτρης Δαλάκογλου εξηγεί την κοινωνική τήξη που συνέβη στην Ελλάδα από το Μάη του 2010 μέχρι τον Ιούνη του 2012 και συνεχίζεται. Αυτή η ταινία περιέχει βίντεο και φωτογραφίες από τους δρόμους, συχνά βίαιες, και ζωγραφίζει ένα πορτρέτο της επεκτανόμενης οικονομικής κακουχίας που υπομένουν οι κάτοικοι μιας πόλης. Αυτή η ταινία είναι μέρος ενός εν εξελίξη ερευνητικού προγράμματος το οποίο εξετάζει τις ραγδαίες δομικές αλλαγές τις οποίες η Ελλάδα υφίσταται.
Dr Dimitris Dalakoglou explains the social meltdown which took place in Greece between May 2010 & June 2012 that is on going. This film contains videos and photos shot on the streets, often containing violence and paints a portrait of widespread economic hardship endured by a cities inhabitants. This film is part of an ongoing research project, which looks at the rapid structural changes which Greece is undergoing.
Το ντοκιμαντέρ εξετάζει την εξέλιξη της προπαγάνδας και των δημοσίων
σχέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, δίνοντας έμφαση στην "ελιτίστικη θεωρία
της δημοκρατίας" και τη σχέση μεταξύ του πολέμου, της προπαγάνδας και
των τάξεων.
Την Τρίτη 3 Ιουλίου 2012, στην ΕΣΗΕΑ, η Διεθνής Αμνηστία παρουσίασε την έκθεσή της για την αστυνομική βία στην Ελλάδα, με τίτλο «Αστυνομική Βία στην Ελλάδα: Όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά». (Δείτε περιληπτικό δελτίο Τύπου, εδώ: bit.ly/Oi8xsR και ολόκληρη την έκθεση, εδώ: bit.ly/MRrZcR)
Την έκθεση παρουσίασαν οι Λία Γώγου, ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ελλάδα και την Κύπρο, Ηλίας Αναγνωστόπουλος, διευθυντής ελληνικού τμήματος Διεθνούς Αμνηστίας, και David Diaz-Jogeix, Αναπληρωτής Διευθυντής του Προγράμματος της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
Μίλησαν, επίσης, οι Γιάννης Καυκάς, Μανώλης Κυπραίος και Μάριος Λώλος, τρία μόνο από τα θύματα αστυνομικής βίας στην Ελλάδα.
Στην ιστοσελίδα του UNFOLLOW, διαβάστε το σχόλιό μας, "Αστυνομική βία χωρίς πολιτική ευθύνη", της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου. Εδώ: bit.ly/Lx8w13
Στο τεύχος #7 του UNFOLLOW, που κυκλοφορεί στα περίπτερα, διαβάστε για την αστυνομική βία:
"ΜΑΤ: Η ΕΣΑ της Μεταπολίτευσης", ρεπορτάζ της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου (απόσπασμα, εδώ: bit.ly/LPaSGF)
Αγγελική Κουτσουμπού: "Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στα ΜΑΤ και στους βασανιστές της χούντας", συνέντευξη στην Αφροδίτη Πολίτη (απόσπασμα, εδώ: bit.ly/NhBB0R)
Το video της συνέντευξης Τύπου είναι ευγενική παραχώρηση του omnia.tv | omniatv.com
Η διακριτική αποσιώπηση της ταυτότητας των νεκρών αποτελεί συστατικό στοιχείο των «μνημοσύνων» του Μελιγαλά ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και συνδέεται με τη γενικότερη στρατηγική βάσει της οποίας επιχειρήθηκε στη χώρα μας η «δικαίωση» του ένοπλου δωσιλογισμού.
Με δυο λόγια: αυτό που συνήθως αποκρύπτει η φιλολογία περί «αθώων θυμάτων» είναι (α) το ιστορικό γεγονός ότι ο Μελιγαλάς υπήρξε βάση και ορμητήριο των ένοπλων συνεργατών της Βέρμαχτ που το 1943-44 έπνιξαν στο αίμα τη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς και (β) ότι το μακελειό του 1944 ήταν το αποτέλεσμα μιας από τις σκληρότερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ, με εξουσιοδότηση του συμμαχικού στρατηγείου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
*Κωμόπολη 2.482 κατοίκων το 1940, ο Μελιγαλάς χρησιμοποιήθηκε το 1941-43 ως βάση ιταλών καραμπινιέρων (1941-43) και μιας διλοχίας γερμανικού στρατού (1943-44).
*Οταν την άνοιξη του 1944 οι Γερμανοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλους δωσιλογικούς σχηματισμούς με αποστολή την «αξιοποίηση της αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού λαού» για τη μετατροπή της αντιφασιστικής Αντίστασης σε εμφύλιο πόλεμο και την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», εγκαταστάθηκε εκεί το 3ο Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά. Την υποστήριξή του ανέλαβε μια «πολιτική επιτροπή», με πρόεδρο τον πολιτευτή Περικλή Μπούτο και μέλη τον κοινοτάρχη, δυο δικηγόρους κι ένα γιατρό (Θεοδωρόπουλος 2001, σ. 133-4).
Ο τρόπος με τον οποίο «αξιοποιήθηκε» από τους ναζί αυτή η δωσίλογη «μερίδα του ελληνικού λαού» ήταν αναμενόμενος: Δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί το Τάγμα στο Μελιγαλά, και τα γερμανικά αρχεία καταγράφουν τη συμμετοχή του σε «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» των κατοχικών στρατευμάτων. Στηριγμένοι στη Βέρμαχτ, οι ταγματασφαλίτες αναλαμβάνουν να κονιορτοποιήσουν τη μαζική βάση του ΕΑΜ με μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις και κάψιμο σπιτιών, εγκαινιάζοντας ένα φαύλο κύκλο βίας και αντεκδικήσεων, που θα οδηγήσει στις εκτελέσεις των ημερών της Απελευθέρωσης.
Η μάχη και η σφαγή
Η συμβολή τους στην πολεμική προσπάθεια του Αξονα υπήρξε ουσιαστική. Δεν είναι μόνο ο προϊστάμενός τους, αντιστράτηγος των SS Βάλτερ Σιμάνα που, στην τελική έκθεσή του προς τον Χίμλερ (2.11.44), διαπιστώνει ότι τα Τάγματα Ασφαλείας «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργό καταπολέμηση των συμμοριών». Βρετανική έκθεση του 1944 τονίζει πως «η τοπική γνώση των προσώπων και του χώρου από τα Τάγματα Ασφαλείας, τους προσδίδει μοναδική αξία για τους Γερμανούς, που μπορούν έτσι να κρατήσουν την Ελλάδα με έναν ελάχιστο αριθμό δυνάμεων», (ΔΙΣ 1998, σ. 43). Αποκαλυπτική είναι τέλος η πρακτική της Βέρμαχτ να περιλαμβάνει τους νεκρούς, τραυματίες ή αγνοούμενους ταγματασφαλίτες στους πίνακες των δικών της απωλειών.
*Για τη στάση του πληθυσμού, αρκετά εύγλωττες είναι οι μεταπολεμικές αναμνήσεις του υποδιοικητή του Τάγματος Μελιγαλά, ταγματάρχη Καζάκου, για τις εκκαθαριστικές του καλοκαιριού του 1944 στον Ταΰγετο: «Η επιχείρησις αύτη απέβη άκαρπος», σημειώνει, «καθ’ όσον ο ΕΛΑΣ είχεν οργανώσει σχεδόν ολόκληρον την ύπαιθρον (Μεσσηνίας και Λακωνίας) από του εργάτου μέχρι του ανωτάτου τιτλούχου, ώστε επληροφορήθη εγκαίρως φαίνεται την όλην προπαρασκευήν» των Γερμανών και των συνεργατών τους.
Αντισυνταγματάρχης πλέον του ελληνικού στρατού, ο συντάκτης των παραπάνω γραμμών φροντίζει πάντως να διευκρινίσει, εν έτει 1955, ότι «η στάσις των Αρχών κατοχής υπήρξε ειλικρινής και φιλική» απέναντι στη μονάδα του (ΔΙΣ 1998, σ. 193). Αναφερόμενος πάλι στην αποχώρηση της Βέρμαχτ, δεν διστάζει να καταγγείλει τους Γερμανούς για «προδοτικήν στάσιν» (σ. 197).
*Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Μελιγαλά στις 4.9.1944 και την Καλαμάτα την επομένη. Ο ΕΛΑΣ μπήκε στην μεσσηνιακή πρωτεύουσα στις 9 Σεπτεμβρίου, μετά ολοήμερη μάχη με τον εκεί «λόχο ασφαλείας» και τη χωροφυλακή. Στις 13 Σεπτεμβρίου ήρθε η σειρά του Μελιγαλά, όπου είχαν οχυρωθεί οι εναπομείναντες ταγματασφαλίτες. Οταν η ηγεσία τους απέρριψε το κάλεσμα του ΕΑΜ να καταθέσουν τα όπλα και να τεθούν στη διάθεση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το λόγο είχαν τα όπλα. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν ισοδύναμες αριθμητικά (1.000-1.200 ένοπλοι εκατέρωθεν), ενώ οι αντάρτες διέθεταν την υποστήριξη χιλιάδων χωρικών του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που συνέρρεαν από τα πέριξ με αυτοσχέδιο οπλισμό.
Η μάχη κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες (13-15.9.44). Το τελικό ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες». Ο δεύτερος αριθμός περιλαμβάνει προφανώς χοντρικά και τους εκτελεσμένους των επόμενων ημερών.
*Παρά τις αντιφάσεις, τις υπερβολές και τις αποσιωπήσεις τους, οι διαθέσιμες αφηγήσεις δίνουν μια γενική ιδέα όσων συνέβησαν μετά τη μάχη: Αρχικά σημειώθηκαν σποραδικοί φόνοι και καταστροφές περιουσιών. Ακολούθησε το ξεκαθάρισμα των συλληφθέντων με συνοπτικές διαδικασίες, από μια επιτροπή με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη. Από σημειώματα που δημοσιεύθηκαν αργότερα στον τοπικό εθνικόφρονα τύπο προκύπτει ότι αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία έπαιξαν οι τοπικές οργανώσεις της Εθνικής Πολιτοφυλακής, στις οποίες είχε ανατεθεί η συγκέντρωση στοιχείων για την προηγούμενη δράση κάθε αιχμαλώτου. Οσοι καταδικάζονταν οδηγούνταν σε ένα εγκαταλειμμένο ξεροπήγαδο έξω απ’ την κωμόπολη (την «Πηγάδα») κι εκτελούνταν.
*Πόσοι ήταν; Το 1945, το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα. Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά. Η εθνικόφρων φιλολογία προβάλλει φυσικά πολύ μεγαλύτερα νούμερα: «περί τους 1.500 εις την Πηγάδα» μετρά ο Κώστας Καραλής (1958), «περί τα 1.800 άτομα πάσης ηλικίας και φύλου» βρίσκουν το Αρχηγείο Χωροφυλακής (1962) και ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης (1973), 1.900 τους θέλει ο Κων/νος Αντωνίου (1965), «άνω των 3.500 κατά τους μετριωτάτους υπολογισμούς» τους προτιμά η χουντική ιστορία του ΓΕΣ (1973). Ο Κοσμάς Αντωνόπουλος, πάλι, αναφέρει 2.100 «δολοφονηθέντες», παραθέτει όμως τα στοιχεία μόλις 699. Το βιβλίο που διανέμει ο «Σύλλογος Θυμάτων» περιέχει 1.144 ονόματα, ο συγγραφέας του όμως δείχνει μάλλον αναποφάσιστος: αλλού μιλάει για 1.500 νεκρούς (σ. 118), αλλού για «1.500 και πλέον» (σ. 115), αλλού για πάνω από 2.000 (σ. 26 & 166) κι αλλού για «5.000 εκατέρωθεν» (σ. 23). Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί περιλαμβάνουν όχι μόνο τους «σφαγιασθέντες» αλλά και τους νεκρούς της τριήμερης μάχης.
*Την αντίθετη τάση επιδεικνύουν οι συγγραφείς της εαμικής πλευράς. Η αναλυτικότερη σχετική πηγή υπολογίζει 120 σκοτωμένους στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένους στην Πηγάδα (Ξιάρχος 1982, σ. 38), ενώ δεν λείπουν αναφορές μέχρι και σε 1.200 νεκρούς.
*Πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτή την… κολοκυθιά αποδεικνύεται η εξέταση του καταλόγου της έκδοσης του «Συλλόγου Θυμάτων». Σε σύνολο 1.144 ονομάτων (οι 108 κάτοικοι Μελιγαλά) υπάρχουν μόνο 18 γυναίκες, 18 ηλικιωμένοι, ένας έφηβος και κανένα παιδί. Ολοι οι υπόλοιποι, το 96,8% του συνόλου, είναι άντρες λίγο πολύ μάχιμης ηλικίας. Κάθε άλλο παρά σφαγή «γυναικόπαιδων», δηλαδή…
Μνημόσυνο ακατονόμαστων
Ευθύς εξαρχής, οι εκδηλώσεις στη μνήμη των «σφαγιασθέντων» πήραν ρεβανσιστικό χαρακτήρα.
*Το πρώτο μνημόσυνο (24.6.45) καταλήγει σε απόπειρα λιντσαρίσματος των αντιστασιακών που κρατούνταν στη φυλακή της κωμόπολης (Β. Κλεφτόγιαννης, «Οπως τα ‘ζησα», σ. 143-4).
*Από το Σεπτέμβριο του 1945 η τελετή τυποποιείται, με φαινομενικό οργανωτή την κοινότητα και ουσιαστικό τη νομαρχία. Συμμετέχουν οι πολιτικές, εκκλησιαστικές, αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές, τοπικοί πολιτικοί, τα σχολεία. Επί χούντας θα καθιερωθεί και αθλητικό τουρνουά ποδοσφαίρου και ανώμαλου δρόμου, με κύπελλα που αθλοθέτησαν τοπικοί παράγοντες και οι κυλινδρόμυλοι «Ευαγγελίστρια» («Θάρρος» 17.9.67).
*Παράλληλα, «διευθετείται» ο χώρος των εκδηλώσεων. Βασιλικό διάταγμα του 1953 συστήνει ερανική επιτροπή με πρόεδρο το μητροπολίτη και μέλη το νομάρχη, το διοικητή Χωροφυλακής κ.ά. Από τον δημοσιευμένο απολογισμό του εράνου, πληροφορούμαστε ότι τη μερίδα του λέοντος «συνεισέφεραν» τα σχολεία και οι φαντάροι: 244.413 και 65.529 δρχ. αντίστοιχα, σε σύνολο 332.614 («Σημαία» 19.9.54). Μ’ αυτά τα λεφτά χτίζεται παρεκκλήσι, «καλλωπίζεται» η Πηγάδα και υψώνεται ένας τεράστιος σταυρός.
Η τελική διαμόρφωση (μάντρες, πάρκινγκ κ.λπ.) θα γίνει επί χούντας, με πιστώσεις και επίβλεψη Ασλανίδη.
*Η χουντική επταετία γνωρίζει άλλωστε το απόγειο του ιδιότυπου αυτού γιορτασμού. Το 1967 το μνημόσυνο τιμά με την παρουσία του ο Παττακός, εξηγώντας ότι «η 21η Απριλίου απέτρεψε νέον Μελιγαλάν» και ανακοινώνοντας την αναβάθμιση της κοινότητας των 1.800 κατοίκων σε «ιστορικό» δήμο («Εθνος» 18.9.67).
*Το 1968 παρευρίσκεται πρώτη φορά ο «ανώτατος άρχων» της χώρας, στο πρόσωπο του αντιβασιλιά Ζωιτάκη («Θάρρος» 24.9.68). Το 1969, η επιμνημόσυνη λειτουργία μεταφέρεται από την κεντρική εκκλησία της κωμόπολης στο χώρο της Πηγάδας και η τροχαία εκδίδει προληπτικές οδηγίες για την κυκλοφορία («Θάρρος» 21.9.69).
*Το 1973, ενόψει φιλελευθεροποίησης, οι αρχές δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για το μνημόσυνο. Ειδικά δρομολόγια λεωφορείων και τρένων μεταφέρουν «προσκυνητάς» απ’ τους γύρω νομούς («Θάρρος» 14-16.9.73).
Αποκαλυπτικότερη είναι η «φρονηματιστική» λειτουργία της Πηγάδας τον υπόλοιπο χρόνο. Από τις τακτικές καταχωρίσεις του δελτίου πληροφοριών της νομαρχίας, πληροφορούμαστε ότι μεταφέρονται ομαδικά εκεί για «προσκύνημα» φαντάροι, ευέλπιδες, σπουδαστές επαγγελματικών σχολών, «κλιμάκια φοιτητών», δημόσιοι υπάλληλοι, φιλοξενούμενοι της «Εθνικής Εστίας», ταξιδιώτες των προγραμμάτων του «Εθνικού ιδρύματος» και -φυσικά- ολόκληρα σχολεία.
*Μετά τη Μεταπολίτευση ο επίσημος γιορτασμός συνεχίζεται, χωρίς ιδιαίτερους ενθουσιασμούς. Τον τόνο δίνουν τώρα οι δυναμικές εμφανίσεις της ακροδεξιάς: βασιλόφρονες που διαβεβαιώνουν ότι «σύντομα θα επιστρέψει ο Κωνσταντίνος», χουντικοί που προπηλακίζουν τον κοινοτάρχη «διότι ανεφέρθη στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού» (1976) και γιουχάρουν το νομάρχη (1977), χιτλερικοί που ψαρεύουν στα θολά νερά μιας εθνικοφροσύνης σοκαρισμένης απ’ την περιθωριοποίησή της… Ο τοπικός τύπος καταγράφει τα συνθήματα: «Τη λύση θα δώσει ο στρατός», «Ο Φλωράκης στο Γουδί», «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
*Ο κύκλος κλείνει το 1982, όταν το υπ. Εσωτερικών γνωστοποιεί στο δήμο τον τερματισμό της συμμετοχής των επίσημων κρατικών αρχών, «επειδή οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια το διχασμό». Τη σκυτάλη στην οργάνωση του μνημοσύνου παίρνει πια ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που ιδρύθηκε το 1980.
*Από κοντά και η Ν.Δ., που βλέπει το μνημόσυνο του 1982 ως τη δέουσα απάντηση στην επίσημη αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης. Ο νεαρός βουλευτής Αντώνης Σαμαράς ανακοινώνει π.χ. με ειδικό δελτίο τύπου την έλευσή του «για να παραστεί στο Μνημόσυνο των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστές» («Ελευθερία» 18.9.82). Σταδιακά, ωστόσο, η λογική του «μεσαίου χώρου» επικρατεί και τα φερέλπιδα στελέχη αποφεύγουν πια να δίνουν το παρών.
Η σταδιακή αυτή περιθωριοποίηση έχει, ωστόσο, ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα: πρώτη φορά τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους και οι πεσόντες ταγματασφαλίτες «τιμώνται» ως τέτοιοι. Ενα χαρακτηριστικό των επίσημων γιορτασμών ήταν η διακριτική αποφυγή κάθε αναφοράς στα δωσίλογα Τάγματα Ασφαλείας, με την προσφυγή σε εξωραϊστικά σχήματα λόγου: «αγρίως σφαγιασθέντες υπό αναρχικών στοιχείων», «μαρτυρικώς σφαγιασθέντες εθνικόφρονες πατριώτες», «θυσιασθέντες διά το μεγαλείον και την ελευθερίαν της Πατρίδος», «Ηρωες και Μάρτυρες οίτινες προσεφέρθησαν ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της υπερτάτης θυσίας», ακόμη και «αδίκως σφαγιασθέντες διά την ελευθερίαν και τα ανθρώπινα δικαιώματα»!
*Μετά το 1982, αντίθετα, οι ομιλητές του «απολίτικου», «οικογενειακού» μνημοσύνου δεν αισθάνονται τέτοιου είδους αναστολές: «Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ υπήρξε χειρότερος κατακτητής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς» διαβάζουμε π.χ. στον πανηγυρικό που εκφώνησε το 1999 η Ειρήνη Δορκοφίκη, διαβεβαιώνοντας τους συγκεντρωμένους ότι ο χαρακτηρισμός των ταγματασφαλιτών ως «προδοτών» και «συνεργατών των κατακτητών» δεν είναι παρά «αισχρή συκοφαντία» των κομμουνιστών και λοιπών «ευρωλιγούρηδων».
Στην ομιλία πάλι του 1997, ο δικηγόρος Βασίλειος Δημαρέσης ξεκαθαρίζει: «Οι ηρωικοί νεκροί μας δεν πολέμησαν με Ελληνες, διότι οι Κομμουνιστές έπαυσαν να είναι Ελληνες, τα εγκλήματά τους είναι εγκλήματα ξένων, εγκλήματα γενοκτονίας»!
Αραγε, τι απ’ όλα αυτά θα μπορούσαν να «αμαυρώσουν» οι επίσημοι νοσταλγοί του Χίτλερ;
Τα ξεχασμένα θύματα
Μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της τραγωδίας του Μελιγαλά αφορά τα θύματα των «αγρίως σφαγιασθέντων» ταγματασφαλιτών της Πηγάδας. Εδρα ιταλών καραμπινιέρων, γερμανικής διλοχίας και του Τάγματος Ασφαλείας, η κωμόπολη χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, χώρος βασανιστηρίων και τόπος εκτελέσεων αντιστασιακών και ομήρων. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης καταγραφής όσων σκοτώθηκαν απ’ τους ταγματασφαλίτες είναι αποκαλυπτική για το κλίμα που επικράτησε στην περιοχή, τόσο κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια όσο και αργότερα. Καταφανώς ελλιπή, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ωστόσο διαφωτιστικά.
Ο απολογητής των ταγματασφαλιτών Κοσμάς Αντωνόπουλος παραθέτει τα ονόματα 27 ατόμων που εκτελέστηκαν στο Μελιγαλά από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι 6 είναι κάτοικοι της κωμόπολης. Από τον πίνακα απουσιάζουν ωστόσο τα περισσότερα ονόματα που γνωρίζουμε από άλλες πηγές («Η Ελληνική Αντίστασις 1941-1945», Αθήναι 1964).
Στο «Μεσσηνιακό βιογραφικό λεξικό» του Νίκου Καράμπελα (1962) αναφέρονται τα ονόματα 16 εκτελεσμένων στο Μελιγαλά το 1943-44. Στο δικό του βιβλίο ο Σπύρος Ξιάρχος καταγράφει τρεις ομαδικές εκτελέσεις 22 ατόμων κι άλλους 23 μεμονωμένους φόνους («Η αλήθεια για το Μελιγαλά», Καλαμάτα 1982, σ. 46-47). Απροσδιόριστο παραμένει, τέλος, πόσοι απ’ τους 924 εκτελεσμένους Μεσσήνιους που μνημονεύονται σε πρόσφατη έκδοση, θανατώθηκαν στην έδρα του Τάγματος (Τάσος Αποστολόπουλος, «Μεσσηνιακή εκατόμβη 1940-1944», Καλαμάτα 2000).
Αποκαλυπτικότερες είναι κάποιες επιμέρους λεπτομέρειες: Στις 27.4.44 ο ΕΛΑΣ Λακωνίας σκότωσε σε ενέδρα τον γερμανό στρατηγό Κρεντς και 3 συνοδούς του. Ο «Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος» διέταξε σε αντίποινα τον τουφεκισμό 200 «κομμουνιστών» στο σκοπευτήριο της Καισαριανής κι όσων χωρικών θα συναντούσαν τα στρατεύματά του στην ύπαιθρο μεταξύ Μολάων και Σπάρτης. Οπως διαβάζουμε στη σχετική ανακοίνωση, οι ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα έσπευσαν να τιμήσουν με τον τρόπο τους τη μνήμη του γερμανού στρατηγού: «Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς» («Καθημερινή» 30.4.44). Σαράντα απ’ αυτές τις «αυτόβουλες» εκτελέσεις έγιναν από το Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά την Πρωτομαγιά του 1944 – τριάντα στην Καλαμάτα και δέκα στο νεκροταφείο του Μελιγαλά. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και μια 18χρονη επονίτισσα, η Ασπασία Ξιάρχου, από τη γειτονική Ανθούσα. Είχε πιαστεί (και βασανιστεί) από τους ταγματασφαλίτες ενώ επέστρεφε από την Καλαμάτα για το μνημόσυνο της μάνας της. Ενας κρατούμενος διέφυγε και, την επομένη, εκτελέστηκαν στη θέση του άλλοι δύο (Γιάννης Σχινάς, «Η εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία», Αθήνα 1984, σ. 98-99).
Ακολούθησε στις 15.6.44 ο τουφεκισμός 10 κρατουμένων στο Μελιγαλά (ανάμεσά τους 2 γυναίκες κι ένας ηλικιωμένος ανάπηρος) -σε αντίποινα, προφανώς, για το θανάσιμο τραυματισμό του ταγματασφαλίτη ταγματάρχη Γεωργανά στην Καλαμάτα. Την επομένη, 27 κρατούμενοι, 22 άντρες και 5 γυναίκες, τουφεκίστηκαν από το λόχο Καλαμάτας στις όχθες του Νέδοντα.
Δυόμισι δεκαετίες μετά την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης, μάταια θ’ αναζητήσει κανείς στο Μελιγαλά ή τα περίχωρά του κάποιο μνημείο γι’ αυτούς τους πεσόντες. «Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο», ήταν η απάντηση του προέδρου του «Συλλόγου Θυμάτων Πηγάδας» κ. Μανιάτη, όταν τον ρωτήσαμε για τους εκτελεσμένους από το Τάγμα Ασφαλείας. Στην Καλαμάτα, μια λιτή στήλη (χωρίς ονόματα ή αριθμούς) στήθηκε από το Δήμο στο χώρο των εκτελέσεων, μακριά από τα μάτια του κοινού, μόλις το 2002. Η επιγραφή κάνει λόγο για «εκτελεσθέντες πατριώτες από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους», αποφεύγει όμως να αναφέρει την ακριβή ταυτότητα των εκτελεστών.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σταματήσαμε στο επιβλητικό μνημείο για τους 204 εκτελεσμένους της Παλιόχουνης, λίγο πριν από τη Μεγαλόπολη. Απ’ αυτούς, οι 154 είχαν συλληφθεί από ταγματασφαλίτες στην Καλαμάτα και τουφεκίστηκαν απ’ τη Βέρμαχτ σε αντίποινα για την καταστροφή γερμανικής φάλαγγας απ’ τον ΕΛΑΣ. Το τμήμα της επιγραφής που πληροφορεί ότι σκοτώθηκαν «από τους Γερμανούς» έχει σβηστεί με φαιοπράσινη μπογιά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη (Αθήνα 2005, εκδ. «Φιλίστωρ»).
Η κατοχική δράση των ταγματασφαλιτών, οι διασυνδέσεις και η αντιμετώπισή τους από το μεταπολεμικό «κράτος των εθνικοφρόνων». Εμφαση στην επιχειρηματολογία και τα ιδεολογήματα με τα οποία επιχειρήθηκε (και επιχειρείται ξανά στις μέρες μας) η «δικαίωση» του ένοπλου δωσιλογισμού.
Ηλίας Θεοδωρόπουλος, Η πηγάδα του Μελιγαλά (2α έκδοσις, Αθήνα 2001).
Προπαγανδιστική έκδοση που διανέμεται από το «Σύλλογο Θυμάτων Πηγάδας Μελιγαλά». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο αναλυτικός πίνακας με τα στοιχεία των σκοτωμένων και οι φιλοχουντικές κορόνες του συγγραφέα.
Σπύρος Ξιάρχος, Η αλήθεια για το Μελιγαλά (Καλαμάτα, Μάιος 1982).
Περιγραφή της μάχης του Μελιγαλά από ένα τοπικό εαμικό στέλεχος. Χρήσιμη, κυρίως γιατί διασώζει πολλές κρίσιμες «λεπτομέρειες» που η κυρίαρχη αφήγηση κατά κανόνα αποσιωπά.
Διονύσιος Παπαδόπουλος, Η ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας (εφημ. «Μεσσηνία» 19.5-8.9.1952).
Η εκδοχή του (επιζήσαντος) διοικητή των ταγματασφαλιτών του Μελιγαλά, δημοσιευμένη λίγο μετά την αποστρατεία και απαλλαγή του για το αποτυχημένο πραξικόπημα του ΙΔΕΑ. Ακολούθησε η περιγραφή της αιχμαλωσίας και της διάσωσής του, την οποία ο ίδιος αποδίδει στις σχέσεις του με την Ιντέλιτζενς Σέρβις («Μεσσηνία» 15.9-17.11.1952).
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (Αθήνα 1998, 8 τόμοι).
Στον 8ο τόμο περιλαμβάνεται η μεταπολεμική (1955) εξιστόρηση της δράσης του Τάγματος Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά από τον (επιζήσαντα) υποδιοικητή του, Παναγιώτη Καζάκο.
Βασίλης Κλεφτόγιαννης, Όπως τα ‘ζησα. Μαρτυρία μιας βασανιστικής πορείας (Αθήνα 1994).
Αυτοβιογραφία ενός ελασίτη από το Μελιγαλά που πήρε μέρος στις μάχες με τους ταγματασφαλίτες της κωμόπολης.
"[...]
Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση,
αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι.
Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και
παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους
ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν
απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να
καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ' αυτόν τον τρόπο επίσης
πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία
και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι
λένε: "Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο". Κι αναμφίβολα
ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον
εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε
κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του.
Απ' αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο,
σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς
ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν
είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν
είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν
περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι
που περνάνε και πρώτα πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις
προφυλάξεις τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από
άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και
σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που
σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν
επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες. Πως
θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον,
τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους
ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν
δυστυχίες.
[...] Κοιτόντας από το παράθυρο την πόλη που δεν είχε αλλάξει,
μόλις τότε άρχισε ο γιατρός να αισθάνεται μέσα του τη γέννηση
αυτής της ελαφριάς αηδίας μπροστά στο μέλλον, που ονομάζουμε
ανησυχία."
Δεν είμαι τίποτα. Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα. Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα. Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου, Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι, (Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?), που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς. Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις. Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο. Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα, Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων. Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια. Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω. Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου, και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε. Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου, στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα. Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα. Γνωρίζοντας τι έχω, γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού, κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες, αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα, κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους. Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι? Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα! Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται! Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή, Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ, Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν, και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα. Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες! Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων? Όχι, ούτε καν σ’ εμένα. Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο, δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας? Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς – - ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς – Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές, δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν, κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο. Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων, Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό. Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει. Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα, ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά. Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό. Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα. Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες. Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι. Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο. Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι, τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά. Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει, ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών. Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι, Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής, Σηκωνόμαστε και είναι ξένος, Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη, κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο. Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο. Φάε, βρώμικη μικρή, φάε! Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ! Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο, Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι, Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων, Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο. Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα, Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου, πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων, μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις, Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα, Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή, Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική, Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη, Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας, Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι – Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος. Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ εμένα και δεν βρίσκω τίποτα. Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια. Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν, Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία, Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα, Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ. Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα, Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες. (Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών) Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά, κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα. Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα. Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος, Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα. Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα, είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου. Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, Είχα ήδη γεράσει. Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει. Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο. Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση Γιατί είναι άκακο. Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου, Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει, αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου, Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου, Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες, Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί. Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού, Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής. Θα πεθάνει και θα πεθάνω. Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου. Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου. Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή, Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα. Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά. Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι, Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές. Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο, Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο, Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα, Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια. Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?) Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει. Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος – Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο. Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω. Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη. Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος. Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή, Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα Και συνεχίζω να καπνίζω. Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω. (Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου, θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.) Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο. Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?) Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές. (Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.) Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε. Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Η ταινία "Μέρες Δόξας, Ιθαγενείς", που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του
2006, είναι η μόνη που μιλάει για τη γενναιότητα και τη θυσία Αράβων (Αλγερινών,
Μαροκινών, Τυνήσιων) και Αφρικανών (Σενεγαλέζων) στρατιωτών της γαλλικής
αποικιοκρατίας στον αντιφασιστικό αγώνα...
Βέβαια μη περιμένετε να είναι
Γάλλος ο σκηνοθέτης της ταινίας-που να τρέχει τώρα η Γαλλία να πληρώσει
αποζημιώσεις και συντάξεις στους Άραβες στρατιώτες
που πολέμησαν στο Γαλλικό στρατό για την απελευθέρωση της Γαλλίας και
άλλων ευρωπαϊκών κρατών από τον γερμανικό φασισμό. Όχι μην ανησυχείται ο
σκηνοθέτης είναι o Rachid Bouchareb Αλγερινός που γεννήθηκε στο Παρίσι
και διέπρεψε εκεί ... Η ταινία του, ανατάραξε τα νερά της καθεστωτικής
ιστορίας, γέννησε πολλά ερωτήματα και προβλήματα μέσα στη κοινωνία της
Γαλλίας, που έζησε για δεκαετίες με μύθους και ψέματα. Οι δυνάμεις του
σκοταδισμού και του ρατσισμού και οι νοσταλγοί του φασισμού ζητούσαν και
άσκησαν πιέσεις για να απαγορευτεί η προβολή της ταινίας. Ο Ρασίντ
Μπουσάρεμπ όμως δεν έκανε πίσω και η ταινία βγήκε και προβλήθηκε.
Εκεί
πολλοί Γάλλοι είδαν τα πρόσωπα που μετείχαν στην επιχείρηση "Operation
Dragoon"- στα Γαλλικά "Débarquement de Provence"-που συνέβαλε
αποφαιστικά στην απελευθέωση της ίδιας της Γαλλίας από την γερμανική
κατοχή. Μετά την προβολή της ταινίας η Γαλλική τότε ρωση της Γαλλίας το 1944. Είδαν τα πρόσωπα των
200,000 στρατιωτών που μετείχαν στην απόβαση, και των γνωστών Indigenous
(Ιθαγενών), των Μαροκινών "Goumiers" και των Αλγερινών "Tirailleurs".
Εκεί έμαθαν ότι μαζί με τους 500.000 Αμερικανούς στρατιώτες πολέμησαν
και άλλοι 500.000 στρατιώτες που έφερε η Γαλλία από τις αποικίες της για να
βοηθήσουν στην απελευθέρωση της ίδιας της Γαλλίας από την γερμανική
κατοχή. Μετά την προβολή της ταινίας η Γαλλική τότε κυβέρνηση του Σιράκ
αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πολιτική της ιστορία.
Το τρέιλερ της ταινίας μπορείτε να το δείτε στο παρακάτω λινκ:
Βέβαια οι Μαροκινοί "Goumiers" μετείχαν και στην απόβαση και
απελευθέρωση της Σικελίας. Πήραν μέρος στην μεγάλη τότε στρατιωτική
επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με το κωδικό όνομα "Επιχείρηση
Χάσκι" (Operation Husky). Με την επιχείρηση αυτή οι συμμαχικές δυνάμεις
απέσπασαν τη Σικελία από τις δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας και της
Ναζιστικής Γερμανίας. Η επιχείρηση άρχισε τη νύκτα μεταξύ 9ης και 10ης
Ιουλίου 1943 και στρατηγικά πέτυχε όλους τους στόχους όπως είχαν
προσχεδιαστεί: Εκδιώχθηκαν όλες οι δυνάμεις του Άξονα από το νησί και τα
γεγονότα προκάλεσαν την πτώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Η
επιχείρηση έληξε στις 17 Αυγούστου και με την επιτυχία της άνοιξε το
δρόμο για τη συμμαχική εισβολή στην Ιταλία. Συμμετείχαν επίσης στην
απελευθέρωση της Κορσικής, και πολέμησαν σκληρά τους Γερμανούς φασίστες
στα βουνά της της Μπαστιάς. Και στην απελευθέρωση του νησιού Έλβα, του
μεγαλύτερου νησιού του Τοσκανικού Αρχιπελάγους.
Η απελευθέρωση της Γερμανίας 1945 και η συντριβή του φασισμού.
Στην απελευθέρωση της Γερμανίας από τον φασισμό μετείχαν η 1η, 2η, και
4η μονάδα των Μαροκινών. Πολέμησαν και στις τελικές φάσεις για την
απόβαση στη νοτιοδυτική Γερμανία το 1945. Η 1η μάλιστα μονάδα των Αράβων
Μαροκινών πολέμησε από 20 έως 25/3/1945, στη μεγάλη μάχη για την
διάσπαση της γερμανικής "Γραμμής Ζίγκφριντ" που χτίστηκε ακριβώς
παράλληλα με τη γαλλική συνοριακή γραμμή Μαζινό (ligne Maginot). Ποια
είναι η "Γραμμή Siegfried"; Ήταν ένα γερμανικό αμυντικό σύστημα, που
εκτείνεται σε πάνω από 630 χιλιόμετρα, και περιλάμβανε σήραγγες, που
ένωναν τα 18.000 οχυρά, καταφύγια και αποθήκες όπλων και τροφίμων. Κατά
μήκος της γραμμής οι Γερμανοί μηχανικοί και κατασκευαστές είχαν φτιάξει
δεκάδες χιλιάδες αντιαρματικά εμπόδια, αντιαρματικές τάφρους. Σύμφωνα με
την επικρατούσα άποψη ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ σχεδίασε την γραμμή αυτή
από το 1936 και κατασκευάστηκε σε δυο χρόνια, άρχισε το 1938 και
τελείωσε το 1940.
Τον Απρίλιο του 1945, οι μονάδες 1η και 4η πήραν
μέρος στη μάχη απελευθέρωσης της Pforzheim, την Πφόρτσχαϊμ τη γερμανική
πόλη που βρίσκεται στα δυτικά της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Κατά τις
τελευταίες εβδομάδες του πολέμου, η 2η μονάδα των Αράβων Μαροκινών
πολέμησε στο "Μέλας Δρυμός" ή Σκοτεινό Δρυμός, που βρίσκεται στη
νοτιοδυτική Γερμανία στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης ανάμεσα στον
ποταμό Ρήνο Δυτικά και του Δούναβη νότια. Οι Μαροκινοί συνέβαλαν ώστε να
ωθηθούν οι Γερμανοί φασίστες προς νοτιοανατολικά σύνορα της Αυστρίας με
τη Γερμανία. Κατά την ίδια περίοδο, η 1η και 4η προχώρησαν μαζί με
άλλες γαλλικές δυνάμεις προς την Στουτγάρδη και την Tübingen, την
Τύμπιγγεν ή Τυβίγγη, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Γερμανία, στο
κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Το 1946, και οι τρεις αυτές μονάδες
επαναπατρίστηκαν στο Μαρόκο.
Αυτή η συνοπτική ιστορική αναδρομή
ίσως βοηθήσει ώστε να έρθει στο φως ο ρόλος των Αράβων στον
αντιφασιστικό αγώνα και πόλεμο. Ρόλος που ήθελαν οι δυτικοί
ιμπεριαλιστές και το όργανο τους το εθνικιστικό σιωνιστικό κίνημα-που
ούτε μια σφαίρα δεν έριξε στον πόλεμο κατά του φασισμού- όχι μόνο να
θάψουν και να σβήσουν, αλλά περισσότερο να διαστρεβλώνουν και να
παρουσιάζουν τους Άραβες ως συμμάχους των Γερμανών φασιστών, για να
μπορούν έτσι εύκολα να δικαιολογήσουν στους δυτικούς πολίτες τα σχέδια
τους για συνέχιση της κατοχής αραβικών χωρών και για εγκατάσταση ενός
σιωνιστικού θρησκευτικού κράτους-προτεκτοράτου στη γη των Παλαιστινίων.
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες στις ίδιες βρώμικες αυλές
τα οπλοστάσια οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.
Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.
Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;
Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας για να αναπνεύσει.
Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;
Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;
Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;
Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.
Σας ζητάει συγνώμη ρε.
Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.
Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;
Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.
Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;
Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.
Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.
Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.
Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.
Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.
"Σ' αυτούς που έφυγαν αλλά παραμένουν ακόμα σύντροφοι: Γνωρίζατε δύο δρόμους στη ζωή, και η ζωή ήξερε από εσάς μόνο έναν. Γνωρίζατε το δρόμο της υποταγής και τον αρνηθήκατε. Και γνωρίζατε το δρόμο της αντίστασης και τον περπατήσατε. Αυτό το δρόμο διαλέξατε να πάρετε. Και οι σύντροφοί σας προχωρούν μαζί σας."
"Στόχος της εκπαίδευσης είναι να διορθώσει την πορεία της ιστορίας. Γι' αυτό χρειάζεται να μελετάμε την ιστορία και να κατανοούμε τη διαλεκτική της, με σκοπό να χτίσουμε μια νέα ιστορική εποχή, στην οποία οι καταπιεσμένοι θα ζουν -μετά την απελευθέρωσή τους με επαναστατική βία- από την αντίφαση που τους γοήτευσε."
"Ο παλαιστινιακός σκοπός δεν είναι ένας σκοπός μόνο για τους Παλαιστίνιους, αλλά για κάθε επαναστάτη, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ένας σκοπός των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων μαζών της εποχής μας."
Gassan Kanafani
Βίντεο για τη ζωή και το έργο του Γασσάν Καναφάνι, του συγγραφέα, ζωγράφου και δημοσιογράφου τον οποίο δολοφόνησε το Ισραήλ στις 8 Ιουλίου 1972:
Ο Γασσάν Καναφάνι (Ghassan Kanafani) γεννήθηκε στην πόλη Άκκα ή Άκρα (Acre) το 1936. Η οικογένειά του εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη το 1948 από την σιωνιστική τρομοκρατία και εγκαταστάθηκε τελικά στη Δαμασκό. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εργάστηκε σαν δάσκαλος και δημοσιογράφος, πρώτα στη Δαμασκό και μετά στο Κουβέιτ. Αργότερα μετακόμισε στη Βηρυτό και έγραψε για διάφορες εφημερίδες πριν ξεκινήσει -το 1969- την εβδομαδιαία εφημερίδα του PFLP, Al Hadaf,. Ήταν εκπρόσωπος τύπου του PFLP και μέλος του πολιτικού του γραφείου, καθώς επίσης και μεγάλος μυθιστοριογράφος και καλλιτέχνης του οποίου η τεράστια συνεισφορά δεν μπορεί να τονιστεί.
Στο ξεκίνημά του ο Kanafani ήταν ενεργό μέλος του Αραβικού Εθνικιστικού Κινήματος, που αποτέλεσε πρόδρομο του PFLP, αλλά αργότερα, μαζί με το σύντροφό του George Habash, έγινε μαρξιστής, πιστεύοντας ότι στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Παλαιστίνιοι δεν θα μπορούσε να δοθεί λύση χωρίς μια κοινωνική επανάσταση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
Στα απομνημονεύματα που η σύζυγος του Ghassan Kanafani δημοσίευσε μετά το θάνατό του, έγραψε:
"Η έμπνευσή του για να γράφει και να εργάζεται ακατάπαυστα ήταν ο Παλαιστινιακός και αραβικός αγώνας ... Ήταν ένας από εκείνους που πάλεψαν ειλικρινά για τη μετεξέλιξη του κινήματος αντίστασης από εθνικιστικό απελευθερωτικό κίνημα σε παναραβικό επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα, του οποίου η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα αποτελούσε ζωτικής σημασίας συστατικό. Πάντα τόνιζε ότι το Παλαιστινιακό πρόβλημα δεν θα μπορούσε να λυθεί απομονωμένο από τη συνολική κοινωνική και πολιτική κατάσταση του αραβικού κόσμου."
Αυτή η τοποθέτηση αναπτύχθηκε φυσικά από την προσωπική εμπειρία του Kanafani. Στα δώδεκά του χρόνια βίωσε την τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς, και έκτοτε έζησε ως εξόριστος σε διάφορες αραβικές χώρες, όχι πάντα νόμιμα. Ο λαός του διασκορπίστηκε, πολλοί από αυτούς ζούσαν σε προσφυγικά στρατόπεδα ή αγωνίζονταν να βγάλουν τα προς το ζην κάνοντας τις πιο ταπεινές δουλειές. Η μόνη τους ελπίδα ακουμπούσε στο μέλλον και τα παιδιά.
Δολοφονήθηκε από τους σιωνιστές πράκτορες τον Ιούλιο του 1972, όταν εξερράγη το αυτοκίνητό του.
Άνθρωποι στον ήλιο
Στα ελληνικά κυκλοφορεί το διήγημα του Γασσάν Καναφάνι, "Άνθρωποι στον ήλιο", σε μετάφραση του Νασίμ Αλάτρα, από τις εκδόσεις "Καστανιώτη"
Στο Άνθρωποι στον Ήλιο, ο Καναφάνι περιγράφει τρείς Παλαιστίνιους που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα ανάμεσα στο Ιράκ και το Κουβέιτ για να αναζητήσουν δουλειά. Στο τέλος του διηγήματος, οι άντρες πεθαίνουν στο βυτίο νερού ενώ ένας άλλος ζητούσε άδεια για να περάσει τα σύνορα. Μετά από αυτά τα γεγονότα, αναρωτιέται: γιατί δεν χτύπησαν τον τοίχο του βυτίου νερού; Αλλά και πάλι το πρόβλημα είναι ποιός είπε ότι δεν χτύπησαν; Και αν χτύπησαν, ποιός θα άκουγε και θα εγγυόταν ότι η αστυνομία δεν θα τους πυροβολούσε; Αυτές οι σελίδες είναι βαθιά συμβολικές σε σχέση με την Παλαιστινιακή κατάσταση.
Στην κηδεία του Γασσάν Καναφάνι
"Οι Ισραηλινοί ήθελαν να τον δολοφονήσουν τον Γασσάν Καναφάνι, για να αδειάσουν τους δρόμους και τις πλατείες από αντάρτες, και στη κηδεία του γέμισαν οι δρόμοι και οι πλατείες αντάρτες. Τα όπλα ήταν περισσότερα από τους ανθρώπους και οι σφαίρες ακόμα περισσότερες. Δεν έχετε μάθει ακόμα την εξίσωση εχθροί του ήλιου ...Όσους περισσότερους σκοτώνετε τόσο περισσότεροι θα είμαστε εμείς και τα όπλα μας.. και οι λέξεις μας για τον Γασσάν..."