Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης άνοιγαν τη φρίκη τους, οι περίπου 60 χιλιάδες Εβραίοι στρατιώτες που είχαν πολεμήσει με τις βρετανικές δυνάμεις εναντίον του Άξονα επέστρεψαν στα σπίτια τους, για να ανακαλύψουν πως ο φασισμός δεν είχε συντριβεί όπως τους είχαν πει, αλλά υπήρχε ακόμη δίπλα τους. Ο Oswald Mosley, ηγέτης των Εγγλέζων μελανοχιτώνων, ξανάστησε την οργάνωση εκείνη που ήταν υπεύθυνη για διωγμούς Εβραίων και κομμουνιστών στις γειτονιές των πόλεων της Αγγλίας, και ειδικότερα στο Λονδίνο, πριν από τον πόλεμο.
Οι κάτοικοι των συνοικιών αυτών του ανατολικού Λονδίνου, που τότε ακόμα ήταν φτωχογειτονιές με μεγάλη αναλογία Εβραίων κατοίκων, είχαν ζωντανές αναμνήσεις από αναμετρήσεις όπως η «μάχη της Cable Street» στο East End. Στη μάχη αυτή, τον Οχτώβρη του ’36, περίπου τριακόσιες χιλιάδες αντιφασίστες, ανάμεσά τους μέλη από εβραϊκές, σοσιαλιστικές, αναρχικές και κομμουνιστικές οργανώσεις, καθώς και ομάδες Ιρλανδών, συγκρούστηκαν στα οδοφράγματα με τους περίπου 10.000 αστυνομικούς που προσπάθησαν να ανοίξουν το δρόμο για να περάσουν οι φασίστες του Mosley μέσα από το East End.
Ο Mosley επιχείρησε να αναβιώσει την Ένωση Βρετανών Φασιστών μετά τον πόλεμο, βοηθούμενος από άλλα φυντάνια, όπως ο Jeffrey Hamm, ηγέτης της ομάδας Σύνδεσμος Βρετανών Απόστρατων. Ως το 1947 το κοινό αίσθημα ήταν εναντίον των φασιστών, θεωρώντας τους υπεύθυνους για όλες τις θηριωδίες των Ναζί. Ωστόσο, με τα γεγονότα στην Παλαιστίνη το 1947 και το ξέσπασμα μεγάλων αντισημιτικών ταραχών στο Λίβερπουλ, οι φασιστικές οργανώσεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Μόνο ο “Σύνδεσμος” έκανε 52 συγκεντρώσεις στο Λονδίνο εκείνη τη χρονιά. Η συμμετοχή αυξανόταν εκθετικά: από 600 με 700 άτομα σε μια συγκέντρωση στο Dalston του ανατολικού Λονδίνου τον Ιούλιο, σε 3.000 τον Οχτώβρη. Οι επίσημες εβραϊκές οργανώσεις, παρά το ότι έβλεπαν τον αντισημιτισμό να επιστρέφει, προτίμησαν να μην αντιπαρατεθούν, διότι ανησυχούσαν για την εικόνα της κοινότητας.
Έτσι, μια ομάδα νεαρών Εβραίων, 43 τον αριθμό στην πρώτη τους συνάντηση, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και ξεκίνησε να χτυπά τους φασίστες μέσα στις γειτονιές του Λονδίνου. Έτσι γεννήθηκε η «ομάδα 43», μια οργάνωση που είχε σκοπό «να ξεσκεπάσει το φασισμό και να τον καταστρέψει». Καθώς η οργάνωση διευρύνθηκε και στις γραμμές της μπήκαν και μη Εβραίοι αντιφασίστες, απέκτησε παραρτήματα, ειδικότερα στις εργατικές γειτονιές του ανατολικού Λονδίνου, και επέκτεινε τη δράση της. Διέλυαν με τις παρεμβάσεις τους τις συγκεντρώσεις των φασιστών, επιτίθονταν στους εφημεριδοπώλες τους, επισκέπτονταν τα γραφεία τους με αγαθές προθέσεις και ενημέρωναν πολίτες που γράφονταν εν αγνοία τους σε οργανώσεις-βιτρίνες του φασιστικού κόμματος. Μάλιστα, συχνά οι πολίτες τους οποίους προσέγγιζαν συνεργάζονταν στη συνέχεια με την οργάνωση, δίνοντάς της πληροφορίες από τα μέσα. Η μαχητική τους δράση στο δρόμο κατάφερε να συντρίψει τους φασίστες του Mosley και να σταματήσει τη φασιστική προπαγάνδα. Πράγματι, όταν πλέον οι συγκεντρώσεις της “Ένωσης” σταμάτησαν και η εφημερίδα τους δεν κυκλοφορούσε στις γειτονιές, η Ομάδα 43 θεώρησε ότι πέτυχε το σκοπό της και αυτοδιαλύθηκε το 1950.
Ακολουθεί ένα βίντεο από ένα σχετικό ντοκιμαντέρ του ΒΒC. Το ενδιαφέρον εδώ είναι τα δύο μεγάλα ζητήματα που βάζουν οι Εβραίοι αντιφασίστες, τα οποία είναι πολύ καίρια και για την εποχή μας. Το πρώτο είναι το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στους πιο μαχητικούς αντιφασίστες, οι οποίοι –συνήθως για άντρες πρόκειται– ειδικεύονται στη σώμα με σώμα μάχη στο δρόμο, και στα λιγότερο μαχητικά μέλη. Είναι ξεκάθαρο από τα λεγόμενα ότι εν πολλοίς υπήρχε μια σχέση ανάθεσης, απλούστατα διότι δεν μπορούσαν όλοι, ή δεν είχαν τη διάθεση, να συγκρουστούν στο δρόμο. Η παρουσία πολλών αγωνιστριών και αγωνιστών στους δρόμους έδινε άλλα πολιτικά χαρακτηριστικά στη δράση, που την έκαναν να φεύγει από την απλή αντιπαράθεση δύο γυμνασμένων συμμοριών.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με την αντιμετώπιση κάποιων πολιτών που έμπαιναν –εν αγνοία τους– σε οργανώσεις-βιτρίνα του φασιστικού κόμματος. Οι κοινωνικές συνισταμένες, φυσικά, της δράσης των φασιστικών κομμάτων, καθώς και η ίδια η μορφή του κοινωνικού συνόλου διαφέρει από το τότε στο σήμερα. Ωστόσο, η στάση των αντιφασιστών απέναντι σε υποκείμενα που δεν ήταν μαχόμενοι φασίστες, αλλά βρίσκονταν υπό την επιρροή των φασιστικών οργανώσεων με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, βάζει σε σκέψεις. Το κλίμα στη μεταπολεμική Αγγλία ήταν ίσως πρόσφορο σε έναν διάχυτο αντιφασισμό, με το εργατικό κίνημα σε μια σχετική άνοδο, με το εργατικό κόμμα στην κυβέρνηση, με νωπές τις εμπειρίες από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Το σκεπτικό της οργάνωσης δεν δείχνει να θέλει να περιχαρακωθεί σε έναν ιδεολογικά καθαρό αντιφασισμό, να θέλει να βάλει διαχωρισμούς του τύπου: εμείς οι συνειδητοποιημένοι και ο βόθρος της κοινωνίας απέναντί μας, που, τι να κάνουμε, πρέπει να τον υποστούμε. Αντίθετα, φαίνεται να θέλει να πάρει τον κόσμο με το μέρος της, προσφέροντάς του διεξόδους για πρακτική δράση και συνεισφορά στον αντιφασιστικό αγώνα.
Ίσως το Άουσβιτς να έκανε τη συγγραφή νέας ποίησης αδύνατη, όπως είχε πει ο Αντόρνο, ωστόσο οι Εβραίοι αντιφασίστες έδειξαν με το κέφι και τη διαύγειά τους πως υπάρχει, ακόμα και για τους φορείς της φρίκης, μια διέξοδος που δεν περνά απαραίτητα μέσα από τον επαναστατικό πεσιμισμό.
Για περαιτέρω διάβασμα:
Hillman, N. (2001). «Tell me chum, in case I got it wrong. What was it we were fighting during the war? The Re-emergence of British Fascism, 1945-58». Contemporary British History 15 (4): 1-34
Morris Beckman, 2000. «The 43 Group». Centerprice Publications.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου