Raul Oscar Martinez, Alter Ego |
ALΤER EGO
Μνήμη Ελπήνορος
Η πόλη αποκοιμήθηκε
μεθυσμένη
πάνω στη στέγη του παλατιού της Κίρκης.
Τώρα αγουροξυπνημένη και εύχαρις
γκρεμοτσακίζεται
πάνω στο «χάλκαιον χέρι του φόβου».
Μα η κόρη η ηλιόφωτη, η καλλίκωμος
με τις λευκές παρειές
και τους ξανθούς βοστρύχους
έχοντας διαπεράσει τα πάντα
παραμένει
κι εγώ γράφω στα πόδια σου
βροχές ερώτων
απ’ αλλού φερμένες.
Αράχνες ξεψυχάτε
μες στους δρόμους της σιγής.
Πρηνής βαδίζω.
Η πόλις έπερσεν.
Η πόλις εάλω.
Βοά το Μεσολόγγι
Για μια έξοδο.
(2-3-2011)
Raul Oscar Martinez, Antes de qu |
ΓΗ ΝΑΙΔ
Εκείνη που ζέφυροι μακρινοί
την έφεραν και την ακούμπησαν
πάνω σε βακούφια και σε καθαρτήρια ψυχών
Πώς σε κοιτάζει! είπε.
Μ’ αρέσει, είπε, πώς σε κοιτάζει.
Ήμασταν χορτάτοι από άστρα κι ουρανό
τα σπίτια μας κοντά
κι έρχονταν όλο και πιο κοντά
καθώς ξεμάκραιναν.
Ντυθήκαμε ρούχα πλουμιστά, πολύχρωμα
μάσκες αρχαϊκές
λόγια μυστικά, ακατάληπτα
κι ύστερα πίσω, στον Αχέροντα,
να λάμνουμε με τα κουπιά της λήθης
ως εκεί που τα σπίτια στέρεα
ριζώνουν πάνω στους βράχους.
Πώς ο άνεμος μας πέταγε
άστοργα στη θάλασσα.
Πώς μανιάζει
πάνω από τα δέντρα και τα κύματα
και ξεπατώνει τα σπίτια μας.
Μ’ αρέσει, είπε, πώς σε κοιτάζει.
Πώς σε κοιτάζει! είπε.
Ένα ένα πετάξαμε τα ρούχα μας
μένοντας μόνο
με το χιτώνα που φορέσαμε κατάσαρκα.
Σαν το κρεμμύδι.
Και τότε είδαμε
Πώς τρυφερεύει ο άνεμος όταν ξεσπά
Και γαληνεύει η θάλασσα στην κόχη του ορίζοντα
Πώς σε κοιτάζει! είπε.
(21-2-2011 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου